Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

Μπαρμπα-Γιάννης Ταμτάκος τρυφερές αναμνήσεις και δύσκολα ερωτήματα

Ο μπαρμπα-Γιάννης Ταμτάκος, γεννήθηκε το 1908 στις Φώκιες της Μικράς Ασίας και το 1914 βρέθηκε πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη, πέθανε στη Θεσσαλονίκη στις 4 Γενάρη του2008 και τάφηκε στο νεκροταφείο της Μαλακοπής, τυλιγμένος με την κοκκινόμαυρη σημαία.
Ο μπαρμπα-Γιάννης Ταμτάκος,
με μυαλό ξυράφι, χρυσή καρδιά, και ασυμβίβαστη στάση απέναντι σε κάθε εξουσία δεν ήταν ούτε στρατευμένος, ούτε δογματικός, ούτε παράγοντας, ούτε στέλεχος. Ήταν ένας από τους πολλούς. Όπως και πολλοί άλλοι αφανείς αγωνιστές, δεν ακολουθούσε ηγέτες και δεν αναμασούσε καθησυχαστικές κοινοτοπίες. Ήταν ένας πολιτικοποιημένος εργάτης με δεσμεύσεις και φιλίες (μέχρι το τέλος τιμούσε τον μέντορά του Στίνα και θαύμαζε τον νεώτερό του –και κάποτε «μαθητή» του– διανοούμενο Καστοριάδη), με ηθικές αρχές που δεν θα παρέβαινε ποτέ.
Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του συνδέθηκε με το αντιεξουσιαστικό κίνημα. Διαφυλάχθηκαν ορισμένες προφορικές του μαρτυρίες σε βίντεο, καταγράφηκαν σε έναν τόμο οι αναμνήσεις και οι πολιτικές αντιλήψεις του, πολλά σημειώματα στον αντιεξουσιαστικό Τύπο τον αποχαιρέτησαν με συγκίνηση όταν έφυγε το 2008 και συνεχίζουν να τιμούν τη μνήμη του. Άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους οι πολιτικές συμβουλές, η ζεστασιά και οι παραινέσεις, το παράδειγμα της ζωής του σε όσες και όσους τον γνωρίσαμε λίγο.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 ο μπαρμπα-Γιάννης συμμετείχε στα πρώτα βήματα της συγκρότησης του κινήματος. Ήταν μια ξεχωριστή μορφή στις αναρχικές πορείες της πρωτομαγιάς στη Θεσσαλονίκη, όπου φώναζε «μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι, αλλάξατε επάγγελμα γιατί αυτό λερώνει».

Τη δεκαετία του 1990, όταν το κίνημα άρχισε να εξαπλώνεται, οι δυνάμεις του μπαρμπα-Γιάννη είχαν αρχίσει να τον εγκαταλείπουν. Δεν κατέβαινε πια σε πορείες, συμμετείχε σε λίγες εκδηλώσεις, παρακολουθούσε με ενθουσιασμό θερινό κινηματογράφο στην αυλή της κατάληψης Βίλλα Βαρβάρα. Ίσως γι’ αυτό να έβγαλε τόσο πύρινο λόγο στην πλατεία μπροστά από το μισοκατεστραμμένο από τους μπάτσους κτήριο, τη βραδιά που για λίγες ώρες είχαμε επανακαταλάβει τον χώρο!

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 ο μπαρμπα-Γιάννης ήταν επίσης μανιώδης αναγνώστης της αναρχικής εφημερίδας «Άλφα» και στενοχωρήθηκε όταν η εφημερίδα έκλεισε, τότε μπήκε στο μυαλό του να ενισχύσει με όποιο τρόπο μπορούσε την έκδοση αναρχικής εφημερίδας, επιθυμία που σήμερα γίνεται πραγματικότητα. Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων που συνδιοργάνωσε η «Άλφα» για τα 60 χρόνια από την Ισπανική Επανάσταση, ο μπαρμπα-Γιάννης είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με τον Abel Paz. Ο Ντιέγο ήταν μεγάλο πειραχτήρι και όταν ο μπαρμπα-Γιάννης, με την γνωστή του σεμνότητα, τού είπε στα χρόνια της Ισπανικής Επανάστασης ο ίδιος αγωνιζόταν μέσα από την κομμουνιστική αντιπολίτευση, ο Ντιέγο άρχισε να τον πικάρει λέγοντάς του «Τι, έγινες αναρχικός στα γεράματα; Εγώ γεννήθηκα αναρχικός, η οικογένειά μου ήταν γεμάτη αναρχικούς», ο μπαρμπα-Γιάννης του απάντησε «ε, αφού ο κύριος Παζ ξέρει το κόλπο, ας μας το πει, να βγάζουμε αναρχικούς του σωλήνα!» κι ύστερα οι δυο τους σκάσανε στα γέλια. Λίγα χρόνια νωρίτερα, ο μπαρμπα-Γιάννης είχε την ευκαιρία να γνωριστεί και με τον Albert Meltzer, ένα άνθρωπο με τον οποίο βρήκαν πολλά κοινά, την προλεταριακή καταγωγή και το μαχητικό φρόνημα, όμως ο μπαρμπα-Γιάννης δεν παρέλειπε να αντιτείνει τον δικό του σεμνό τρόπο ζωής απέναντι στην «διονυσιακή» και πληθωρική –ειδικά απέναντι στο φαγητό και το ποτό– στάση του Μέλτσερ. Στην αυτοβιογραφία του «I couldn’t paint golden angels» ο Μέλτσερ αναφέρεται με μεγάλη αγάπη στη συνάντησή του με τον μπαρμπα-Γιάννη.

Η τελευταία του δημόσια ομιλία έγινε τον Μάιο του 2006 σε κατάληψη της Θεσσαλονίκης και είχε θέμα τα 70 χρόνια από την εξέγερση των καπνεργατών.

Διάβαζε συνεχώς ο μπαρμπα-Γιάννης. Στο μικρό διαμέρισμά του στην Τούμπα είχε μετατρέψει μια παλιά χαλασμένη τηλεόραση που είχε φέρει από την Αυστραλία, ένα μεγάλο κούφιο έπιπλο, σε βιβλιοθήκη. Το τραπεζάκι του ήταν πάντα γεμάτο εφημερίδες και βιβλία που έφερναν νεώτεροι σύντροφοι και συντρόφισσες που τον επισκέπτονταν τακτικά για να συζητήσουν μαζί του και να χαμογελάσουν ξανακούγοντας για πολλοστή φορά την ίδια ιστορία διανθισμένη με κάποια νέα λεπτομέρεια.

Σε μια γωνιά είχε ένα πορτρέτο του Στίνα, το είχε ζωγραφίσει μια κοινή τους συντρόφισσα που παρέμενε Τροτσκίστρια και ο μπαρμπα-Γιάννης είχε βάψει τη γραβάτα του Στίνα μαυροκόκκινη με μαρκαδόρο – δεν ήθελε να τον βλέπει με κόκκινη γραβάτα.
Όταν άρχισε σταδιακά να τον εγκαταλείπει η όρασή του, χρησιμοποιούσε όλο και πιο δυνατά γυαλιά για να μπορεί να διαβάζει, μέχρι που ούτε ένας τεράστιος μεγεθυντικός φακός που κρατούσε δεν ήταν ικανός να του προσφέρει τη δυνατότητα της ανάγνωσης.
Στα τελευταία χρόνια, ζητούσε από την ανιψιά του, τη Δώρα να τού διαβάζει τα αγαπημένα του βιβλία. Εκείνη δεν αρνιόταν ποτέ και ο μπαρμπα-Γιάννης θεωρούσε ότι αυτό θα ήταν καλό και τους δύο, μιας και η ανιψιά του, οπαδός του ΚΚΕ, θα είχε κι αυτή όφελος από την επαφή της με την αντιεξουσιαστική γραμματεία! Εδώ ας προτείνουμε μία τιμητική συνδρομή της Δώρας στην αναρχική εφημερίδα Άπατρις.



ντεφαιτισμός: μία συζήτηση που εκκρεμεί

Με τη δράση του μπαρμπα-Γιάννη ως το 1936, αλλά εν πολλοίς και ως το 1942 μπορούν να ταυτιστούν πολλοί. Είναι γραμματέας στο σωματείο των υποδηματεργατών (1926-1929), κατόπιν αναπτύσσει δράση μέσα από το σωματείο των ανέργων, το 1931 δέχεται πυροβολισμό από αστυνομικό σε διαδήλωση που του κόβει τη γλώσσα (δυστυχώς για τους μπάτσους, τους πατριώτες, το σύστημα ολόκληρο, η φωνή του αντί να χαθεί δυναμώνει από τότε), μετά την εργατική εξέγερση του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη συλλαμβάνεται ως υποκινητής της, φυλακίζεται και εξορίζεται με το ιδιώνυμο το 1937. Το 1942 δραπετεύει, γλυτώνοντας τελευταία στιγμή την εκτέλεση από τους ναζί.

Από κει και πέρα αλλάζουν τα πράγματα. Μικραίνει ο κύκλος όσων θα χειροκροτήσουν τη συμμετοχή του στο ΚΔΚΕ (Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδος) με τις μερικές δεκάδες μέλη, ακόμη λιγότεροι είναι όσοι θα ικανοποιηθούν με τη μετονομασία του ΚΔΚΕ σε Διεθνιστικό Επαναστατικό Κόμμα Ελλάδος, μετονομασία που είχε τον συγκεκριμένο στόχο να αποστασιοποιηθεί η ομάδα από την πολιτική ταύτιση του κομμουνισμού με τον σωβινισμό – να αποστασιοποιηθεί δηλαδή από το ΚΚΕ και την προδοτική του υποταγή στον πατριωτισμό και τις επιταγές της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά αν σε αυτό το σημείο –στον ανυποχώρητο διεθνισμό, κάποιοι θα παραδέχονταν ότι δικαιώνεται ιστορικά, η άρνησή του να συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση εξοβελίζει τον μπαρμπα-Γιάννη Ταμτάκο μια και καλή από κάθε ηρωικό αφήγημα, χωρίς το οποίο «ο λαός» (ό,τι και να σημαίνει αυτό κατά καιρούς) δεν μπορεί να νιώσει την έπαρση των μεγάλων του θυσιών.

Από το 1942 και μετά ο μπαρμπα-Γιάννης εμφανίζεται λιγότερο κατάλληλος για οποιαδήποτε παλλαϊκή αξιοποίηση. Η κυρίαρχη αριστερά, παραδοσιακή ή εκσυγχρονισμένη, έχει αρνηθεί να αναδείξει τη σημασία της απαλλοτρίωσης αναγκαίων ειδών από τα μαγαζιά και το μοίρασμά τους στον κόσμο, έχει αρνηθεί να εξετάσει, έστω κριτικά, την προσπάθεια της ταξικής αφύπνισης και συναδέλφωσης όλων των στρατιωτών για να αποτινάξουν τα αφεντικά τους – δηλαδή τα στοιχεία στα οποία έδινε βάρος ο ντεφαιτισμός του μπαρμπα-Γιάννη και των συντρόφων του. Το πολύ-πολύ που επιτρέπει στον εαυτό της η κυρίαρχη αριστερά είναι να δείχνει κατανόηση για τους λόγους της απέχθειας του μπαρμπα-Γιάννη και τόσων άλλων, αρκετοί από τους οποίους αργότερα δολοφονήθηκαν από την Ο.Π.Λ.Α, προς τον σταλινισμό και τους αδιάκοπους τακτικισμούς του Κ.Κ.Ε. σε όλη τη δεκαετία του 1930, μέχρι την κήρυξη της «Εθνικής Αντίστασης» (και στη συνέχεια, προφανώς). Η κυρίαρχη αφήγηση έχει απωθήσει την ιστορική πραγματικότητα της από τα κάτω αντίστασης και των πρωτοβουλιών αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, ερμηνεύοντάς τα εκ των υστέρων ως αποτέλεσμα μιας ενιαίας ηγεμονικής καθοδήγησης. Αντίθετα, επιμένει να θεωρεί περίπου ως προδοτική στάση στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο τη μη συμμετοχή στο ΕΑΜ, θεωρώντας την μονόδρομο των επαναστατικών επιλογών. Η συζήτηση αυτή μένει να ανοίξει.

Πράγματι το ζήτημα της άρνησης να πολεμήσει κανείς –είτε στο χακί είτε στο «επίσημο αντάρτικο»– εν καιρώ γενικευμένου πολέμου δεν είναι εύκολο να το απαντήσει όποιος δεν υφίσταται την πίεση μιας άμεσης απάντησης, όποιος δηλαδή δεν έχει το μαχαίρι στο λαιμό και την κάνη στον κρόταφο. Σίγουρα έχουν δοθεί διαφορετικές απαντήσεις, τις οποίες οφείλουμε να σεβαστούμε (δεν ισχύει προφανώς το ίδιο για τις κάθε λογής ηγεσίες). Σε μια περίοδο όπου ο κλυδωνισμός του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού γεννάει πολέμους σε κάθε γωνιά, ο διεθνιστικός αντιμιλιταρισμός και ο αντιφασισμός που ξέρει να αναγνωρίζει τη μήτρα του φασισμού συνδέονται σε μια συζήτηση η οποία δεν εκκρεμεί απλώς, αλλά επιβάλλεται να ανοίξει.

Την εποχή που ο μπαρμπα-Γιάννης προσέγγισε τον αντιεξουσιαστικό χώρο η Σοβιετική Ένωση ήταν μια ζοφερή πραγματικότητα και ταυτόχρονα η αναγνώριση της «Εθνικής Αντίστασης» από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ συνέτεινε στην ταχεία είσοδο του πληθυσμού στον κόσμο της εμπορευματικής-θεαματικής κυριαρχίας. Έτσι, η πλήρης αποδοχή του μπαρμπα-Γιάννη από τον «χώρο» ήταν τότε περίπου αυτονόητη. Σήμερα, δυόμιση δεκαετίες μετά το τέλος του διπολισμού και με τον πολλαπλασιασμό των παραμορφωτικών κατόπτρων που προκαλούν οι αναδιατάξεις του παγκόσμιου συστήματος κυριαρχίας, φτάσαμε στο σημείο να εμφανίζονται αντιφασιστικά μέτωπα που συμπεριλαμβάνουν την εξωτερική πολιτική του Πούτιν ή να αναζητούνται αντικαπιταλιστικές συμμαχίες στην Χεσμπολά. Η διαύγεια και το ήθος του μπαρμπα-Γιάννη, αλλά και οι πολιτικές του αναφορές, που πάντρευαν τον Ότο Ρίλε και τη Λούξεμπουργκ με τον κλασικό αναρχοσυνδικαλισμό και αναρχοκομμουνισμό καθώς και με τα σύγχρονα κοινωνικά δίκτυα αυτοοργάνωσης, θα συνεχίσουν να αποτελούν πολύτιμους συντρόφους στον δρόμο μας.

ΝΝ-ΛΓ

Αντί επιλόγου
Ο μπαρμπα-Γιάννης Ταμτάκος, όταν κατάλαβε ότι πλησιάζει η ώρα να βρει τους παλιούς του συντρόφους και να φτιάξουν πυρήνα για ανατροπή θεών και διαβόλων, κάλεσε μια ομάδα συντρόφων και τους παρακάλεσε να δώσουν ένα χρηματικό ποσό στο κίνημα, όπου εκείνοι θα έκριναν. Οι σύντροφοι αποφάσισαν ένα σημαντικό μέρος αυτού του ποσού να δοθεί στην Άπατρις, μιας και πάγια επιθυμία του ήταν η δημιουργία μιας πανελλαδικής αναρχικής εφημερίδας που θα εκφράζει διαφορετικές τάσεις. Σε εμάς, όλες τις Συντακτικές Ομάδες της εφημερίδας Άπατρις, που δεν μας αρέσουν οι επικήδειοι και οι κενοί λόγοι, μπορούμε μόνο να δώσουμε μια υπόσχεση. Θα συνεχίσουμε μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή κράτους και κεφαλαίου. Μέχρι η ζωή να νικήσει τον θάνατο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου