Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Ο Πρωτομάστορας, ο Δημήτρης Πικιώνης και η λαϊκή μας παράδοση


Ήθελα ν’ ανεβώ έως Εσένα.
Να μένω πάντα στην αγκάλη σου.
Γιατί κάθε άλλο είναι απάτη και σκότος.
Δημήτρης Πικιώνης

Του Δημήτρη Ξυδερού από το Άρδην τ. 99 (Μάρτιος 2015)

Περπατώντας στον λόφο των Μουσών, προσπερνάμε συχνά έναν παράξενο ναό, τον ναό του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη. Στέκει εκεί μονάκριβος, όπως ακριβώς κι ο αρχιτέκτονάς του, ο Δημήτρης Πικιώνης. Στέκει εκεί, κοντά στην Πνύκα και στο θέατρο του Διονύσου, κοντά στον λόφο της Ακροπόλεως. Στέκει εκεί και φέρει το νέο και το παλαιό, φέρει ολάκερη την παράδοση του λαού μας σ’ ένα μονάκριβο σχήμα, στο σχήμα του ουρανού1. Αυτό το «Σχήμα, είναι ο κόσμος – νέος στα μάτια του πρωτόπλαστου. Για τον Καλλιτέχνη που μια φορά αντίκρισε αυτή τη χαρά, ο κόσμος-Σχήμα είναι αγέραστος. Κάτι που για πρώτη φορά πάντα το βλέπει». Με αυτό τον τρόπο προλογίζει ο Πικιώνης το δοκίμιό του Η λαϊκή μας τέχνη κι εμείς. Με αυτό τον τρόπο αντικρίζουμε το αγέραστο έργο του.
Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου αναστηλώθηκε αγκαλιάζοντας τη βυζαντινή θολωτή μονόκλιτη βασιλική του 9ου αιώνα, κρυμμένη και φανερωμένη, απ’ το γυμνό σκυρόδερμα και τις επεκτάσεις των ξύλινων στοών. Οι εξωτερικοί τοίχοι κοσμήθηκαν με κεραμικά γεωμετρικά σχέδια, καθώς και κομμάτια από μάρμαρο. Συνομιλούν έτσι χιλιάδες έτη ιστορίας, από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο, ως τη λαϊκή μας παράδοση και τη νεωτερική τέχνη.
Συνεχίζοντας στον πρόλογό του, ο δημιουργός μας συμβουλεύει: «Πρέπει να είμαστε ικανοί να ξεχωρίζουμε την Τέχνη σε κάθε τι, είτε παλιό ’ναι αυτό, είτε και προσπάθεια γι’ αυτήν ακόμα, για να μπορέσουμε να νιώσουμε βαθιά».
Ο Πικιώνης δούλεψε εκεί με τους μαθητές του και με Ναξιώτες μαρμαράδες. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ήταν σχεδόν καθημερινά στο εργοτάξιο και μετά από συζητήσεις με όλους τους συνεργάτες του εξηγούσε, ρωτούσε, σχεδίαζε, στοχαζόταν και αποφάσιζε. Με αυτό τον τρόπο διαμόρφωσε και τον χώρο γύρω από την Ακρόπολη. Με λιθόστρωτα –μοναδικά έργα τέχνης–, με αναφορές στη λαϊκή τέχνη αλλά και στον ζωγράφο Πωλ Σεζάν. Εκεί λοιπόν ο αρχιτέκτονας, όπως άλλωστε και στα υπόλοιπα έργα του, συνετέλεσε αυτή τη μεγάλη υπέρβαση, τον εκσυγχρονισμό της παράδοσης.
Αυτό ήταν το όραμα της γενιάς του ’30. Ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Φώτης Κόντογλου, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Κωνσταντίνος Παρθένης και πολλοί άλλοι το έθεσαν στο έργο τους. Όπως άλλωστε και οι προκάτοχοί τους, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Κωστής Παλαμάς, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κώστας Βάρναλης, αλλά και οι προηγούμενοι αυτών – ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Ανδρέας Κάλβος, ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός…
Τo συναντάμε στην «κλασική» μουσική του Μανώλη Καλομοίρη, του Νίκου Σκαλκώτα, του Μίκη Θεοδωράκη, του Αλέκου Ξένου, αλλά και του Γιάννη Ξενάκη, το συναντάμε στον λαϊκό μας κινηματογράφο, στον Νίκο Κούνδουρο, ως και τον κορυφαίο μας σκηνοθέτη, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Άλλωστε, η μεγάλη τέχνη, η διαχρονική, πάντοτε αυτό επιτύχαινε. «Ὅσοι ἀπομείναμε πιστοὶ στὴν παράδοση, ὅσοι δὲν ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα ποὺ βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στὴν ψευτιά. Καταπάνω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουνε την Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρὶς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρὶς μυρουδιά. Κουράγιο, ὁ καιρὸς θὰ δείξει ποιὸς ἔχει δίκιο, ἂν καὶ δὲ χρειάζεται ὁλότελα αὐτὴ ἡ ἀπόδειξη»,2 έγραφε ο Φώτης Κόντογλου. Και θα προσθέσει ο Γιάννης Τσαρούχης: «Η παράδοση θα μας μάθει όχι το τέλειο, μα ν’ αμφιβάλλουμε για το ατράνταχτο κάποιων θεωριών».3 Ο Γιώργος Σεφέρης τονίζει: «Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον»4.
Ο Πικιώνης, αναζητώντας τη λαϊκή τέχνη, επικαλείται τους ποιητές, τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ρόμπερτ Μπράουνινγκ: «Ο θεμελιώδης ρυθμός ας στυλωθεί εις το κέντρο της εθνικότητος και ας υψώνεται κάθετα…» θα γράψει ο πρώτος και «God plants us where we grow» ο δεύτερος. Υπογραμμίζει ο Πικιώνης ότι: «Δεν υπάρχει λαός που να έζησε ή να ζει επάνω στον πλανήτη μας και που να μην έχει ερευνηθεί η ζωή του και η τέχνη του». Κι ο ίδιος με πάθος μελετάει βαθύτατα την ελληνική, αλλά και την τέχνη άλλων λαών. Άλλωστε, για να γνωρίσει κάποιος τους πολιτισμούς άλλων λαών πρέπει πρώτιστα να γνωρίζει τον δικό του. Γι’ αυτό και το έργο του είναι ταυτόχρονα λόγιο και λαϊκό, διεθνές και εθνικό.
«Δε στοχαζόμαστε καν πως τούτη η αγνότις και η αλήθεια που αναγνωρίζουμε στην τέχνη του λαού προϋποθέτει ένα σύνολο ανθρώπου, ένα σύνολο ζωής αγνής και φυσικής».


Όμως δεν μελετάει για να αντιγράψει τυφλά ή να αποδεχτεί οποιοδήποτε καλλιτεχνικό κίνημα επιβάλλεται ως μόδα. Σε μια εποχή που κυριαρχεί η ξενομανία και τα νέα ρεύματα βομβάρδιζαν την ελληνική πραγματικότητα σημειώνει: «Τέτοιοι όμως, όπως είμαστε τώρα, ο κίνδυνος να ξεχάσουμε ολότελα τον εαυτό μας και να καταποντιστούμε χωρίς να το καταλάβουμε στη θάλασσα των ξένων πράξεων και έργων, παρουσιάζεται πολύ μεγάλος». Κατακρίνει έτσι τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η τέχνη της εποχής του, ανήκει σε αυτούς που δυσκολεύονται να συμβιβαστούν με τις εύκολες πελατειακές λύσεις: «Κι έτσι αυτή η ιστορία της τέχνης, όπως την παίρνουμε, είναι σαν ένα κατάστημα με γύψινα εκμαγεία. Μπαίνεις μέσα και διαλέγεις του γούστου σου».
Στις αρχές του 20ου αιώνα ο μοντερνισμός προβάλλεται με μια σωρεία κινημάτων που εναλλάσσονται: Ο εξπρεσιονισμός, ο βορτισισμός, ο φωβισμός, ο κυβισμός, ο ορφισμός, ο φουτουρισμός, η αφηρημένη τέχνη (Ρωσική Σχολή), ο νεοπλαστικισμός (de Stijl). Ακολουθούν, στη μεσοπολεμική περίοδο, η Πιτούρα Μεταφίζικα, ο ντανταϊσμός, ο υπερρεαλισμός, ο κονστρουκτιβισμός, το Μπαουχάουζ.
Το διεθνές στυλ προτάσσει τη λειτουργία, τον φονξιοναλισμό, με το σύνθημα «Form follows function». O Άντολφ Λως (Adolf Loos) θα γράψει ένα μανιφέστο, με τον τίτλο Διακόσμηση Και Έγκλημα, ενάντια στη διακοσμητική προσέγγιση των αρχιτεκτόνων και των καλλιτεχνών. Ο πατέρας του φουτουρισμού, Φιλίππο Τομάζο Μαρινέτι θα αποθεώσει την κυριαρχία της μηχανής και ο αρχιτέκτονάς του Αντόνιο Σαντ’ Ελία θα μιλήσει για «μια πόλη μοντέρνα, όμοια μ’ ένα απέραντο εργοτάξιο και για ένα σπίτι παρόμοιο με μια γιγαντιαία μηχανή». Όπως επίσης κι ο Λε Κορμπιζιέ θα αναφερθεί στην κατοικία ως μηχανή, «La maison est une machine à habiter» (παρ’ όλο που θα εξάρει, σε επίσκεψή του στην Ελλάδα, την παραδοσιακή κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική).
Η εποχή της μηχανής ευαγγελίζεται έναν καλύτερο κόσμο. Όμως, κανένα κίνημα δεν κατάφερε να κρατήσει παρά για μικρή χρονική περίοδο. Πολλά από τα κινήματα αυτά, εν τη γέννησή τους, θα συνδεθούν με την «αριστερή», τη λαϊκή οδό, όμως θα έρθουν σε ρήξη με την παράδοση του λαού και κατ’ επέκταση με τον ίδιο τον λαό. Συνεπώς, γίνονται κινήματα ολίγων, ολιγαρχικά, με αποτέλεσμα ο εκάστοτε λαός να τα απορρίψει. Όπως έγραφε ο Σεφέρης: «Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις»5. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος του βραχύ τους βίου.
Στη Σοβιετική Ένωση εγκαταλείπεται σταδιακά το διεθνές στυλ και συντελείται μια στροφή προς την παράδοση, τον σοσιαλιστικό κλασικισμό και τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Αλλά και στη Σκανδιναβία, ο σπουδαίος αρχιτέκτονας και βιομηχανικός σχεδιαστής Άλβαρ Άαλτο θα συνδέσει τον μοντερνισμό με τον εντόπιο κλασικισμό, την παράδοση.
Ο μεγάλος φιλόσοφος Κώστας Παπαϊωάννου, εξετάζοντας τις μοντέρνες κοινωνίες, θα παρατηρήσει: «Ο “κλειστός” χαρακτήρας των μοντέρνων “μονολιθικών” κοινωνιών προέρχεται και στηρίζεται πάνω στο βίαιο ξερίζωμα κάθε παράδοσης και στην παντοδυναμία της προπαγάνδας, δηλ. μιας απρόσωπης, από την ίδια της τη Φύση ανήμπορης να γίνει γλώσσα ενός οποιουδήποτε αυθεντικού πνεύματος, μηχανής που πνίγει και στερεύει τόσο την κριτική συνείδηση των ατόμων όσο και τη μαζική αυθορμησία και που, εξουδετερώνοντας την ίδια την ψυχή της μάζας, αφανίζει στην ίδια της τη ρίζα κάθε δυνατότητα της κοινωνίας να συγκροτηθεί σε κοινότητα και ν’ αποκτήσει μια αυθεντική Παράδοση».6
Μονάχα οι άξιοι καλλιτέχνες-τεχνίτες, που κατάφεραν να κοινωνήσουν στα κινήματα του μοντερνισμού την παράδοση, αγαπήθηκαν αληθινά από τους λαούς. Όπως και κάθε ιδιοφυής καλλιτέχνης, ο Πικιώνης αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να ανακαλύψει τη δική του Ιερά Οδό. Κατανοεί ότι η οδός αυτή δεν θα μπορούσε να είναι ένα ολιγαρχικό διεθνές στυλ, αποκομμένο από την παράδοση. Και ο φανός που κράτησε ήταν αυτός που του άφησε ο ίδιος ο λαός: «Μερικοί πιο δύσκολοι θεωρούμε χρέος μας να κάνουμε εκλογή από την εθνική μας κληρονομιά, από το άμεσο παρελθόν, τη λαϊκή μας τέχνη».
Αξίζει να αναφερθεί εδώ το κίνημα «Arts and Crafts» με πρωτεργάτες τον αρχιτέκτονα, σχεδιαστή και κριτικό τέχνης Αύγουστο Πιούτζιν, τον συγγραφέα, κριτικό τέχνης και ζωγράφο Τζον Ράσκιν και τον σχεδιαστή υφασμάτων, ποιητή, πεζογράφο, μεταφραστή και ελευθεριακό σοσιαλιστή Ουίλιαμ Μόρις.Το «Arts and Crafts» άνθισε στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική μεταξύ 1880 και 1910 και ήταν μια αντίδραση στην εξαθλιωμένη κατάσταση των διακοσμητικών τεχνών, αλλά και στον τρόπο που παράγονταν. Υπερασπιζόταν την παραδοσιακή χειροτεχνία, χρησιμοποιούσε απλές φόρμες και τα θέματα, οι διακοσμήσεις τους, ήταν παρμένα από τη λαϊκή και τη μεσαιωνική παράδοση. Επιπροσθέτως, υπήρξε κίνημα αντιβιομηχανικό και οι δημιουργοί του προώθησαν κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Ο Πικιώνης φαίνεται να συμφωνεί με το κίνημα αυτό.
Αναζητάει την απλότητα της λαϊκής τέχνης, τη λιτή αρχοντιά, το ευγενές ιδεώδες. Αυτή του ταιριάζει: «…Γιατί τάχα η απλότις εκείνη του λαού να μην έγινε και δική μας;»
Αυτή την απλότητα θα περάσει στο έργο του. Αυτή η απλότητα φέρει μέσα της μια αρχέγονη σοφία που διατρέχει όλη μας την τέχνη: «Δε στοχαζόμαστε καν πως τούτη η αγνότις και η αλήθεια, που αναγνωρίζουμε στην τέχνη του λαού, προϋποθέτει ένα σύνολο ανθρώπου, ένα σύνολο ζωής αγνής και φυσικής». Και πορεύεται σε μια οδό όπου θα συναντήσει κι άλλους συντρόφους, όπως τον Οδυσσέα Ελύτη: «Έρχομαι από μακριά. Οι συλλέκτριες των κρόκων της Θήρας πορεύονται πλάι μου, κι από κοντά, πηγαιμένες με τον Άνεμο τον βόρειο, οι Μυροφόρες, ωραίες μες στα τριανταφυλλιά τους και τη χρυσή των αγγέλων αντανάκλαση».7


Ο Πικιώνης υπήρξε δίκαιος, αλλά και άτεγκτος με το έργο του. Το περίφημο αρχιτεκτόνημά του, το δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια του Λυκαβηττού, το οποίο χτίστηκε το 1932, θεωρήθηκε ένα υπόδειγμα μοντερνισμού. Ωστόσο, μόλις ολοκληρώθηκε, δεν δίστασε να το αποκηρύξει. Σταδιακά απομακρύνθηκε από τη ρασιοναλιστική θεώρηση και θα προσβλέψει σε κάτι υψηλότερο: «Θα χρειαστεί να πετάξεις ό,τι ψεύτικο και περιττό φωλιάζει μέσα σου, να γυμνωθείς με θάρρος, ολότελα από τα ψεύτικα και απατηλά ρούχα που φορούσες ως τώρα, και καθαρός και αγνός να αισθανθείς πως πάτησες το πύρινο έδαφος της πραγματικότητας». Είναι αυτός ο πανάρχαιος νόστος που τον στοιχειώνει. Είναι ο μεγάλος νόστος που στοίχειωνε και τον Άγγελο Σικελιανό:
Γιατί το ξέρω. πιο βαθιά κι απ’ τον πηχτόν αστρόφως,
κρυμμένος σαν αετός,
με περιμένει, εκεί που πια ο θείος αρχίζει ζόφος,
ο πρώτος μου εαυτός…8

Την ίδια τη φύση ονόμαζε δάσκαλό του. Η ίδια η αττική γη, του έδειχνε τον δρόμο για να βαδίσει: «Αν κοιτάξεις το δρόμο που ακολούθησε ο άνθρωπος για να φτάσει σε ένα οποιοδήποτε πολιτισμό, νιώθεις τι αφάνταστος κόπος του χρειάστηκε για κάθε του βήμα προς τα εμπρός».
Έκανε λοιπόν αυτό το βήμα και ήταν τέτοια η συνομιλία του έργου του με τον τόπο, που έμοιαζε τόσο φυσικό όπως στη λαϊκή αρχιτεκτονική, σαν να φυτρώνει από τη γη: «Μιαν ιδέα του φυσικού τούτου δρόμου μπορούμε σήμερα να πάρουμε από τη ζωή του φυσικού ανθρώπου, του χωριάτη. Αν κοιτάξεις, θα δεις πως η φύση είναι εκείνη που έβαλε τις βάσεις και ρύθμισε τη ζωή του». Ο σοφός λαϊκός άνθρωπος, ο χωριάτης που: «Ξέρει πλέρια τις ανάγκες του. Στο έδαφος επάνω θα χαράξει το χώρο το χρήσιμο για την κατοικία του».
Θαυμάζει την αρμονία που φέρει αυτή η αρχιτεκτονική, την τόσο φυσική διάταξη των μαζών που δένει με τον τόπο της, με τη γη της. Φέρει το υλικό αυτής της γης, το χρώμα, τις γραμμές της: «Ακανόνιστο χωρίς να το ζητήσει ξεπίτηδες, κανονικό τόσο όσο είναι βολετό, συμμετρικό ή ασύμμετρο, τι ωραία ενώνεται με τη φύση γύρω!»
Είναι η τέχνη και η σοφία που έφεραν μαζί τους οι μάστορες που έχτισαν τα Αναφιώτικα. Είναι η τέχνη και η σοφία που έφεραν οι πρόσφυγές μας, μετά την καταστροφή του 1922, από τη γη της Ιωνίας. Μ’ αυτή την τέχνη και τη σοφία ξαναέχτισαν τα σπίτια τους. Όταν ο μεταπολεμικός αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης, στην τελευταία του συνέντευξη, ρωτήθηκε να αναφέρει μια συνοικία των Αθηνών που αγαπάει, απάντησε: «Tα Aναφιώτικα». Κι όταν ξαναρωτήθηκε γιατί, αποκρίθηκε: «Γιατί τα σπίτια δεν έχουν χτιστεί από αρχιτέκτονες»9.
Ο Πικιώνης θεωρεί ότι οι σύγχρονες συνθέσεις δεν μπορούν να φτάσουν την αρμονία και τη φυσικότητα της παλαιότερης αρχιτεκτονικής και σε μια υποσημείωση διαπιστώνει: «Μόνο οι αρχαίοι και ο μεσαίωνας είχαν στις αρχιτεκτονικές συλλήψεις των τη φυσικότητα αυτή, που στην πρωτογενή της κατάσταση, στην πρώτη της να πούμε βαθμίδα, θαυμάζουμε στη λαϊκή τέχνη».
Δεν είναι πάντοτε γεμάτη ομορφιά, όπως και η ζωή δεν είναι πάντοτε ευλογημένη, αλλά βρίσκει μέσα της τα υψηλότερα ιδανικά: «Αληθινή θα βρεις λοιπόν την τέχνη του λαού πάντοτε, ικανή να γίνει θεμέλιο για το παραπέρα, για το ανώτερο. Αλάνθαστη σαν το ένστικτο, χρήσιμη».
Η ζωή του απλού ανθρώπου είναι φυσική, με σωματική και ψυχική υγεία, με πρακτικότητα, με εγκράτεια και ηρεμία: «Όταν όλες αυτές οι συνθήκες ταραχθούν από κάτι ξένο, από την ψευτιά της πολιτισμένης ζωής λ.χ. ,η φυσικότητα αυτή του λαού είναι κίνδυνος να χαθεί. Τη φυσικότητα την έχει ο απλός, χωρίς να το νιώθει. Ενστικτώδη». Με τους όρους φύση και φυσικό ο Πικιώνης μιλάει συχνά για την τέχνη του λαού και παρατηρεί ότι φυσική είναι όλη η αρχαία αρχιτεκτονική, που τα δημιουργήματά της φαίνονται να ’ναι μια συνέχεια της φύσης.
Και θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι: «Τόσο απλά και φυσικά είναι τα αποτελέσματα αυτά, κι όμως συλλογίσου αν μπορείς να τα ξανάβρεις στα έργα του σημερινού ανθρώπου, ακόμα κι όταν η θέλησή του είναι φανερή να μένει στο απλό και φυσικό». Και η απάντηση στο ερώτημα που θέτει είναι προφανής.
Ο Πικιώνης επικαλείται το γλύπτη Ωγκύστ Ροντέν που έλεγε «Η μικρή αλήθεια φέρνει μαζί της την αλήθεια ολάκερη». Αυτή την αλήθεια της κατασκευής ονομάζει μητέρα της αρμονίας. Και αναφέρεται ξανά σε μια ομιλία του Ροντέν για τους αρχιτέκτονες των δυτικών μητροπόλεων: «Ήσαν μεγάλοι ζωγράφοι με το να είναι αληθινοί οικοδόμοι». Και προσθέτει ο Πικιώνης: «Αληθινός οικοδόμος, μ’ όλη την πρωτογένεια της τέχνης του, είναι πάντοτε ο λαός».

Είναι τέτοια η αγάπη και το δέος που αισθάνεται ο Πικιώνης για τον λαό, που λίγοι τον έχουν υπερασπιστεί με τέτοιο σθένος. Είναι η ίδια αγάπη και το ίδιο δέος που ένιωθε ο Σεφέρης ακούγοντας τους ψαράδες να τραγουδούν τον Ερωτόκριτο. Είναι η ίδια αγάπη και το ίδιο δέος που ένιωθε ο «ιταλομαθής» Διονύσιος Σολωμός, όταν αγόραζε λέξεις από τους φτωχούς κατοίκους της Ζακύνθου, όπως τόσο υπέροχα περιγράφει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στο αριστουργηματικό του κινηματογραφικό έργο «Μια αιωνιότητα και μια ημέρα».
«Ό,τι μνημείο αληθινής τέχνης έχεις μπροστά σου», γράφει ο Πικιώνης, «νιώθεις να γίνεται μέσα στην ψυχή σου η μετάφραση, η μετουσίωση αυτής της μορφής σε έννοιες καθαρά ανθρώπινες». Η αληθινή τέχνη, λοιπόν, έχει μια τεράστια δύναμη. Μπορεί να ξεπερνάει τα όρια των λαών, να γίνεται πανανθρώπινη. Και συνεχίζει: «Κοίταξε την αρχαία καμπύλη, τη βυζαντινή, τη λαϊκή, την αιγυπτιακή, τη γοτθική, τη γιαπωνέζικη, την ινδιάνικη, την περσική. Ποιο είναι το μυστικό τους; Άγνωστο. Το νιώθεις, το αισθάνεσαι, το μεταφράζεις». Αυτή είναι η μυστική συγκινησιακή δύναμη, που γίνεται μια κοινή γλώσσα.
Καταλήγοντας, θα παραθέσει ένα απαράμιλλο απόσπασμα από το έργο του Διονύσιου Σολωμού: «Γιατί καθένας την ψυχή του γρικούσε όλη ψυχές γεμάτη». Αυτό συνοψίζει ολόκληρη τη λαϊκή και την υψηλή τέχνη. Είναι γεμάτη ψυχές, αμέτρητες ψυχές που φέρουν την κοινή μνήμη, την αέναη αλήθεια και την αέναη σοφία. Είναι το «Κοινό και το Κύριο» για το οποίο μιλάει ο εθνικός μας ποιητής. Και συνεχίζει ο Πικιώνης: «Γι’ αυτό, τη μορφή τη βλέπεις να μην είναι ατομική, μα αντικειμενική. Κοίταξε μιαν αρχαία κορωνίδα, σου εκφράζει, όπως λέει ο Ροντέν –εν τομή– όλο το χαρακτήρα της εποχής».
«Υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού, και, αν είσαι αρκετός κυρίεψέ την», θα γράψει ο Διονύσιος Σολωμός. Ο Πικιώνης το κατάφερε. Κατάφερε να κυριέψει τη γλώσσα του λαού μας και να την εξυψώσει. Μας μιλάει με «λογισμό και μ’ όνειρο»10, αρκεί λοιπόν ν’ αγροικήσουμε.
Ο Πικιώνης απεβίωσε το 1968. Δεν χωρούσε πια σ’ αυτή την πόλη. Η δική του Αθήνα άλλαξε πολύ από τότε. Από τη δεκαετία του 1950 κι έπειτα, η πόλη επεκτείνεται ραγδαία και στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ξεκινάει η επέλαση του μπρουταλιστικού μοντερνισμού που ισοπέδωσε ό,τι θεωρούσε παλαιό, η επέλαση του άξεστου τσιμέντου (béton brut το ονόμαζε ο Λε Κορμπιζέ). Η έλευση του μεταμοντερνισμού θα επιφέρει τη νέα ρήξη.


Οι επαρχίες αδειάζουν ταχύτατα και οι ελεύθεροι χωρικοί συγκεντρώνονται και υποτάσσονται στις μητροπόλεις. Στο κλεινόν άστυ προελαύνουν οι εργολάβοι, αλλά και οι μηχανικοί. Προελαύνουν οι εγγράμματες, αλλά αμόρφωτες ολιγαρχίες, που προβιβάζουν το οικονομικό κέρδος σε ύψιστο στόχο. Μια ασχεδίαστη ξένη Αθήνα εξαπλώνεται βίαια και ταχύτατα στην αττική γη. Η πολεοδομία παραγκωνίζεται, η αισθητική υποσκελίζεται, επινοείται η αντιπαροχή και η αυθαίρετη δόμηση. Στις μέρες μας ο πληθυσμός των Αθηνών καταλήγει να είναι τεράστιος, σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Ελλάδος.
Βρισκόμαστε λοιπόν συνωστισμένοι σε τερατουπόλεις, πολλών εκατομμυρίων, με τρομερές επιπτώσεις στην ίδια μας τη φύση. Η αποξένωση, η μοναξιά, η αδιαφορία, θα βασιλέψουν στις γειτονιές μας. Επιπλέον, θα έρθουμε αντιμέτωποι με μια μεγάλη οικολογική καταστροφή. Παραδοθήκαμε, με αυτό τον τρόπο, στο εφήμερο, και χάσαμε την αιωνιότητα. Χάσαμε την κόσμησή μας, τη σημασιοδότησή μας. Απωλέσαμε το ευγενές και ενστερνιστήκαμε το αγενές.
Με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, το «κοινόν» αφέθηκε στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος και θα σαρώσει ό,τι απέμεινε στο πέρασμά του. Έτσι και η εγχώρια παραγωγή, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είτε θα υποπέσει στον άκρατο μιμητισμό της νεοφιλελεύθερης σκέψης και τέχνης, είτε θα μετουσιωθεί σε μεταπρατική.
Η ατομική αυτή τέχνη δεν θα εκφράζει πια τον λαό, αλλά θα είναι άκρως εγωκεντρική, ιδιωτική και συνεπώς άκρως ολιγαρχική. Έτσι λοιπόν συνεχίζεται η επέλαση της αμορφωσιάς και της ασχήμιας. Η επέλαση της παρακμής.
Ξεριζωμένοι και περικυκλωμένοι από κτήρια θηρία κι από μύριες εξατμίσεις αυτοκινήτων που πλημμύρισαν και κατασπάραξαν τον στερνό μας ουρανό. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική, με λιγοστές δυστυχώς φωτεινές αντιστάσεις, έγινε τόσο ανιαρή που πια αποπνέει μια βαρετή αισθητική και ισοπεδώνει κάθε ευαισθησία και φαντασία της ανθρώπινης φύσης, εγκαταλείποντας τη μαγεία και τον μύθο. Όμως οι ψυχές μας «δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό», «δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο».11
Ο Αριστοτέλης, στα Πολιτικά του, διερευνούσε το μέγεθος μιας πόλης ούτως ώστε να λειτουργεί άριστα. Στον τόπο μας χρειάζεται να σπάσει ο αθηνοκεντρισμός και να αναπτυχθούν οι μικρότερες πόλεις. Δεν χρειαζόμαστε πόλεις θηρία, απάνθρωπες πόλεις. Άλλωστε η τεχνολογία είναι αρωγός σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Σήμερα περπατάς στις συνοικίες κι ανακαλείς τους στίχους του Γιώργου Σεφέρη: «Οἱ οὐρανοξύστες τῆς Νέας Ὑόρκης δὲ θὰ γνωρίσουν ποτὲ τὴ δροσούλα ποὺ κατεβαίνει στὴν Κηφισιά μὰ οἱ δυὸ καμινάδες ποὺ μ᾿ ἄρεσαν στὴν ξενιτιὰ πίσω ἀπ᾿ τὰ κέδρα, γυρίζουν πάλι σὰ βλέπω τὰ δυὸ κυπαρίσσια πάνω ἀπὸ τὴ γνώριμή σου τὴν ἐκκλησία ποὺ ἔχει τοὺς κολασμένους ζωγραφιστοὺς νὰ τυραννιοῦνται μὲς στὴ φωτιὰ καὶ στὴν ἀθάλη»12.
Δίχως να χτίζονται πια κτήρια μνημεία, κτήρια που περικλείουν τη μνήμη και τη σοφία του λαού μας ως ακολούθως, απωλέσαμε την ανθρωπιά μας. Και διαβάζεις με νόστο στους τοίχους: «Γκρεμίστε τις πολυκατοικίες να δούμε το ηλιοβασίλεμα».
Στη μακρά αυτή περίοδο παρακμής, την περίοδο του παρασιτικού «εκσυγχρονισμού», οι τέχνες έχασαν τον δρόμο τους και οδηγηθήκαμε σε μια μεγάλη πολιτισμική και πολιτική κρίση. Η πόλη ιερό άλσος που διέσχιζαν οι ποταμοί της, ο Ιλισός, ο Ηριδανός, αλλά και ο Κηφισός, κρύφτηκε κάτω από το τσιμέντο και την άσφαλτο. Η πόλη-μουσείο αρχιτεκτονικής που συνομιλούσε με την αρχαία ελληνική, την ελληνιστική και ρωμαϊκή, τη βυζαντινή, την παραδοσιακή, με τις υπέροχες λαϊκές συνοικίες, τον νεοκλασικισμό, τον εκλεκτικισμό, τον μοντερνισμό του ’30, κρύφτηκε κι αυτή.
Και ταξιδεύεις στον κόσμο, σε Ανατολή και Δύση, σε Νότο και Βορρά και σε περιβάλλουν τα ίδια πανομοιότυπα σύγχρονα κτήρια, η ίδια πανομοιότυπη τέχνη. Και αναζητάς παντού την εκδιωγμένη τέχνη, την αληθινή τέχνη των λαών, τον απολεσθέντα παράδεισο.
Ο Άλντο Ρόσι, ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες, στο περίφημο βιβλίο του Η αρχιτεκτονική της πόλης (L’architettura della città), αναδεικνύει την έννοια του χρόνου στην αρχιτεκτονική, εισάγει την έννοια του ποιητικού χρόνου, σε αντίθεση με τον τεχνικό χρόνο. Τα αρχιτεκτονήματά της είναι αυτά που συνιστούν τον χαρακτήρα του λαού της. Η πόλη έχει μνήμη, συλλογική μνήμη, θυμάται το παρελθόν της, το πέραμα του χρόνου. Το «Genius loci», ως ένας πολιούχος, την προστατεύει και την οδηγεί.
Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να αναδύεται και πάλι η παράδοση. Η πόλη αντιστέκεται. Οι ποταμοί της ακόμα κυλάνε υπόγεια και ανασύρουν τον μύθο, τη λησμονημένη αλήθεια. Το βλέπεις στο βλέμμα εκείνων που ψάχνουν στις υπόγειες ταβέρνες, τα μεγάλα Σαββατόβραδα, κάτι από αυτόν τον παράδεισο, πριν τους προλάβει και πάλι η Δευτέρα.
«Μα, αστόχαστοι, ακολουθούμε το ξένο για να μένουμε πάντ’ από πίσω του. Το καινούργιο μας τραβάει, γιατί η ψευτιά γρήγορα παλιώνει. Μόνο το σωστό είναι αγήραστο, γιατί κρύβει μέσα του το περασμένο και το μέλλον». Την ιστορία λοιπόν τη γράφουν οι λαοί κι όχι οι εκπεσούσες ολιγαρχίες. Είναι ο θρίαμβος του λαού και η ανύψωσή του. Ο 21ος αιώνας θα σημάνει την επιστροφή στην αληθινή αρχιτεκτονική, την επιστροφή στον άνθρωπο. Επειδή, όπως και ολοκληρώνει ο Πικιώνης το δοκίμιό του: «…η αρχιτεκτονική ίσως περισσότερο από τις άλλες τέχνες μπορεί να δώσει την ποίηση στην καθημερινή μας ζωή».
Οφείλουμε να εκσυγχρονίσουμε την παράδοσή μας. Αυτό είναι ένα πρόταγμα για τον 21ο αιώνα. Να επαναφέρουμε την αληθινή ποίηση και την ομορφιά. Ο Άγγλος ποιητής Τζων Κιτς γράφει στο ποίημά του «Ωδή σε μια Ελληνική Υδρία»:
Η ομορφιά είν’ αλήθεια, η αλήθεια είν’ ομορφιά,
Να τι ’ναι που έμαθες στον κόσμο, τι χρωστάς να ξέρεις!
Αυτό λοιπόν χρωστάμε να ξέρουμε. Το κληροδότημά μας στις επόμενες γενιές είναι να αφήσουμε κάτι υψηλό. Ας θάψουμε λοιπόν ευλαβικά τους Ελπήνορες που έπεσαν από τη στέγη του ανακτόρου της Κίρκης τέχνης. Κι ας συνεχίσουμε το ταξίδι μας στον 21ο αιώνα με τον πρωτοπόρο σύντροφο Δημήτρη Πικιώνη να μας δείχνει από μακριά το δρόμο. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος έγραφε: «Ο Πικιώνης δίδαξε, τα δίδαξε σε εμάς, πάντα με υπέρτατο γνώμονα και οδηγό του το λαό, που κρατάει τη μνήμη της ουσίας της Ελληνικής». «Κρατάμε στα χέρια μας ένα θησαυρό. Αυτό είναι το σπουδαιότερο. Στο κάτω της γραφής ένα Πικιώνη έχομε, δεν έχομε άλλον. Φιλόλογους έχουμε πολλούς»13. Αυτή άλλωστε η μνήμη, είναι και η οικουμενικότητά μας.
Ο Πικιώνης δεν ήταν ο τυπικός πανεπιστημιακός καθηγητής που δίδασκε από καθέδρας. Καθόταν στο προαύλιο και συζητούσε με του φοιτητές του. Ένας γνήσιος δάσκαλος, ένα γνήσιο δημοκρατικό πνεύμα. Έτσι κι εμείς, δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τον μεγάλο μας θησαυρό, το πνευματικό μας περιβόλι. Χτυπάνε μέσα μας οι λέξεις όλων των πατέρων. Τους ακούμε στην πόλη, σε κάθε μας βήμα, όπως προσπερνώντας το άγαλμα του Κωστή Παλαμά στην Ακαδημίας. Εκεί ακόμα μας ψιθυρίζει:
Παιδί, το περιβόλι που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μη το παρατήσεις.14

Στον τόπο μας είμαστε καταδικασμένοι να δημιουργήσουμε. Ο Δημήτρης Πικιώνης μας διδάσκει τον τρόπο αυτόν με την αρετή, με την τόλμη, με την ελευθερία και με την αγάπη για την παράδοσή μας. Μας προτρέπει να τον αναζητήσουμε και να ξαναχτίσουμε. Στέκει εκεί λοιπόν, όπως ο ναός στον λόφο των Μουσών, εκεί τον συναντάμε σε κάθε μας βήμα, σε κάθε μας γραμμή. Θα είναι πάντοτε ο δάσκαλός μας, ο Πρωτομάστορας.

Σημειώσεις:
1. Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί, Εκδόσεις Ίκαρος.
2. Φώτης Κόντογλου, Πονεμένη Ρωμιοσύνη, Εκδόσεις Αστήρ.
3. Γιάννης Τσαρούχης, Τα γνωμικά του Τσαρούχη, Βουρκαριανή.
4. Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές. Εκδόσεις, Ίκαρος.
5. Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα. Κίχλη. Α. Το σπίτι κοντά στη θάλασσα, Εκδόσεις Ίκαρος.
6. Κώστας Παπαϊωάννου, Μάζα Και Ιστορία, Εναλλακτικές Εκδόσεις.
7. Ελύτης Οδυσσέας, Ιδιωτική Οδός, Εκδόσεις Ύψιλον.
8. Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Bίος, B. Ύμνος του μεγάλου Nόστου, Εκδόσεις Ίκαρος.
9. Εφημερίδα το ΒΗΜΑ,1993.
10. Διονύσιος Σολωμός, Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι.
11. Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη, Εκδόσεις Κέδρος.
12. Γιώργος Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων. Γράμμα του Μαθιου Πασκάλη, Εκδόσεις Ίκαρος.
13 . Δ.Πικιώνη, Κείμενα, Πρόλογος, Μ.Ι.Ε.Τ.
14. Κωστής Παλαμάς, Οι Πατέρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου