Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Ζηλωτές 670 έτη από την εγκαθίδρυση της Κομμούνας της Θεσσαλονίκης

Οι πρώτοι σοσιαλιστές επαναστάτες  Αλέκος Ν. Αγγελίδης   Σύνοδος των Εκκλησιών στη γαλλική πόλη Λυών το 1274, αντί να φέρει θρησκευτική συνένωση Ανατολής και Δύσης επέφερε την ουσιαστική διαίρεση στις τάξεις του κλήρου και του λαού του Βυζαντίου.  Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος και οι περί αυτόν πίστευαν στην ένωση, την υποστήριζαν και εργάστηκαν για την υλοποίησή της. Αντίθετα, το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου τάχτηκε εναντίον της και, υποκινώντας κατάλληλα και το λαό, την καταπολέμησε με πείσμα.
Αποτέλεσμα αυτής της διαμάχης ήταν η δημιουργία δυο αντιθέτων κινήσεων στην Κωνσταντινούπολη και σ’ όλη την επικράτεια του Βυζαντίου. Οι πάντες διαχωρίστηκαν σε ενωτικούς και ανθενωτικούς ή σε Πολιτικούς και Ζηλωτές και οι οπαδοί της κάθε κίνησης συσπειρώθηκαν με συνοχή γύρω απ’ τους ηγέτες τους. Οι ανθενωτικοί δεν ήθελαν καμιά επαφή ή άλλη σχέση με τη Δύση. Επέμεναν στις διαχωριστικές τους απόψεις και σαν πιστοί και προσηλωμένοι στις παραδόσεις της ορθοδοξίας ονομάστηκαν Ζηλωτές. Τέτοια θρησκευτική μερίδα με το ίδιο όνομα πρωτοσυναντούμε στην Ιουδαία την εποχή της Ρωμαιοκρατίας. Οι Εβραίοι Ζηλωτές, που ήταν μια αδιάλλακτη μερίδα των Φαρισαίων, προσπαθούσαν την εποχή εκείνη να διατηρήσουν τη θρησκευτική τους οντότητα, να παραμείνουν πιστοί στους ιουδαϊκούς νόμους και στις εντολές του Μωυσή και να κρατήσουν τον ιουδαϊκό λαό αλώβητο απ’ τις θρησκευτικές συνήθειες και αντιλήψεις των Ρωμαίων. Παράλληλα προσπαθούσαν να διατηρήσουν τους υπόδουλους Ιουδαίους ενωμένους και με ζωντανή την ελπίδα μέσα τους, ότι κάποια μέρα θα κατορθώσουν με την επιμονή τους να διώξουν τους αλλόθρησκους καταχτητές απ’ τη χώρα του Αβραάμ.

Αγωνίστηκαν με πείσμα κατά των Ρωμαίων κι αποκορύφωμα των αγώνων τους αυτών είναι το ολοκαύτωμα της Μασάντα.

Οι Ζηλωτές του Βυζαντίου, εκτός απ’ τις ανθενωτικές τους πεποιθήσεις, διακήρυτταν και την ανεξαρτησία της Εκκλησίας απ’ το Κράτος και αρνούνταν την επέμβαση της πολιτικής εξουσίας στα διάφορα εκκλησιαστικά ζητήματα. Αντίθετα, ήθελαν να επιβάλουν στον αυτοκράτορα μια αυστηρή εκκλησιαστική πειθαρχία, πράγμα το οποίο τους έφερνε πολλές φορές κατευθείαν αντιμέτωπους μαζί του. Στις προστριβές αυτές με το κράτος, οι Ζηλωτές είχαν με το μέρος τους τους πολυάριθμους μοναχούς που υπήρχαν υπεραύθονοι στο Βυζάντιο τότε και τον αμαθή και βαθιά θρησκευόμενο λαό. Η λαϊκή αυτή συμμετοχή δίνει στις διαμάχες τους ευρύτερη σημασία και καθιστά τις κινήσεις τους όχι μόνο θρησκευτικές αλλά και πολιτικοκοινωνικές.

Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι οι Ζηλωτές είχαν εξελιχτεί σε ένα θρησκευτικοπολιτικό κόμμα που επιδίωκε, όχι μόνο την επικράτησή του στον πατριαρχικό θρόνο και στην εκκλησία, αλλά προσπαθούσε να επιβάλει με τη δύναμή του τις απόψεις του και σ’ όλες τις άλλες εκδηλώσεις της ζωής.

Οι Ζηλωτές του Βυζαντίου απέβλεπαν περισσότερο στην αυστηρή εκκλησιαστική πειθαρχία και στο μοναχισμό του κλήρου παρά στη μόρφωσή του. Γι’ αυτό και οι πατριάρχες που αναδείχτηκαν απ’ αυτούς τον καιρό της επικράτησής τους προέρχονταν από μοναχούς και δεν διακρίνονταν καθόλου για την πολυμάθειά τους. Μάλιστα, ο Νικηφόρος Γρηγοράς στο βιβλίο του ‘’Ιστορία’’, το οποίο έγραψε στη μονή της Χώρας, όπου αναγκάστηκε να αποσυρθεί, ύστερα από καταδίκη της Συνόδου της Αγίας Σοφίας το 1351, αναφέρει ότι υπήρξε εκείνη την περίοδο πατριάρχης που δεν μπορούσε ακόμα και να διαβάσει.

Οι ‘’πολιτικοί’’ αντίθετα επέλεγαν τους πατριάρχες και τους ιεράρχες τους, όχι απ’ το ‘’μοναχικό’’ αλλά απ’ τον ‘’κοσμικό’’ κλήρο κι ανέβαζαν στον Οικουμενικό θρόνο ανθρώπους σχετικά πιο καλλιεργημένους και πιο φιλομαθείς.

Τα 50 πρώτα χρόνια του 14ου αιώνα, οι Ζηλωτές απέκτησαν σιγά-σιγά τον έλεγχο του κλήρου. Η κίνηση αυτή οδήγησε στο θρίαμβο των μοναχών και την περίοδο αυτή εξελέγη ο τελευταίος Πατριάρχης που προέρχονταν απ’ τους αξιωματούχους του κράτους κι απ’ τον ‘’κοσμικό κλήρο’’. Από δω και στο εξής ο πατριαρχικός θρόνος γίνεται κτήμα των μοναχών και ιδιοκτησία των εκπροσώπων του Αγίου Όρους.

Στους Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης, όπως θα δούμε, η πολιτική πλευρά των επιδιώξεων και των ενεργειών τους υπερέχει εμφανέστατα της θρησκευτικής και οι αγώνες τους έχουν εντονότερο μέσα τους το κοινωνικό-μεταρρυθμιστικό στοιχείο παρά το θρησκευτικό εγωισμό και την καλογερίστικη ισχυρογνωμοσύνη.

Η Βυζαντινή αυτοκρατορία, για την καλύτερη διοίκησή της, ήταν διαιρεμένη σε ‘’θέματα’’, τα οποία διοικούσαν οι ‘’Στρατηγοί’’, διορισμένοι απ’ την Κωνσταντινούπολη. Την εποιχή των Κομνηνών (12ος αιώνας) ο παλιός τίτλος του στρατηγού, του διοικητή του θέματος, εξαφανίστηκε κι αντικαταστάθηκε απ’ τον τίτλο του Δούκα, ο οποίος δεν έπαψε και πάλι να διορίζεται απ’ τη Βασιλεύουσα. Όταν, όμως, το θέμα αποκόβονταν απ’ το Κέντρο, λόγω εισβολής διαφόρων εχθρών, όπως Τούρκοι, Σέρβοι, Σλάβοι κλπ. κι απομονώνονταν τελείως απ’ την κεντρική εξουσία της Κωνσταντινούπολης, μεταβάλλονταν σε ένα είδος ξεχωριστού κράτους, με δική του πρωτοβουλία κι αυτόνομη στην ουσία εξουσία, το οποίο ονομάζονταν Δεσποτάτο.

Ένα τέτοιο Δεσποτάτο έγινε και η Θεσσαλονίκη. Άλλα ονομαστά Δεσποτάτα ήταν η Θεσσαλία και ο Μοριάς.

Οι αρχηγοί των Δεσποτάτων ήταν συνήθως μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης και ονομάζονταν Δεσπόται. Η ζωή και η ιδιομορφία των Δεσποτάτων πέρασε πολλές διακυμάνσεις και παρουσίασε ξεχωριστά ενδιαφέροντα σε διαφορετικές εποχές.

Την εποχή των Παλαιολόγων χαρακτηριστικό στοιχείο ήταν οι μεγάλες ιδιοκησίες. Οι ακτήμονες γεωργοί και οι καταστραμμένοι απ’ τις συνεχείς επιδρομές των αλλοφύλων κι απ’ τις ασταμάτητες έριδες των ομόφυλων διεκδικητών του θρόνου χωρικοί, βρίσκονταν σε μεγάλη αθλιότητα και κάτω απ’ την αυστηρή εξουσία των μεγάλων γαιοκτημόνων κυρίων τους. Σα συνέχεια της κατάστασης αυτής ήταν ο έντονος διαχωρισμός του πληθυσμού σε κοινωνικές τάξεις και η εμφανής ένταση των σχέσεων ανάμεσά τους. Συνέπεια της έντασης αυτής ήταν η παρακμή της γεωργίας, η οποία αποτελούσε και την ουσιαστικότερη βάση της οικονομίας της αυτοκρατορίας και των δεσποτάτων.
Βέβαια, στην παρακμή αυτή συνέβαλε τα μέγιστα και η απώλεια, λόγω κατακτήσεων απ’ τους γύρω εχθρούς, μεγάλων και εύφορων περιοχών, καθώς επίσης και οι συνεχείς λεηλασίες και οι μεγάλες καταστροφές άλλων μεγάλων τμημάτων από συνεχείς και ασταμάτητες επιδρομές. Ακόμα, από καταστροφικές στάσεις διαφόρων αρχόντων και στρατηγών και από ποικίλους και φθοροποιούς εμφυλίους πολέμους. Μάλιστα, όσον αφορά την Πελοπόννησο, ο Ιω. Κατακουζηνός γράφει, ότι η άθλια εσωτερική κατάσταση δεν είναι τόσο αποτέλεσμα των τουρκικών και λατινικών εισβολών αλλά απόρροια των ασταμάτητων εσωτερικών ερίδων και προστριβών που ‘’έκαμαν την Πελοπόννησο πιο έρημη κι απ’ την Σκυθία.’’

Η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη και στη Θεσσαλονίκη. Κάτω απ’ την αβάσταχτη πίεση των παντοδύναμων γαιοκτημόνων, τα χωριά της περιοχής υπέφεραν πάρα πολύ και η γεωργία παρέλυε και καταστρέφονταν. Η χώρα ερημώνονταν. Σκληρή εικόνα της επικρατούσας τότε κατάστασης μας δίνουν όλοι σχεδόν οι συγγραφείς της εποχής και οι κατοπινοί ιστορικοί.

Ο ιστορικός Yakovenko είναι λίγο πιο ήπιος στο σημείο αυτό και προσπαθεί να απαλύνει κάπως τη σκληρή πραγματικότητα, λέγοντάς μας πως η κατάσταση των χωριών της περιοχής Θεσσαλονίκης κατά τον 14ο αιώνα δεν ήταν και τόσο πολύ άσχημη. Αλλά κι αν ακόμα έτσι είχαν τα πράγματα για κάποια διαμερίσματα της περιοχής και σε κάποια χρονική περίοδο, αυτό δεν μπορεί να γενικευτεί και να μετριάσει την αθλιότητα που επικρατούσε στο χώρο αυτό και τη φτώχεια που αντιμετώπιζαν οι γεωργοί.
Η χλιδή των πλουσίων και η αθλιότητα των φτωχών ήταν χαρακτηριστικές και τα εμφανή αυτά γνωρίσματα της παρακμής διαχώριζαν εμφανέστατα τους κατοίκους σε τάξεις κι έδιναν έντονο το χαρακτήρα του ταξικού αγώνα στις κάθε είδους διαφορές και διαμάχες τους. Και ο ταξικός αυτός αγώνας και το μίσος των κατώτερων τάξεων κατά των πλουσίων δεν ήταν αισθητός μόνο στις επαρχίες και στα χωριά αλλά και μέσα στις μεγάλες πόλεις και σ’ αυτήν την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Αποτέλεσμα του μίσους αυτού ήταν και η λεηλασία απ’ το πλήθος του μεγαλοπρεπούς ανακτόρου του Θεοδώρου του Μετοχίτη στην Κωνσταντινούπολη στη διάρκεια της επανάστασης του 1328, οπότε το θρόνο κατέλαβε ο Ανδρόνικος ο Γ’.

Με σπουδαιότερη βάση τις κοινωνικές αυτές διαφορές οι διενέξεις ευγενών και λαού παίρνουν, με το πέρασμα του χρόνου, πιο συγκεκριμένη μορφή και σύντομα εξελίσσονται σ’ έναν ταξικό πια ανταγωνισμό μεταξύ πλουσίων και φτωχών κι απολήγουν σε σκληρές και φονικές συμπλοκές και επαναστάσεις.

Μια τέτοια ενδιαφέρουσα από κοινωνικής πλευράς επανάσταση ξεσπάει κατά τα μέσα του 14ου αιώνα και συγκεκριμένα το 1341 στην Ανδριανούπολη. Ο λαός στρέφεται εναντίον των πλουσίων και των αριστοκρατών, όταν αυτοί στέφουν στο Διδυμότειχο αυτοκράτορα τον Ιωάννη Κατακουζηνό. Το ίδιο κάνουν και οι Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης τον επόμενο χρόνο 1342. Εξεγείρονται κατά των πλουσίων και των ευγενών της πόλης και της περιοχής.

Οι Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης στην ακμή τους είχαν εξελιχτεί σε μια αστική οργάνωση φιλελεύθερων αρχών με πρόγραμμα την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών κι ιδιαίτερα της λαϊκής τάξης και τη συμμετοχή τους στη διοίκηση των κοινών, αντί της διαχείρισης αυτών μόνο απ’ τους ευγενείς. Η οργάνωση αυτή εξελίχτηκε σιγά-σιγά κι ύστερα από προαγωγή του πνεύματος, που ήταν αποτέλεσμα κάποιας ευρύτερης μελέτης των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων στη Θεσσαλονίκη, έγινε ισχυρό κόμμα που πήρε την κατάσταση στα χέρια του και ρύθμιζε τις τύχες της πόλης.

Τον καιρό της ακμής της η πόλη είχε ιδιαίτερη βουλή (σύγκλητο) και ο λαός μεγάλες ελευθερίες. Συνέρχονταν σε λαϊκές συνελεύσεις κι εξέλεγε τους άρχοντές του, τους δικαστές και τους υπαλλήλους του. Οι πολίτες την εποχή αυτή είναι οργανωμένοι σε στρατιωτικά σώματα με εκλεγμένους αξιωματικούς, που ονομάζονται ‘’στρατηγοί του δήμου’’. Η πόλη έχει δικαίωμα να στέλνει δικούς της πρεσβευτές στα άλλα κράτη και να ρυθμίζει η ίδια τα εμπορικά και τα άλλα πράγματά της. Οι πλατείες της Θεσσαλονίκης παίρνουν την όψη των δήμων της αρχαίας Ελλάδας. Διάφορες φιλοσοφικές ιδέες αναπτύσσονται και νέες εκκλησιαστικές διδασκαλίες ακούγονται στην πόλη. Ησυχαστές και Βαρλααμίτες, Μοναχικοί και Κοσμικοί διακηρύσσουν τις ιδέες τους και ερίζουν αδιάκοπα μεταξύ τους. Συχνά, με το πάθος και την αδιαλλαξία τους, εξάπτουν τα πνεύματα και οδηγούν στο ξέσπασμα ταραχών και εμφυλίων συγκρούσεων.
Οι Ζηλωτές διακρίνονται σαν αρχηγοί του λαού και στις ομιλίες τους ακούγονται λόγοι ανεξαρτησίας, ελευθερίας και ισότητας. Οι διακηρύξεις και οι κινήσεις τους έχουν δημοκρατικό υπόβαθρο και σοσιαλιστικό χαρακτήρα.

Δυστυχώς, όμως, διάφορες στάσεις, επαναστάσεις και εισβολές επιδρομέων επέφεραν μεγάλες δηώσεις και καταστροφές, με αποτέλεσμα να ερημωθεί ο τόπος και να δημιουργηθούν πάρα πολλοί πρόσφυγες, που εγκατέλειπαν την ύπαιθρο και τις καταστραμμένες αγροτικές περιοχές και εισέρρεαν στην πόλη. Έτσι, ο ομαλός ρυθμός της πορείας των Ζηλωτών διαταράχτηκε.

Τον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης εκείνης της εποχής θα μπορούσαμε να τον διαιρέσουμε σε τρεις τάξεις.

1) Στους ευγενείς και στους πλούσιους,
2) στους αστούς ή τους μέσους και
3) στο λαό.

Στους πρώτους ανήκαν οι άρχοντες, οι μεγαλοκτηματίες και οι μεγαλοεισοδηματίες. Στη δεύτερη τάξη ανήκαν οι έμποροι, οι μικροβιομήχανοι, οι πλούσιοι σχετικά τεχνίτες, οι μικροί γαιοκτήμονες και οι επιστήμονες. Ενώ στο λαό οι μικρογεωργοί, οι μικροτεχνίτες, οι εργάτες και οι ναυτικοί.

Σύμφωνα με τα επικρατούντα τότε κοινωνικοοικονομικά συστήματα, η τάξη των ευγενών και των πλουσίων γίνονταν κάθε μέρα όλο και πιο δυνατή, ενώ η τάξη των φτωχών γίνονταν όλο και φτωχότερη. Το χάσμα των τάξεων, λοιπόν, μέρα με τη μέρα ευρύνονταν περισσότερο και η θέση του λαού και των αγροτών ειδικότερα επιδεινόνονταν συνεχώς και πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο.

Η Θεσσαλονίκη, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και του εμπορικού της λιμανιού, ήταν προνομοιούχο οικονομικό κέντρο με υπολογίσιμους και ζηλευτούς πόρους.

Όλα, όμως, τα ωφέλη απ’ τα προνόμια αυτά της πόλης είχαν περιέλθει στα χέρια των πλουσίων και κρατούνταν αυστηρά και προκλητικά απ’ αυτούς. Έτσι, όσο μέρα με τη μέρα οι πλούσιοι πλούτιζαν περισσότερο, τόσο μεγάλωνε και η δυσαρέσκεια του λαού, πράγμα το οποίο όξυνε διαρκώς την κατάσταση.

Σε μια τέτοια επικίνδυνη καμπή ανακηρύχτηκε το 1341, με την υποστήριξη των ευγενών και των πλουσίων, αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο ο Ιω. Κατακουζηνός.

Ο Ιωάν. Κατακουζηνός, φίλος και στενός συνεργάτης του Ανδρόνικου του Γ’, βρέθηκε, μετά το θάνατο του αυτοκράτοτα, εκτεθημένος στο φθόνο και στο μίσος όλων εκείνων των αυλικών και των αρχόντων, που επί τόσα χρόνια νόμιζαν ότι είχαν παραμεριστεί απ’ αυτόν στους τίτλους και στα αξιώματα της αυλής. Με πρωτοστάτες τον Αλέξιο Απόκαυκο και τον πατριάρχη Ιωάννη τον 14ο εξύφαναν μύριες εναντίον του συκοφαντίες, κατηγορώντας τον, ότι επιδιώκει να καταλάβει ο ίδιος το θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Ενώ, από πολλές πηγές επιβεβαιώνεται, ότι ο Κατακουζηνός κατέβαλε κάθε προσπάθεια, για να επικρατήσει ανάμεσα στους μνηστήρες του θρόνου και να ανέλθει σ’ αυτόν ο νόμιμος διάδοχος Ιωάννης Ε’, ο Παλαιολόγος.

Στην αρχή οι συκοφάντες απέτυχαν στις σκευωρίες τους και ο Κατακουζηνός διορίστηκε επίτροπος του ανήλικου Ιωάννη του Ε’, μαζί με τον πατριάρχη Ιωάννη και τη βασιλομήτορα Άννα. Αργότερα, όμως, οι εχθροί του, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του στο Διδυμότειχο, έπεισαν τη χήρα βασίλισσα Άννα, να καθαιρέσει τον Κατακουζηνό και, υποκινώντας κατάλληλα τον όχλο, τον εξήγειραν εναντίον των συγγενών και των φίλων του στην Κωνσταντινούπολη. Ο λαός εισόρμησε στο ανάκτορό του και το λαφυραγώγησε συστηματικά, λεηλατώντας ταυτόχρονα και τα αρχοντικά των συγγενών του.

Ύστερ’ απ’ αυτά ο Κατακουζηνός στασίασε στο Διδυμότειχο κατά της Άννας κι αποπειράθηκε να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Δεν το κατόρθωσε, όμως, γιατί πρόλαβε και μπήκε στην πόλη ο απεσταλμένος του Απόκαυκου στρατηγός Μονομάχος με αρκετές δυνάμεις. Μαζί με το στρατηγό συντάχτηκε και το κόμμα των Ζηλωτών.

Ο Κατακουζηνός προσέφυγε στον Κράλη της Σερβίας Στέφανο Δουσάν με τον οποίο και συμμάχησε.

Η Άννα, για να πάρει τους Σέρβους με το μέρος της και να πετύχει την παράδοση του Κατακουζηνού, προτείνει εγγράφως στο Δουσάν την παραχώρηση σ’ αυτόν ολόκληρης της Μακεδονίας. Ο Δουσάν, όμως, ενισχύει τον Κατακουζηνό, ο οποίος και, με τη βοήθεια του Οθωμανού εμίρη του Αϊδινίου Ομούρ, εισβάλει στη Μακεδονία.

Η Άννα συμμαχεί με τους Βουλγάρους και επιτυγχάνει σιγά-σιγά και τη συμμαχία του Δουσάν και ζητάει και τη βοήθεια των Τούρκων.

Στην αρχή προσπαθεί να εξαγοράσει με πολλά χρήματα τον Ομούρ, ζητώντας ταυτόχρονα βοήθεια επί αμοιβή και από άλλους Οθωμανούς εμίρηδες. (Τα χρήματα εξαγοράς και αμοιβής τα δανείστηκε απ’ τη Βενετία, βάζοντας σαν ενέχειρο τους αυτοκρατορικούς και όλους τους θησαυρούς του Βυζαντίου, οι οποίοι ποτέ πια δεν ξαναεπέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη).

Με δανεικά, λοιπόν, χρήματα πληρώνει αδρά τον εμίρη της Φιλαδέλφειας, ο οποίος της στέλνει 6 χιλιάδες Οθωμανούς πολεμιστές. Αυτοί περνούν στη Θράκη και γίνονται η μάστιγα της περιοχής. Ο Κατακουζηνός ζητάει τη βοήθεια του εμίρη της Βιθυνίας Ορχάν (γαμπρού στην κόρη του Θεοδώρα), ο οποίος του στέλνει ισχυρή βοήθεια με αρχηγό το γιο του Σουλεϊμάν. Έτσι, ένας εξοντωτικός πόλεμος συνεχίζεται στη Μακεδονία και στη Θράκη και οι δυο περιοχές, οι μόνες αξιόλογες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, καταστρέφονται.

Με το ξέσπασμα αυτό του εμφύλιου αυτού πολέμου, ανάμεσα Κατακουζηνού και Παλαιολόγου, ο πληθυσμός του Βυζαντίου διαιρέθηκε βαθύτατα. Κι αφού τον Κατακουζηνό τον περιστοίχισαν οι ευγενείς και οι πλούσιοι, ο λαός έτρεξε στο αντίθετο στρατόπεδο και τάχτηκε με το μέρος του Παλαιολόγου. Η διένεξη Κατακουζηνού – Παλαιολόγου δεν αφορούσε πια δυο ισχυρογνώμονες διεκδικητές του αυτοκρατορικού θρόνου. Έπαιρνε αυτόματα ευρύτερες διαστάσεις και άλλο χαρακτήρα. Άσχετα απ’ τις προσωπικές επιδιώξεις των δυο αρχηγών στο βάθος γίνονταν πλέον κάποιος ταξικός αγώνας.

Ο Ρουμάνος ιστορικός Tafrali γράφει: ‘’Δεν επρόκειτο πια για έναν αγώνα μεταξύ των φιλοδοξιών δύο προσώπων που μάχονταν για την κατάκτηση της εξουσίας. Επρόκειτο για έναν αγώνα μεταξύ δύο τάξεων, απ’ τις οποίες η μια ήθελε να κατακτήσει τα προνόμιά της, ενώ η άλλη προσπαθούσε να απαλλαγεί απ’ το ζυγό της πρώτης’’.

Την εποχή που ανακηρύχτηκε βασιλιάς ο Κατακουζηνός και κινήθηκε προς τη Θεσσαλονίκη διοικητής της πόλης ήταν ο Θεόδωρος Συνοδινός, ο οποίος τάχτηκε με το μέρος του Κατακουζηνού κι ήταν έτοιμος να του παραδώσει την πόλη. Αλλά οι Ζηλωτές που πήγαν με το μέρος του Παλαιολόγου αντέδρασαν στις αποφάσεις του και, επωφελούμενοι της καθυστέρησης του Κατακουζηνού στη Βέροια, εξεγέρθηκαν εναντίον του και τον έδιωξαν μαζί με το λιγοστό στρατό του έξω απ’ την πόλη.

Ο Συνοδινός έτρεξε αμέσως και ενώθηκε με τον Κατακουζηνό. Το μέγαρό του, όμως, στη Θεσσαλονίκη και οι περιουσίες όσων τον ακολούθησαν λεηλατήθηκαν απ’ τους Ζηλωτές.
Σύντομα κατέφτασαν, όπως είδαμε παραπάνω, αυτοκρατορικά στρατεύματα, με επικεφαλής τους Ανδρέα και Θωμά Παλαιολόγους και πλοία με τον Απόκαυκο και πήραν την πόλη. Ο Κατακουζηνός που βρίσκονταν στο Λαγκαδά αναγκάστηκε να φύγει προς τη Βέροια, όπου και πολιορκήθηκε απ’ τον Μονομάχο. Τότε ήρθε σε βοήθειά του ο εμίρης του Αϊδινίου Ομάρ κι όχι μόνο απέκρουσε το Μονομάχο αλλά βοήθησε τον Κατακουζηνό να φτάσει και πάλι μπροστά στη Θεσσαλονίκη. Οι Ζηλωτές, όμως, για να προλάβουν κάθε εσωτερικό κίνδυνο, σκότωναν κάθε ύποπτο φιλίας με τον Κατακουζηνό που έβρισκαν στην πόλη. Επιπλέον, οι Τούρκοι υποστηριχτές του Κατακουζηνού, δωροδοκηθέντες αδρά απ’ τη βασίλισσα Άννα με βενετσιάνικα φλουριά, εγκατέλειψαν τον Κατακουζηνό, ο οποίος αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία της πόλης και να φύγει προς τη Θράκη.

Οι Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης, με αρχηγό τους το Μιχαήλ Παλαιολόγο, εξακολουθούν να έχουν δύναμη στην πόλη και σκοτώνουν κάθε αντιφρονούντα που τους αντιστέκεται. Διοικητής της πόλης είναι ο Ιω. Απόκαυος, ο οποίος, φοβούμενος κι ο ίδιος τη δύναμη των Ζηλωτών, σκοτώνει συνωμοτικά τον αρχηγό τους Μιχ. Παλαιολόγο και συλλαμβάνει τους λοιπούς συνεργάτες του, τους οποίους και φυλακίζει ή εξορίζει. Στη συνέχεια προσπαθεί να έρθει σε συνεννόηση με το γιο του Κατακουζηνού Ματθαίο που βρίσκεται στη Βέροια, με σκοπό τον κατευνασμό των πνευμάτων και την αποκατάσταση της ειρήνης. Αυτό δεν αρέσει στους Ζηλωτές κι ιδιαίτερα στον αρχηγό της ένωσης των ναυτικών Ανδρέα Παλαιολόγο. Έτσι, φανατικοί Ζηλωτές, ναυτικοί και λαός, πολιορκούν τον Απόκαυκο στην ακρόπολη και τον αιχμαλωτίζουν με τους οπαδούς του. Τώρα είναι η σειρά τους να εκδικηθούν το θάνατο του Μιχαήλ Παλαιολόγου. Οδηγούν τον Απόκαυκο και τους επιφανέστερους οπαδούς του γυμνούς πάνω στα τείχη κι από κει τους κατακρημνίζουν ζωντανούς στο βάραθρο, μπροστά στο μαινόμενο όχλο των Ζηλωτών, που τους κατακομματιάζει κυρολεκτικά. Στη συνέχεια ξεχύνονται όλοι στην πόλη και με μανία επιδίδονται σε κάθε είδους αρπαγές και λεηλασίες.

Με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου για το θρόνο της Κωνσταντινούπολης, έληξαν και οι διαμάχες στη Θεσσαλονίκη. Διοικητής της πόλης τοποθετήθηκε ο Αλέξιος Μετοχίτης. Την πραγματική, όμως, εξουσία είχε ο αρχηγός των Ζηλωτών Ανδρέας Παλαιολόγος.
Αλλά και μετά τη συμφιλίωση Κατακουζηνού και Παλαιολόγου η κυβέρνηση των Ζηλωτών δεν έπαψε να υφίσταται και να δρα αντιμοναρχικά. Μάλιστα, όπως μας λέει ο Tafrali, ’’σε ορισμένα σημεία ομοίαζε με μια πραγματική δημοκρατία.’’ Η δημοκρατία αυτή καταλύθηκε το 1349, ύστερ’ από κοινή συνεννόηση του Κατακουζηνού και του Παλαιολόγου. Οι κυριότεροι αρχηγοί των Ζηλωτών συνελήφθηκαν. Άλλοι στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κι άλλοι εξορίστηκαν σ’ άλλα μέρη. Έτσι, καταλύθηκε η εξουσία τους και διαλύθηκε η οργάνωση και το κόμμα τους.

Το 1349 γίνεται αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης ο υπερασπιστής των μοναχών και της μοναστικής ζωής και εχθρός της ένωσης των Εκκλησιών Γρηγ. Παλαμάς. Δεν ανήλθε, όμως, στο θρόνο του αμέσως αλλά το 1351, ύστερ’ απ’ τη βοήθεια που του πρόσφερε ο Ιω. Κατακουζηνός. Ιδρυτής της θεολογίας των Ησυχαστών ο Παλαμάς θριάμβευσε κατά των Βαρλααμιτών, που αποκαλούσαν τους Ησυχαστές ‘’ομφαλοψύχους’’ ή ‘’ομφαλοσκόπους’’ και οι απόψεις του επικράτησαν και στις τρεις συνόδους που έγιναν από το 1341 ως το 1351, όπου επιβλήθηκαν οι Ησυχαστές και αναθεματίστηκαν οι αντίπαλοι.

Είναι πολύ ενδιαφέρον να γνωρίσουμε ποια ήταν τα πραγματικά αίτια αυτής της πολύχρονης ταραχής. Αυτής της επανάστασης των Θεσσαλονικαίων.

Οι απόψεις των διαφόρων ιστορικών, παρ’ ότι διαφορετικές στη διατύπωσή τους και παρ’ ότι τοποθετούν το βάρος τους σε διαφορετικά περιστατικά, ουσιαστικά συγκλίνουν προς το αυτό σημείο. Τη δυστυχία των φτωχότερων τάξεων.

Ο Tafrali θεωρεί σαν αιτία την άθλια οικονομική κατάσταση του πληθυσμού, η οποία παρουσίασε τους Ζηλωτές σαν υπέρμαχους της ελευθερίας και της προσπάθειας εξασφάλισης καλύτερων οικονομικών συνθηκών στις κατώτερες τάξεις.

Ο Diehl στο βιβλίο του ‘’Βυζαντινός πολιτισμός’’ γράφει ότι ‘’η πάλη των τάξεων –οι πλούσιοι κατά των φτωχών, οι αριστοκράτες κατά των πληβείων- και η θηριωδία του αγώνα αυτού εκδηλώνονταν τον 14ο αιώνα κατά την ενδιαφέρουσα, τραγική και αιματηρή ιστορία της κομμούνας στη Θεσσαλονίκη . . . Ο αγώνας αυτός δείχνει μια μεγάλη κίνηση για κίνηση κομμουνιστικής μορφής . . .’’

Ο ιστορικός Yakovenko υποστηρίζει ότι ‘’κατά την επανάσταση της Θεσσαλονίκης ο πολιτικός παράγοντας, ο αγώνας δηλαδή κατά των οπαδών του Ιω. Κατακουζηνού, επικράτησε πάνω στον κοινωνικό παράγοντα.’’

Άσχετα απ’ το πόσο δίκιο ή άδικο έχει πάνω στο συγκεκριμένο αυτό σημείο ο Yakovenko, είναι γεγονός, ότι το οξύ κοινωνικό πρόβλημα είχε έντονες τις επιδράσεις του πάνω στην πορεία των γεγονότων κι αναμιγνύονταν αισθητά με τα πολιτικά ενδιαφέροντα εκείνης της εποχής. Το κοινωνικό στοιχείο έπαιξε πρωτεύοντα, αν όχι τον πρώτο, ρόλο στην επανάσταση της Θεσσαλονίκης και πρωτοστάτησε στους αγώνες ανάμεσα στον Κατακουζηνό και τον Παλαιολόγο.

Ο Ρώσος ιστορικός Βασίλιεφ λέει, πως η επανάσταση της Θεσσαλονίκης αποτελεί ένα απ’ τα πιο ενδιαφέροντα φαινόμενα των μεσαιωνικών κοινωνικών προβλημάτων. Πραγματικά, ήταν ένα ξέσπασμα απελευθέρωσης απ’ την αβάσταχτη καταπίεση των ευγενών και των γαιοκτημόνων και μια προσπάθεια αναζήτησης νέων φιλελεύθερων–δημοκρατικών διεξόδων. Και στο σημείο αυτό η πρωτοπορεία των Ζηλωτών υπήρξε έντονη και χαρακτηριστική.

Πολύ σωστά ο Δημήτριος Κυδώνης, ο μεγάλος λόγιος εκείνης της εποχής και πολέμιος του Γρηγορίου Παλαμά έγραφε: ‘’Η Θεσσαλονίκη εθεωρείτο ως δάσκαλος των άλλων πόλεων ως προς την εξέγερση του λαού κατά της αριστοκρατίας’’. Και κύριος μοχλός αυτής της λαϊκής εξέγερσης ήταν οι Ζηλωτές-Λαός.
http://diasporic.org/
© Αλέκος Ν. Αγγελίδης

Ο Αλέκος Αγγελίδης γεννήθηκε στο Κίτρος Πιερίας όπου και τελείωσε το Δημοτικό, το Γυμνάσιο στην Κατερίνη και την Πάντειο στην Αθήνα. Ήρθε στην Αυστραλία μαζί με τη σύζυγό του Δήμητρα το 1954 και απέκτησαν δύο γιους, τους Νίκο και Βασίλη.


Από τα μαθητικά του χρόνια άρχισε να κάνει φροντιστήρια σε συμμαθητές του αλλά και σε μαθητές ανωτέρων τάξεων και τότε εξέδωσε τα πρώτα του βοηθήματα μαθηματικών και φυσικοχημείας. Συνέχισε με τα φροντιστήριά του για εισαγωγικές εξετάσεις σε Πανεπιστήμια μέχρι τον ερχομό του στην Αυστραλία.





Έχει γράψει 22 βιβλία ποικίλου περιεχομένου, διάφορες άλλες διατριβές και πληθώρα άρθρων. Το δίτομο βιβλίο του ‘’Αναδρομή στην Ιστορία της Μακεδονίας’’ θεωρήθηκε στην Ελλάδα σαν το καλύτερο ιστορικό βιβλίο της χρονιάς, στο οποίο υποδείκνυε τη θέση ‘’Λουλούδια’’ της πριοχής Κίτρους, όπου και έγιναν ανασκαφές, μετά το θάνατό του και βρέθηκε μεγάλος Βυζαντινός Ναός, χτισμένος πάνω σε αρχαία ερείπια. Οι ανασκαφές μέχρι στιγμής έχουν σταματήσει εδώ.


Επίσης, ο κρατικός Οργανισμός ΕΟΜΜΕΧ στην Ελλάδα εξέδωσε το τεχνικό του βιβλίο, ‘’Ξύλινη Σκεπή. Κοπή και συναρμολόγηση’’, το οποίο έβαλε για διδακτική ύλη σε Πολυτεχνεία και Τεχνικές Σχολές. Πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας από την Αμερική για τον Τριχοτόμο, Πεντοτόμο γωνίας κ.λ.π. Και άλλες εφευρέσεις. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Κίτρος, η οδός Αγίου Κωνσταντίνου μετονομάσθη σε οδό Αλέκου Αγγελίδη. Όταν πλησίαζε ο θάνατός του ( 8/7/1993), έλεγε. «Δεν λυπάμαι που θα πεθάνω, αλλά έχω πολλή δουλειά ακόμη.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου