Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Άγγελος Σικελιανός & Πνευματικό Εμβατήριο

Ο Άγγελος Σικελιανός (15 Μαρτίου 1884 – 19 Ιουνίου 1951) ήταν ένας από τους μείζονες Έλληνες ποιητές. Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.Ο μέγιστος Λευκαδίτης ποιητής μας, 5 φορές υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας - Εύα και Άννα οι δύο γυναίκες της ζωής του - Η 1η ερωτεύτηκε γυναίκες αλλά τον παντρεύτηκε!

Το Πνευματικό Εμβατήριο δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα», στις 19.5.1945. Συνοδεύεται από σημείωμα του ποιητή, που λέει: «Είχα μόλις απαντήσει στην προχθεσινή συνέντευξη, όταν αυτή η ίδια μώγινε άξαφνα αφορμή για τη μετάβασή μου, πάνω στο ίδιο θέμα, στην ολοκληρωμένη μορφή του Ποιητικού Λόγου που δίνω παρακάτου». Πράγματι, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού είχε δημοσιευτεί συνέντευξη με τον Σικελιανό με θέμα την «πνευματική Ελλάδα εμπρός στο δράμα της Κατοχής».

Στο Διαδίκτυο κυκλοφορεί το ποίημα, αλλά σε κείμενο που φαίνεται να βασίζεται στη μελοποίηση Θεοδωράκη, που παραλείπει μερικές λέξεις σε σχέση με τη μορφή που βρήκα στο περιοδικό. Επίσης, το κείμενο που κυκλοφορεί έχει ευπρεπιστεί γλωσσικά σε μερικά σημεία· ο Σικελιανός έγραφε «σκέψες, πνέμμα, η άμπελο», όχι «σκέψεις, πνεύμα, η άμπελος» της σημερινής, μετά την ήττα, δημοτικής. Διόρθωσα σε μερικά σημεία την ορθογραφία (π.χ. το φωτογόνι το έκανα φωτογώνι).


ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ


Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι

(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)

στο φωτογώνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα,



μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή, σα να ’ταν

όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα

τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου

όπου χρόνια,

για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του

και τους κρεμνούσε ως άρματα

στης Έφεσος το Ναό·

γιγάντιες σκέψες

σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα

σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα

άναβαν στο νου μου,

τι όλη μου καίγονταν μονομιά η ζωή

στην έγνια της καινούργιας Λευτεριάς σου Ελλάδα!



Γι’ αυτό δεν είπα:

Τούτο είναι το φως της νεκρικής πυράς μου.

Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,

και να, ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι,

καταβολάδα του Εμπυραίου,

με την δάδα τούτην,

ορθός πορεύοντας ως με την ύστερη ώρα,

όλες να φέξουν τέλος, τις γωνιές της Οικουμένης

ν’ ανοίξω δρόμο στην ψυχή, στο πνέμμα, στο κορμί Σου, Ελλάδα!



Είπα κι εβάδισα

κρατώντας τ’ αναμμένο μου συκώτι

στο Καύκασό Σου

και το κάθε πάτημά μου

ήταν το πρώτο, κι ήταν, θάρρευα, το τελευταίο

τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αίματά Σου

τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταβε στα πτώματά Σου

γιατί το σώμα, η όψη μου, όλο μου το πνέμμα

καθρεφτιζόταν σα σε λίμνη, μέσα στα αίματά Σου.



Εκεί, σε τέτοιον άλικο καθρέφτη, Ελλάδα,

καθρέφτη απύθμενο, καθρέφτη της αβύσσου

της Λευτεριά Σου και της δίψας Σου, είδα τον εαυτό μου

βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο,

καινούργιο Αδάμ της πιο καινούριας πλάσης

όπου να πλάσουμε για Σένα μέλλει, Ελλάδα!



Κ’ είπα:

Το ξέρω, ναι, το ξέρω, που κ’ οι θεοί Σου

οι Ολύμπιοι, χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,

γιατί τους θάψαμε βαθιά-βαθιά να μην τους βρουν οι ξένοι.

Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε, κι ετριπλοστέριωσε όλο,

μ’ όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε από πάνω.

Κι ακόμη ξέρω, πως για τις σπονδές και το τάμα

του νέου Ναού π’ ονειρευτήκαμε για Σένα Ελλάδα,

μέρες και νύχτες, τόσα αδέλφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους

όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα!



Μοίρα· κ’ η μοίρα Σου ως τα τρίσβαθα δική μου!

Κι απ’ την Αγάπη, απ’ τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη,

να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν, εσκλήρυνε και μπαίνει

ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μες στο αίμα Σου να πλάσει

τη νέα καρδιά που χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα Ελλάδα!

Τη νέα καρδιά που κιόλας έκλεισα μέσα στα στήθη,

και κράζω σήμερα μ’ αυτή προς τους Συντρόφους όλους:



«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,

ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!

Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,

κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!

Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,

σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,

σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.

Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!

Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του

ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!»



"Ομπρός, οι δημιουργοί... Την αχθοφόρα ορμή Σας

στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!

Βοηθάτε με και μένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!

Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα

τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!

Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση

δικέφαλος αητός κι απάνω μου τινάζει

τις φτέρουγές του και βογγάει ο σάλαγός του

στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου

και το μακρά και το σιμά για με πια είν' ένα!

Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός συντρόφοι

βοηθάτε να σηκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμμα!



Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει

στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι.

Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου!

Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας

να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου

πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!

Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια,

τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη.

Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο της ζωής να γένει,

και η Άμπελό μας ν’ απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης.



Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος.

Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,

σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα,

σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμμα!»



Έτσι σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι

(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)

στο φωτογόνι της καινούριας λευτεριάς Σου, Ελλάδα,



αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως να ’ταν

όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα

τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου, όπου, χρόνια

για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του

και τους κρεμνούσε ως άρματα

στης Έφεσος το ναό, ως σας έκραζα, συντρόφοι!





Γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις νομικές του σπουδές. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούντσιο.

Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Σημαντικό σταθμό στη ζωή του Σικελιανού αποτέλεσε ο γάμος του, το 1907, με την Αμερικανίδα Eva Palmer, η οποία σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία. Ο γάμος τους τελέστηκε στην Αμερική, ενώ εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1908. Εκείνη την περίοδο ο Σικελιανός ήρθε σε επαφή με αρκετούς πνευματικούς ανθρώπους και τελικά το 1909 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Αλαφροΐσκιωτος, η οποία προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους, αναγνωριζόμενη ως έργο σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων.



Ακολούθησε μια περίοδος έντονης αναζήτησης. που καταλήγει στην έκδοση των τεσσάρων τόμων της ποιητικής συλλογής Πρόλογος στη Ζωή, Η Συνείδηση της Γης μου (1915), Η Συνείδηση της Φυλής μου (1915), Η Συνείδηση της Γυναίκας (1916) και Η Συνείδηση της Πίστης (1917). Ο Πρόλογος στη Ζωή ολοκληρώθηκε αργότερα με τη Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας. Ακολουθούν ακόμα τα χαρακτηριστικά ποιήματα Το Πάσχα των Ελλήνων και Μήτηρ Θεού, της περιόδου 1917 - 1920, καθώς και διάφορες συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής.



Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά το Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών («Δελφική Ιδέα»). Για το σκοπό αυτό ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και την οικονομική αρωγή της γυναίκας του, δίνει πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύει μελέτες και άρθρα. Παράλληλα, οργανώνει τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς με τις παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη (1927) και των Ικέτιδων (1930) του Αισχύλου να ανεβαίνουν στο αρχαίο θέατρο.





Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και την «Δελφική Ένωση», μια παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε αργυρό μετάλλιο για τη γενναία προσπάθεια αναβίωσης των δελφικών αγώνων. Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι Δελφικές Εορτές, αλλά και αυτές οδήγησαν σε οικονομική καταστροφή και χωρισμό του ζεύγους, αφού η Εύα Πάλμερ εγκαταστάθηκε από τότε στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά το θάνατο του ποιητή.



Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Άγγελος Σικελιανός μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.



Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Σικελιανός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πνευματική αντίσταση του λαού, με κορυφαία εκδήλωση το ποίημα και το λόγο που εκφώνησε στην κηδεία του Παλαμά το 1943.
Tο 1946 εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.



Υπήρξε 5 φορές υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας:
Το 1946, προτεινόμενος από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας Anders Österling
Το 1947, προτεινόμενος από τον Νίκο Βέη, που την ίδια χρονιά είχε προτείνει και τον Νίκο Καζαντζάκη με την σκέψη πως θα έπρεπε να βραβευτούν από κοινού.



Το 1948, προτεινόμενος από μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Γραμμάτων, Ιστορίας και Αρχαιοτήτων της Σουηδίας Axel W Persson και το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας συγγραφέα και δημοσιογράφο Elin Wägner. Την χρονιά εκείνη, ο Anders Österling, ο οποίος είχε προτείνει τον Σικελιανό το 1946, πρότεινε να μοιραστεί το βραβείο μαζί με τον νικητή εκείνης της χρονιάς Τ.Σ. Έλιοτ, αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε.
Το 1949, προτεινόμενος από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας, συγγραφέα Sigfrid Siwertz.


Το 1950, προτεινόμενος με δύο προτάσεις. Μια, με μοναδικό υποψήφιο τον ίδιο, από την Ελληνική Εταιρεία Λογοτεχνών και μια, σε συνδυασμό ξανά με τον Καζαντζάκη, από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας συγγραφέα Hjalmar Gullberg.
Ο Άγγελος Σικελιανός πέθανε στην Αθήνα το 1951 και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.



Εργογραφία

Ποιήματα
Ο ποιητής εξέδωσε ο ίδιος τα έργα του σε τρεις τόμους με τον τίτλο Λυρικός Βίος (1946 Α και Β, 1947 Γ), αφήνοντας έξω κάποια έργα που δε θεώρησε απαραίτητο να συμπεριλάβει.
Το 1965 άρχισε η έκδοση των «Απάντων» του με επιμέλεια του Γ.Π.Σαββίδη. Εκδόθηκαν 5 τόμοι με το έργο που είχε δημοσιεύσει ο ποιητής (1965-1968) και έκτος τόμος (1969) με όσα ποιήματα είχε αφήσει εκτός του Λυρικού Βίου

Πεζά κείμενα
Συγκεντρωτική έκδοση των "Απάντων":
Πεζός Λόγος Α (1978)
Πεζός Λόγος Β (1980)
Πεζός Λόγος Γ (1981)
Πεζός Λόγος Δ (1983)
Πεζός Λόγος Ε (1985)

Τραγωδίες
Ο Διθύραμβος του Ρόδου (1932)
Σίβυλλα (1940)
Ο Δαίδαλος στην Κρήτη (1942)
Ο Χριστός στη Ρώμη (1946)
Ο Θάνατος του Διγενή (1947)
Ασκληπιός (ημιτελής)
Συγκεντρώθηκαν σε τρεις τόμους με τον τίτλο Θυμέλη, Α' και Β', 1950, Γ', 1954

Ποίηση - Επιστολογραφία - Πεζά Κείμενα - Ανθολογίες
(Με Φιλολογική Επιμέλεια, Παρουσίαση, Σχολιασμό, Σημειώσεις, Γλωσσάριο).

Άγγελος Σικελιανός, Ανθολογία, Επιλογή – φιλολογική επιμέλεια Ζήσιμος Λορεντζάτος, Γλωσσάρι Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Ίκαρος», Αθήνα 1998.
Άγγελου Σικελιανού, Γράμματα, πρώτος τόμος (1902-1930), Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης, «Ίκαρος», Αθήνα 2000.
Άγγελου Σικελιανού, Γράμματα, δεύτερος τόμος (1931-1951), Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης, «Ίκαρος», Αθήνα 2000.
Άγγελου Σικελιανού, Αντίδωρο, Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης, «Ίκαρος», Αθήνα 2003.
Άγγελος Σικελιανός, Μήτηρ Θεού, Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης, «Ιδεόγραμμα», Αθήνα 2003.
Άγγελος Σικελιανός, Κήρυγμα Ηρωισμού, Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης, «Ίκαρος», Αθήνα 2004.
Άγγελος Σικελιανός, Γράμματα στην Εύα Πάλμερ Σικελιανού, Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Μπουρναζάκης, «Ίκαρος», Αθήνα 2008.

Εύα Σικελιανού Ερωτεύτηκε γυναίκες, παντρεύτηκε τον ποιητή...



Αύγουστος του 1906, τρεις άνθρωποι κυκλοφορούν στην Αθήνα φορώντας χειροποίητους αρχαιοελληνικούς χιτώνες και σανδάλια. Οι κάτοικοι του κέντρου και του χωριού του Παγκρατίου τούς περιτριγυρίζουν με αναιδή περιέργεια. Είναι ο Ρέιμοντ Ντάνκαν, αδελφός της χορεύτριας Ισιδώρας Ντάνκαν, με τη γυναίκα του Πηνελόπη, αδελφή του ποιητή Αγγελου Σικελιανού, και την αμερικανίδα φίλη τους Εύα Πάλμερ.


Εύα Πάλμερ

Ο «Ιερός πανικός» της Εύας Πάλμερ, της πρώτης συζύγου του Αγγελου Σικελιανού, από καιρό εξαντλημένος στην πρώτη του έκδοση (Εξάντας, 1992), κυκλοφορεί σε νέα έκδοση από τις εκδόσεις Μίλητος. Ο διευκρινιστικός υπότιτλος γράφει «αυτοβιογραφία», πρόκειται όμως στην ουσία για τη βιογραφία της Δελφικής Ιδέας ή για τα απομνημονεύματα της Εύας, όπου το ιδιωτικό υποχωρεί μπροστά στο δημόσιο. Γραμμένο, έπειτα από παρότρυνση του Σικελιανού στο διάστημα 1938-1942, το κείμενο είναι μια εσωτερική μαρτυ ρία για την πορεία του οράματος της Δελφικής Ιδέας του Σικελιανού από την έμπνευση προς την υλοποίησή του, με πρώτο βήμα τη διοργάνωση των Δελφικών Γιορτών το 1927 και το 1930.


Άννα Σικελιανού

Για τον βιογράφο ο οποίος αναζητεί λεπτομέρειες για την ιδιωτική ζωή της Εύας οι τετρακόσιες σελίδες του τόμου δεν είναι καθόλου αποκαλυπτικές. Τα πρώτα επτά κεφάλαια που παρουσιάζουν την ανατροφή στο πατρικό σπίτι, τα ταξίδια, τις σπουδές στο Παρίσι, τη συναναστροφή με συγγραφείς και καλλιτέχνες λειτουργούν ως προοίμιο για την κατανόηση της βαθιάς και μόνιμης επίδρασης που άσκησε πάνω της το δελφικό ιδεώδες. Η νεανική λεσβιακή σχέση της με τη Νάταλι Κλίφορντ Μπάρνεϊ, η συμβίωσή της με τον Σικελιανό, οι παράλληλες σχέσεις του, η διάλυση του γάμου τους και ο γάμος του με την Αννα Καραμάνη μένουν στο σκοτάδι.



Ο εν πολλοίς άγνωστος γιος των Σικελιανών, ο Γλαύκος, δεν μας γίνεται περισσότερο γνώριμος και ελάχιστα πληροφορούμαστε για τη ζωή της μετά την επιστροφή στην Αμερική. Τα κεφάλαια της Αμερικής είναι στην πραγματικότητα μικρά δοκίμια, όπου με αφορμές από την αλληλογραφία της με τον χορευτή Τed Shawn, ανακαλύπτουμε τη θεωρητικό Εύα.



Εκφράζει εκτενώς τις απόψεις της για την τέχνη, για το δράμα και την ελληνική μουσική, σχολιάζει τον Εμερσον, τον Νίτσε και τον Σοπενάουερ, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, μας εντυπωσιάζει με την καλλιέργεια και την κριτική της ευαισθησία και την προσπάθειά της για την αναβίωση της αρχαιοελληνικής τραγωδίας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου
Οι Ωκεανίδες, από τις Δελφικές Γιορτές του 1930


Τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου είναι αναμφίβολα εκείνα που αφορούν τις Δελφικές Γιορτές, όπου ζωντανεύει στη λεπτομέρειά του ο κόσμος της Ελλάδας του Μεσοπολέμου. Η Εύα στρατεύτηκε διά βίου στο σικελιανικό όραμα μιας σύγχρονης παγκόσμιας αμφικτιονίας με κέντρο τους Δελφούς και όχημα την τέχνη, και για τις Δελφικές Γιορτές ανέλαβε τη χρηματοδότηση από την προσωπική της περιουσία, τη σκηνοθεσία, τη διδασκαλία της μουσικής και της όρχησης, την ύφανση των κοστουμιών, τις επαφές, τη διεκπεραίωση. Μόχθος τιτάνιος. Περιγράφει αυτές τις μακροχρόνιες και κοπιώδεις προετοιμασίες για τη διεξαγωγή των Γιορτών και ταυτόχρονα δίνει ένα ψυχογράφημα της ελληνικής κοινωνίας. Σημειώνει τις παρατηρήσεις της για το πώς λειτουργούν τα πράγματα στην Ελλάδα, για την ολιγωρία της πολιτείας, τη δυσπιστία του λαού, τη μάχη του ατόμου με τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς.

Ιστορία και θεωρία περικλείονται σε μια αφήγηση η οποία κυριαρχείται φανερά από αισθήματα θαυμασμού και αφοσίωσης στον Αγγελο Σικελιανό. Στον άνδρα που παρουσιάστηκε μπροστά της λουσμένος στο φως σαν έλληνας θεός: «Τον είδα για πρώτη φορά να στέκεται στον καυτό ήλιο έξω από την πόρτα μου... Ακόμη και όταν πέρασε μέσα από τη ζώνη του φωτός στο κέντρο του δωματίου προς τη σκιά της άκρης διατηρούσε τη λάμψη». Στον ποιητή που της προκαλεί ένα «εκστατικό μαρτύριο» με κάθε καινούργιο ποίημα που της διαβάζει. Το δελφικό ιδεώδες μπορεί να ήταν για τους περισσότερους μια ουτοπία του «αλαφροΐσκιωτου» ποιητή, για την Εύα όμως αποτέλεσε φιλοσοφία μέσα στην οποία έζησε τη ζωή της.

Στη μοναξιά των Δελφών
Η Εύα Πάλμερ φορώντας ένα από τα περίφημα υφαντά της
Κοσμοπολίτισσα,διανοουμένη και ακτιβίστρια,η Εύα Πάλμερ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1874 και ανατράφηκε σε μια πολύ εύπορη οικογένεια προοδευτικών αντιλήψεων.Ο πατέρας της Κούρτλαντ Πάλμερ ήταν ιδρυτής του «Ομίλου του 19ου αιώνα» και ενός βραχύβιου πρωτοποριακού σχολείου στη Νέα Υόρκη και η μητέρα της λάτρευε τη μουσική.Στο πατρικό της σπίτι διακεκριμένοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες αντιμαχόμενων απόψεων μπορούσαν να συνδιαλεχθούν σε ατμόσφαιρα πολιτισμένη.Αυτό ήταν το έτοιμο έδαφος στο οποίο το δελφικό όραμα του Σικελιανού ρίζωσε εφ΄ όρου ζωής. Από το 1906 ως το 1933 έζησε στην Ελλάδα, με δύο ενδιάμεσα ταξίδια στην Αμερική,το 1907, όταν έγινε ο γάμος της με τον Σικελιανό,και το 1928, όταν έδωσε σειρά διαλέξεων για την προώθηση της Δελφικής Ιδέας.Μετά το 1933 ζει μόνιμα στην Αμερική.Συνεχίζει να επικοινωνεί με τον ποιητή ακόμη και μετά τον δεύτερο γάμο του,τον βοηθά οικονομικά,κινητοποιεί τον Χένρι Μίλερ για την υποστήριξη της υποψηφιότητάς του για το Νομπέλ το 1946. Στη διάρκεια του πολέμου διαμαρτύρεται για την Κατοχή στην Ελλάδα και συγκεντρώνει βοήθεια.Το 1950 αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα για την αναβίωση των Δελφικών Γιορτών,αλλά δεν της εκδίδουν διαβατήριο.Ερχεται τελικά το 1952, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Σικελιανού. Στη διάρκεια παράστασης του «Προμηθέα Δεσμώτη» στους Δελφούς (έργου που παραστάθηκε στις πρώτες Δελφικές Γιορτές) παθαίνει καρδιακή προσβολή και πεθαίνει μία εβδομάδα αργότερα,στις 4 Ιουνίου.Τάφηκε, σύμφωνα με επιθυμία της,δίπλα στον Σικελιανό,στους Δελφούς.


 
eirinika.gr & sarantakos.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου