Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Εκατό χρόνια από τη ρωσική επανάσταση και την αποκήρυξη των χρεών

του Eric Toussaint
Τον Φεβρουάριο του 1918, η αποκήρυξη των χρεών στην οποία προχώρησε η σοβιετική κυβέρνηση ταρακούνησε το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και οδήγησε σε ομόφωνη καταδίκη από πλευράς των κυβερνήσεων των Μεγάλων Δυνάμεων.
Αυτή η απόφαση αποκήρυξης εγγράφονταν στην συνέχεια του πρώτου μεγάλου κινήματος κοινωνικής χειραφέτησης που συντάραξε την ρωσική αυτοκρατορία, το 1905. Αυτό το ευρύ επαναστατικό κίνημα είχε προκληθεί από συνδυασμό πολλών παραγόντων: την κατατρόπωση των ρωσικών δυνάμεων στον πόλεμο με την Ιαπωνία, τον θυμό των αγροτών που απαιτούσαν γη, την απόρριψη της απολυταρχίας, τις διεκδικήσεις των εργατών... Το κίνημα ξεκίνησε με απεργίες στη Μόσχα, τον Οκτώβρη του 1905, κι επεκτάθηκε σε όλη την αυτοκρατορία υιοθετώντας ποικίλες μορφές αγώνα. Κατά την διάρκεια της διαδικασίας αυτό-οργάνωσης των λαϊκών μαζών γεννήθηκαν συμβούλια (τα «σοβιέτ», στα ρωσικά) αγροτών, συμβούλια εργατών, συμβούλια στρατιωτών…


1. Η αποκήρυξη των χρεών στην καρδιά των επαναστάσεων του 1905 και του 1917


Στην αυτοβιογραφία του, ο Λέων Τρότσκι που προέδρευσε στο Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης (πρωτεύουσας της Ρωσίας ως τον Μάρτη του 1918) εξηγεί πως η σύλληψη του συνόλου του διευθυντηρίου του, στις 3 Δεκέμβρη 1905, προκλήθηκε από την δημοσίευση ενός μανιφέστου όπου τα μέλη του εκλεγμένου αυτού συμβουλίου καλούσαν σε αποκήρυξη των χρεών που είχαν συναφθεί από το καθεστώς του τσάρου. Εξηγεί επίσης ότι αυτό το κάλεσμα του 1905 για μη αποπληρωμή του χρέους συγκεκριμενοποιήθηκε τελικά στις αρχές του 1918, όταν η κυβέρνηση των σοβιέτ υιοθέτησε το διάταγμα αποκήρυξης των τσαρικών χρεών:

Μας συνέλαβαν την επομένη της δημοσίευσης αυτού που ονομάστηκε το «χρηματοοικονομικό μας μανιφέστο», όπου ανακοινώνονταν η αναπότρεπτη πτώχευση του τσαρικού καθεστώτος: καθιστούσαμε απολύτως κατανοητό ότι τα χρέη των Ρομανώφ δεν θα αναγνωρίζονταν από τον λαό την ημέρα που θα νικούσε |1|.






Ο Τρότσκι (με τον φάκελο στα χέρια) μεταξύ των μελών του σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης, το 1905, κατά την διάρκεια της δίκης τους

Το μανιφέστο των εργατών εκλεγμένων αντιπροσώπων δήλωνε ξεκάθαρα τα ακόλουθα:

«Η απολυταρχία δεν απόλαυσε της εμπιστοσύνης του λαού και δεν της δόθηκε ποτέ κανενός είδους νομιμοποίηση από τον λαό. Γι’αυτό και αποφασίσαμε να μην επιτρέψουμε την εξυπηρέτηση των δανείων που έχει συνάψει η τσαρική κυβέρνηση ενώ είχε ανοιχτά εμπλακεί σε πόλεμο με ολόκληρο τον λαό.»

Το γαλλικό Χρηματιστήριο απάντησε στο δικό μας μανιφέστο λίγους μήνες αργότερα, παραχωρώντας νέο δάνειο στον τσάρο, ύψους επτακοσίων πενήντα εκατομμυρίων φράγκων. Ο φιλελεύθερος και αντιδραστικός Τύπος ειρωνεύονταν τις αδύναμες απειλές του Σοβιέτ κατά των τσαρικών οικονομικών και των Ευρωπαίων τραπεζιτών. Στην συνέχεια, προσπάθησαν να ξεχαστεί το μανιφέστο. Όμως, είχε καταγραφεί στις μνήμες. Η δημοσιονομική χρεοκοπία του τσαρισμού, που προετοιμάζονταν από ολόκληρο το παρελθόν του, ξέσπασε με την στρατιωτική κατάρρευση του καθεστώτος. Και, με τη νίκη της επανάστασης, ένα διάταγμα του συμβουλίου των λαϊκών επιτρόπων, που εκδόθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1918, διακήρυττε απλά και ξεκάθαρα την διαγραφή όλων των χρεών του τσάρου. Το διάταγμα αυτό είναι ακόμη σε ισχύ |2|. Όσοι δηλώνουν πως η Οκτωβριανή επανάσταση δεν αναγνωρίζει καμία υποχρέωση, σφάλλουν. Η επανάσταση αναγνωρίζει πλήρως τις δικές της υποχρεώσεις. Την δέσμευση που ανέλαβε στις 2 Δεκεμβρίου 1905, την εκπλήρωσε στις 10 Φεβρουαρίου 1918. Είχε κάθε δικαίωμα να πει στους δανειστές του τσαρισμού: «Κύριοι, είχατε προειδοποιηθεί εγκαίρως!»

Υπό αυτήν την έννοια, όπως και υπό όλες τις άλλες, το 1905 είχε προετοιμάσει το 1917.

Στο βιβλίο με τίτλο 1905, ο Λ. Τρότσκι περιγράφει τη διαδοχή των γεγονότων που οδήγησε στην υιοθέτηση του χρηματοοικονομικού Μανιφέστου με το οποίο το Σοβιέτ, αυτό το όργανο επαναστατικής δημοκρατίας, καλούσε στην άρνηση της αποπληρωμής των χρεών που είχε συνάψει ο τσάρος.

Ένα ευρύ πεδίο δράσης ανοίγονταν λοιπόν μπροστά στο Σοβιέτ. Γύρω του, εκτείνονταν τεράστιες εκτάσεις σε πολιτική αγρανάπαυση που το μόνο που χρειάζονταν ήταν να οργωθούν με το στιβαρό άροτρο της επανάστασης |3|. Όμως, ο χρόνος δεν περίσσευε. Η αντίδραση, πυρετωδώς, ετοίμαζε αλυσίδες και μπορούσε κανείς να αναμένει, από στιγμή σε στιγμή, ένα πρώτο κτύπημα. Η εκτελεστική επιτροπή, παρά τον όγκο εργασιών που έπρεπε να φέρει εις πέρας σε καθημερινή βάση, βιάζονταν να εκτελέσει την απόφαση που είχε πάρει η συνέλευση στις 27 Νοέμβρη 1905. Κάλεσε τους στρατιώτες και, σε συνεδρίαση με τους αντιπροσώπους των επαναστατικών κομμάτων, ενέκρινε το κείμενο του χρηματοοικονομικού Μανιφέστου (…).

Στις 2 Δεκέμβρη 1905, το μανιφέστο δημοσιεύτηκε σε οκτώ εφημερίδες της Αγίας Πετρούπολης: τέσσερις σοσιαλιστικές και τέσσερις φιλελεύθερες.

Ιδού το κείμενο αυτού του ιστορικού ντοκουμέντου:

«Η κυβέρνηση είναι στα πρόθυρα της πτώχευσης. Κατέστησε την χώρα ένα βουνό από ερείπια, την γέμισε πτώματα. Εξαντλημένοι, πεινασμένοι, οι αγρότες δεν είναι πλέον σε θέση να πληρώνουν τους φόρους. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τα χρήματα του λαού για να ανοίξει πιστώσεις για τους ιδιοκτήτες. Τώρα, δεν ξέρει πια τι να κάνει με τις ιδιοκτησίες που του χρησιμεύουν ως ενέχυρο. Τα εργαστήρια και τα εργοστάσια δεν λειτουργούν πια. Λείπει η δουλειά. Ο μαρασμός βρίσκεται παντού.

Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε το κεφάλαιο των ξένων δανείων για να κατασκευάσει σιδηροδρόμους, έναν στόλο, φρούρια, για να δημιουργήσει αποθέματα όπλων. Καθώς οι ξένες πηγές στέρεψαν, οι κρατικές παραγγελίες δεν έρχονται πια. Ο έμπορος, ο μεγαλοπρομηθευτής, ο εργολάβος, ο βιομήχανος που συνήθισαν να πλουτίζουν εις βάρος του Κράτους, στερούνται τα κέρδη τους και κλείνουν τα καταστήματα και τα εργοστάσιά τους. Οι πτωχεύσεις πολλαπλασιάζονται. Οι τράπεζες καταρρέουν. Δεν γίνονται πια σχεδόν καθόλου εμπορικές συναλλαγές.

«Η μάχη της κυβέρνησης κατά της κοινωνικής επανάστασης οδηγεί σε αδιάκοπες ταραχές. Κανείς δεν είναι σίγουρος για το αύριο.

«Το ξένο κεφάλαιο περνά τα σύνορα. Το «καθαρά ρώσικο» κεφάλαιο πηγαίνει, και αυτό, να προστατευτεί στις ξένες τράπεζες. Οι πλούσιοι πουλούν τα υπάρχοντά τους και μεταναστεύουν. Τα αρπακτικά εγκαταλείπουν την χώρα παίρνοντας μαζί τους όσα ανήκουν στον λαό.

«Εδώ και πολύ καιρό, η κυβέρνηση ξοδεύει όλα τα έσοδα του Κράτους για να συντηρεί τον στρατό και τον στόλο. Δεν υπάρχουν σχολεία. Οι δρόμοι είναι σε οικτρή κατάσταση. Κι όμως, τα χρήματα λείπουν σε βαθμό που δεν μπορούν να τραφούν οι στρατιώτες. Ο πόλεμος χάθηκε εν μέρει επειδή δεν είχαμε πυρομαχικά. Σε όλη τη χώρα, ο στρατός, εξαθλιωμένος και πεινασμένος, επαναστατεί.

«Η οικονομία των σιδηροδρόμων έχει καταρρεύσει από την σπατάλη, ένας μεγάλος αριθμός γραμμών καταστράφηκαν από την κυβέρνηση. Για να οργανωθούν και πάλι, αποδοτικά, οι σιδηρόδρομοι, θα χρειαστούν εκατοντάδες εκατομμύρια.


[…]

«Η κυβέρνηση λεηλάτησε τα ταμιευτήρια και χρησιμοποίησε τις καταθέσεις για να τροφοδοτήσει τις ιδιωτικές τράπεζες και τις βιομηχανίες που, συχνά, είναι σάπιες. Με το κεφάλαιο των μικροεπενδυτών, παίζει στο Χρηματιστήριο, εκθέτοντας τα κεφάλαια σε καθημερινούς κινδύνους.

«Το απόθεμα σε χρυσό της Τράπεζας του Κράτους είναι ασήμαντο σε σχέση με τις απαιτήσεις που δημιουργούν τα κυβερνητικά δάνεια και οι ανάγκες των εμπορικών συναλλαγών. Το απόθεμα αυτό θα εξαντληθεί σύντομα αν απαιτηθεί σε όλες τις συναλλαγές, το χαρτί να ανταλλάσσεται με νόμισμα σε χρυσό.

[…]

«Επωφελούμενη του γεγονότος ότι τα δημοσιονομικά δεν ελέγχονται, η κυβέρνηση συνάπτει εδώ και πολύ καιρό δάνεια που ξεπερνούν κατά πολύ την φερεγγυότητα της χώρας. Και χρησιμοποιεί νέα δάνεια για να πληρώσει τους τόκους των προηγούμενων.

«Από χρόνο σε χρόνο, η κυβέρνηση συντάσσει πλαστό προϋπολογισμό εσόδων και δαπανών, δηλώνοντας τα μεν και τα δε χαμηλότερα από τα πραγματικά τους ποσά, λεηλατώντας κατά βούληση, αναφέροντας υπεραξία αντί για ετήσιο έλλειμμα. Και οι δημόσιοι υπάλληλοι, που δεν ελέγχονται από κανέναν, ολοκληρώνουν την εξάντληση του Δημόσιου Ταμείου.

«Μόνον η συντακτική Συνέλευση μπορεί να θέσει τέλος σε αυτήν την κατεδάφιση των οικονομικών, αφού πρώτα ανατρέψει την απολυταρχία. Η Συνέλευση θα προχωρήσει σε αυστηρή διερεύνηση των οικονομικών του Κράτους και θα συντάξει λεπτομερή, ξεκάθαρο, ακριβή και ελεγμένο προϋπολογισμό των δημοσίων εσόδων και εξόδων.

«Ο φόβος του λαϊκού ελέγχου που θα μπορούσε να αποκαλύψει σε ολόκληρο τον κόσμο την χρηματοοικονομική της ανικανότητα, αναγκάζει την κυβέρνηση να αναβάλλει διαρκώς την σύγκληση των λαϊκών εκπροσώπων.

«Η χρηματοοικονομική πτώχευση του Κράτους προέρχεται από την απολυταρχία, όπως κι η στρατιωτική του πτώχευση. Οι εκπρόσωποι του λαού θα διαταχθούν και θα αναγκαστούν να πληρώσουν τα χρέη το συντομότερο δυνατόν.

«Επιχειρώντας να υπερασπιστεί το καθεστώς απάτης, η κυβέρνηση αναγκάζει τον λαό να διεξάγει εναντίον του έναν αγώνα ως τον θάνατο. Σε αυτόν τον πόλεμο, εκατοντάδες και χιλιάδες πολιτών πεθαίνουν ή καταστρέφονται. Η παραγωγή, το εμπόριο και οι οδοί επικοινωνίας καταστρέφονται εκ βάθρων.

«Δεν υπάρχει παρά μόνο μια διέξοδος: πρέπει να ανατραπεί η κυβέρνηση, να της αφαιρεθούν οι τελευταίες της δυνάμεις. Πρέπει να στερέψει η τελευταία πηγή απ’την οποία αντλεί την ύπαρξή της: τα χρηματοοικονομικά έσοδα. Είναι απαραίτητο, όχι μόνο για την πολιτική και οικονομική χειραφέτηση της χώρας, αλλά, ειδικότερα, για να επιβληθεί τάξη στα χρηματοοικονομικά του Κράτους.

«Συνεπώς, αποφασίζουμε πως:

«Θα αρνηθούμε να πραγματοποιήσουμε οιαδήποτε καταβολή επαναγοράς των γαιών και όλες τις καταβολές στα ταμεία του Κράτους. Θα απαιτήσουμε, σε όλες τις συναλλαγές, για την καταβολή μισθών και αμοιβών, νόμισμα σε χρυσό και όταν θα πρόκειται για ποσό μικρότερο των πέντε ρουβλιών, θα απαιτούμε χρήματα.

«Θα αποσύρουμε τις καταθέσεις που έχουν γίνει σε ταμιευτήρια και στην Τράπεζα του Κράτους, απαιτώντας εξόφληση στο ακέραιο,

«Η απολυταρχία δεν απόλαυσε της εμπιστοσύνης του λαού και δεν της δόθηκε ποτέ κανενός είδους νομιμοποίηση από τον λαό.

«Σήμερα, η κυβέρνηση συμπεριφέρεται μέσα στο ίδιο της το Κράτος σαν σε κατακτημένη χώρα.

«Γι’αυτό αποφασίζουμε να μην ανεχτούμε την αποπληρωμή των χρεών του συνόλου των δανείων που η τσαρική κυβέρνηση συνήψε ενώ διεξήγαγε ανοικτό πόλεμο ενάντια στον λαό.»

(Τέλος του κειμένου του μανιφέστου)






22 Ιανουαρίου 1905: Κόκκινη Κυριακή στην Αγία Πετρούπολη

Κάτω από το κείμενο του Μανιφέστου που δημοσιεύτηκε στον Τύπο στις 2 Δεκέμβρη 1905, ακολουθούσε ο παρακάτω κατάλογος των οργανώσεων που στήριζαν το κάλεσμα σε άρνηση πληρωμής του τσαρικού χρέους και σε οικονομική ασφυξία της απολυταρχίας:

«Το σοβιέτ των αιρετών εργατών,
«Η κύρια επιτροπή της πανρωσικής ένωσης αγροτών,
«Η κεντρική επιτροπή και η οργανωτική επιτροπή του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κόμματος,
«Η κεντρική επιτροπή του επαναστατικού σοσιαλιστικού κόμματος
«Η κεντρική επιτροπή του πολωνικού σοσιαλιστικού κόμματος.»

Ο Τρότσκι συμπληρώνει ένα τελικό σχόλιο: «Φυσικά, το μανιφέστο αυτό δεν ήταν σε θέση, από μόνο του, να ανατρέψει τον τσαρισμό, ούτε και τα χρηματοοικονομικά του.
(…) Το χρηματοοικονομικό μανιφέστο του σοβιέτ δεν μπορούσε παρά να είναι μια εισαγωγή στους ξεσηκωμούς του Δεκέμβρη. Με την στήριξη της απεργίας και τις μάχες που δόθηκαν στα οδοφράγματα, είχε σημαντική απήχηση σε όλη την χώρα. Ενώ, τα προηγούμενα τρία χρόνια, οι καταθέσεις που έγιναν στα ταμιευτήρια, τον Δεκέμβρη, ξεπερνούσαν τις αναλήψεις κατά 4 εκατομμύρια ρούβλια, τον Δεκέμβρη του 1905, οι αναλήψεις ξεπέρασαν τις καταθέσεις κατά 90 εκατομμύρια: το μανιφέστο είχε τραβήξει από τις δεξαμενές του Κράτους, σε έναν μήνα, 94 εκατομμύρια ρούβλια! Έπρεπε να καταπνιγεί η εξέγερση από τις τσαρικές ορδές για να επανέλθει η ισορροπία στα ταμιευτήρια…».

Η καταγγελία του αθέμιτου και απεχθούς χαρακτήρα των τσαρικών χρεών έπαιξε θεμελιώδη ρόλο στις επαναστάσεις του 1905 και του 1917. Το κάλεσμα να μην πληρωθεί το χρέος συγκεκριμενοποιήθηκε εν τέλει στο διάταγμα αποκήρυξης (μονομερούς διαγραφής) του χρέους που υιοθέτησε η σοβιετική κυβέρνηση τον Φεβρουάριο του 1918.

2. Από την τσαρική Ρωσία στην επανάσταση του 1917 και στην αποκήρυξη των χρεών


Μετά το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων, η Ρωσία αναδύθηκε ως μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη και συμμετείχε στον σχηματισμό της Ιεράς Συμμαχίας. Η Ιερά Συμμαχία συστήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1815, στο Παρίσι, με πρωτοβουλία του Τσάρου Αλέξανδρου Α’, από τρεις ευρωπαϊκές μοναρχίες που είχαν νικήσει την αυτοκρατορία του Ναπολέοντα, με στόχο την ισχυροποίηση των θέσεών τους και την άμυνά τους απέναντι στις επαναστάσεις. Αποτελούμενη, σε πρώτη φάση, από την ρωσική Αυτοκρατορία, την αυτοκρατορία της Αυστρίας και το Βασίλειο της Πρωσίας, συμπληρώθηκε με την Γαλλία (όπου η μοναρχία είχε αποκατασταθεί) το 1818, ενώ είχε εκ των πραγμάτων την στήριξη του Λονδίνου.

Η τσαρική Ρωσία: μια ευρωπαϊκή μεγάλη δύναμη

Η ρωσική αυτοκρατορία ήταν μέλος της τρόικας που τοποθέτησε στον ελληνικό θρόνο έναν Βαυαρό πρίγκιπα, το 1830, και αλυσόδεσε την χώρα σε ένα χρέος τόσο απεχθές όσο και μη βιώσιμο. Για την Μόσχα, η προοδευτική διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσε ένα πολύ σημαντικό διακύβευμα διότι αφορούσε τα ρωσικά συμφέροντα στα Βαλκάνια και την κυκλοφορία μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου.






Η Ευρώπη το 1815, μετά το Συνέδριο της Βιέννης

Έως την δεκαετία του 1870, οι τραπεζίτες του Λονδίνου ήταν οι κύριοι χρηματοδότες του τσάρου. Από την σύσταση της γερμανικής Αυτοκρατορίας και την νίκη της επί της Γαλλίας, το 1871, οι γερμανοί τραπεζίτες αντικατέστησαν το Λονδίνο. Από την στιγμή εκείνη, η Γερμανία έγινε ο κύριος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας. Στις παραμονές του 1ου παγκόσμιου πολέμου, 53 % των εισαγωγών της Ρωσίας προέρχονταν από την Γερμανία και 32 % των εξαγωγών της κατευθύνονταν προς αυτήν. Αντίθετα, σε χρηματοοικονομικό επίπεδο, από το τέλος του 19ου αιώνα, οι Γάλλοι τραπεζίτες αντικατέστησαν τους Γερμανούς. Στις παραμονές του 1ου παγκόσμιου πολέμου, 80 % του εξωτερικού χρέους της Ρωσίας κατέχονταν από «επενδυτές» της Γαλλίας και τα περισσότερα τρέχοντα ρωσικά δάνεια είχαν εκδοθεί στην χρηματιστική αγορά του Παρισιού.






Η Ρωσική αυτοκρατορία το 1905

Συνοπτικά, οι κεφαλαιοκράτες της Γαλλίας δάνειζαν στην Ρωσία και πραγματοποιούσαν εκεί επενδύσεις (οι Βέλγοι κεφαλαιοκράτες, ειδικότερα οι «βιομήχανοι», πραγματοποιούσαν επίσης σημαντικές επενδύσεις στην Ρωσία |4|) ενώ οι Γερμανοί κεφαλαιοκράτες διοχέτευαν εκεί ένα μέρος της παραγωγής τους και προμηθεύονταν πρώτες ύλες.)

Όταν το σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης υιοθέτησε το χρηματοοικονομικό μανιφέστο – κάλεσμα στην αποκήρυξη του τσαρικού χρέους, η Ρωσία ετοιμάζονταν να εκδώσει ένα νέο μαζικό δάνειο, με την συνδρομή των τραπεζιτών και της κυβέρνησης της Γαλλίας. Η προειδοποίηση που απηύθυνε το Σοβιέτ δεν έλήφθη υπόψη από τους χρηματιστές του Παρισιού και το δάνειο δόθηκε. Δώδεκα χρόνια αργότερα, διαγράφηκε μονομερώς.






Ένας ρωσικός τίτλος του 1906

Πρώτος παγκόσμιος πόλεμος

Στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο, αντιπαρατέθηκαν δυο στρατόπεδα καπιταλιστικών δυνάμεων: από τη μια, η γερμανική αυτοκρατορία και οι σύμμαχοί της, η αυστρο-ουγγρική αυτοκρατορία, η Βουλγαρία και η Οθωμανική αυτοκρατορία. Το δεύτερο αποτελούνταν από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την ρωσική αυτοκρατορία, το Βέλγιο, τη Ρουμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία και, από τον Φεβρουάριο του 1917, τις ΗΠΑ.

Εδώ και χρόνια η Γερμανία, η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και η τσαρική Ρωσία προετοιμάζονταν για πόλεμο. Η Γερμανία, σε πλήρη οικονομική ανάπτυξη, επιζητούσε την επέκταση του χώρου της, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις αποικίες.

Η Γαλλία ήθελε να πάρει την εκδίκησή της από την Γερμανία και, ειδικότερα, να πάρει την Αλσατία και την Λωρραίνη που η Γερμανία είχε προσαρτήσει μετά την γαλλική ήττα του 1871. Η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία ήθελαν επίσης να επεκτείνουν τις αποικιακές τους επικράτειες, ειδικά πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η αριστερά, στις διάφορες εμπλεκόμενες στον πόλεμο χώρες, είχε καταγγείλει πολλά χρόνια πριν τις προετοιμασίες για τον πόλεμο αυτόν.

Στο Συνέδριο της Στουτγάρδης (1907) της σοσιαλιστικής διεθνούς, η απόφαση που ψηφίστηκε ομόφωνα δήλωνε:

«Σε περίπτωση που, παρ’ όλ’ αυτά, ο πόλεμος ξεσπάσει (τα σοσιαλιστικά κόμματα) πρέπει να μεσολαβήσουν για τον σταματήσουν άμεσα και να χρησιμοποιήσουν την οικονομική και πολιτική κρίση που θα προκαλέσει ο πόλεμος για να εξεγείρουν τα βαθύτερα λαϊκά στρώματα και να επιταχύνουν την πτώση της καπιταλιστικής κυριαρχίας."

Το 1913, στο έκτακτο Συνέδριο της Βασιλείας, η Διεθνής είχε απευθύνει επίσημη προειδοποίηση προς τις κυβερνήσεις: «Οι κυβερνήσεις πρέπει να γνωρίζουν καλά ότι, δεδομένης της σημερινής κατάστασης της Ευρώπης και της πνευματικής διάθεσης της εργατικής τάξης, δεν μπορούν, χωρίς κίνδυνο για τις ίδιες, να κηρύξουν τον πόλεμο.» |5|

Ο Ζαν Ζωρές (Jean Jaurès), σημαντική προσωπικότητα του γαλλικού σοσιαλισμού, συμπύκνωσε το μήνυμα αυτό στην τελευταία πρόταση της ομιλίας του στο Συνέδριο της Βασιλείας: «Οξύνοντας τον κίνδυνο πολέμου, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να κατανοήσουν ότι οι λαοί μπορούν εύκολα να κάνουν τους δικούς τους υπολογισμούς: η δική τους επανάσταση θα τους στοιχίσει λιγότερους νεκρούς απ’ό,τι ο πόλεμος των άλλων.»

Την κρίσιμη ώρα, τον Αύγουστο του 1914, πολλά μεγάλα σοσιαλιστικά κόμματα (το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας, αυτό της Αυστρίας, αυτά του Βελγίου, της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας) ψήφισαν μαζί με την αστική τους τάξη τις πιστώσεις για την χρηματοδότηση του πολέμου. Το κόστος σε ανθρώπινες ζωές ήταν ιδιαίτερα υψηλό. Το σύνολο των θανάτων που οφείλονταν στην παγκόσμια σύγκρουση ανέρχεται σε 18,6 εκατομμύρια, 9,7 στρατιώτες και 8,9 εκατομμύρια άμαχοι. Μεταξύ 1914 και Φεβρουαρίου 1917, στην Ρωσία, ο αριθμός των θανάτων που οφείλονταν στην συμμετοχή του Τσάρου στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ανήλθε σε 3.300.000, εκ των οποίων 1.800.000 στρατιώτες και 1.500.000 άμαχοι|6|.

Από την επανάσταση του Φλεβάρη 1917 σε αυτήν του Οκτώβρη

Όταν ξέσπασε η επανάσταση, τον Φεβρουάριο του 1917, με μια μεγάλη απεργία των γυναικών (είχε ξεκινήσει στις 23 Φλεβάρη 1917 |7|, διεθνή ημέρα για τα δικαιώματα των γυναικών |8|), ο ρωσικός λαός ήθελε να απαλλαγεί από το απολυταρχικό τσαρικό καθεστώς, ήθελε ψωμί, επιθυμούσε επίσης το τέλος του πολέμου, πρόσβαση στη γη για δεκάδες εκατομμύρια χωρικών που την στερούνταν και αναγκάζονταν να θέτουν την ζωή τους σε κίνδυνο σε έναν πόλεμο του οποίου οι στόχοι τους ήταν τελείως ξένοι.Αλεξάντρ Φιοντόροβιτς Κερένσκι (1881-1970)

Το νέο καθεστώς, υπό την διεύθυνση του μετριοπαθούς σοσιαλιστή Κερένσκι |9| που διαδέχθηκε τον Τσάρο, αρνήθηκε να μοιράσει γη στους χωρικούς, θέλησε να συνεχίσει τον πόλεμο και στάθηκε ανίκανο να θρέψει τον πληθυσμό. Δεσμεύτηκε επίσης να αποπληρώσει τα χρέη που είχε συνάψει το τσαρικό καθεστώς με τους ξένους πιστωτές και συνήψε νέα δάνεια για να συνεχίσει τον πόλεμο.

Ο Νταν, ένας από τους κυριότερους μενσεβίκους ηγέτες που ήταν αντίθετοι με το κόμμα των μπολσεβίκων, περιγράφει τον επαναστατικό αναβρασμό των μηνών που προηγήθηκαν του Οκτώβρη του 1917: οι μάζες «άρχισαν όλο και πιο συχνά να εκφράζουν την δυσαρέσκεια και την ανυπομονησία τους με ορμητικές κινήσεις και κατέληξαν (…)να στραφούν προς τον κομμουνισμό (…).Οι απεργίες διαδέχονταν η μια την άλλη. Οι εργάτες ήθελαν να απαντήσουν στην ταχεία άνοδο του κόστους ζωής με αυξήσεις μισθών. Αλλά όλες τους οι προσπάθειες απέτυχαν λόγω της συνεχούς υποτίμησης του χαρτονομίσματος. Οι κομμουνιστές διέδωσαν στις τάξεις τους το σύνθημα του «εργατικού ελέγχου» και τους συμβούλεψαν να πάρουν οι ίδιοι, στα χέρια τους, την διεύθυνση των επιχειρήσεων, για να εμποδίσουν το «σαμποτάζ» των κεφαλαιοκρατών. Από την άλλη, οι χωρικοί άρχισαν να παίρνουν υπό τον έλεγχό τους τα κτήματα, να διώχνουν τους κτηματίες και να βάζουν φωτιά στ’αρχοντικά τους…» |10|.

Η επανάσταση του Οκτώβρη του 1917

Η δυσαρέσκεια που προκάλεσε η πολιτική του Κερένσκι οδήγησε σε δεύτερη επανάσταση, τον Οκτώβρη του 1917 (στις 7 Νοέμβρη 1917, σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο που υιοθετήθηκε αργότερα). Η νέα κυβέρνηση |11|, με την στήριξη του συνεδρίου των σοβιέτ, δεσμεύτηκε υπέρ της ειρήνης, της διανομής γης και της εύρεσης τρόπων επανεκκίνησης της οικονομίας της χώρας, της αποκήρυξης του χρέους και της εθνικοποίησης του τραπεζικού τομέα |12|.

Μετάφραση από τα γαλλικά: Christine Cooreman

Σημειώσεις:

|1| Αυτό το απόσπασμα του βιβλίου Ma vie (Η Ζωή μου) είναι διαθέσιμο online (στα γαλλικά): https://www.marxists.org/francais/t...

|2| Ο Τρότσκι συνέταξε το κείμενο αυτό το 1930.

|3| Αυτό το απόσπασμα του βιβλίου 1905 είναι διαθέσιμο online (γαλλικά) : https://www.marxists.org/francais/t...

|4| Το 1914, υπήρχαν τραμ τα οποία εκμεταλλεύονταν βελγικές επιχειρήσεις σε 26 ρωσικές πόλεις. Σύμφωνα με τον Βέλγο υπουργό, Ανρί Ζασπάρ (Henri Jaspar), που μιλώντας στον βελγικό κοινοβούλιο, αναφέρονταν στα βελγικά συμφέροντα του Βελγίου στην Ρωσία πριν τον πόλεμο: «ο χυτοσίδηρος που παράγαμε στην Ρωσία αντιπροσώπευε 1/3 της συνολικής παραγωγής ρωσικού χυτοσιδήρου. Οι δοκίδες, τα ελάσματα, οι στρωτήρες αντιπροσώπευαν 42 % της συνολικής ρωσικής παραγωγής. Τα χημικά προϊόντα που παράγονταν από Βέλγους στην Ρωσία αντιπροσώπευαν 75 % των χημικών προϊόντων που παράγονταν σε όλη τη Ρωσία. Τα γυάλινα προϊόντα αντιπροσώπευαν 50% της ρωσικής παραγωγής, τα γυάλινα πετάσματα, 30%.» Σύμφωνα με τον υπουργό, 161 βελγικές επιχειρήσεις ήταν παρούσες στην Ρωσία πριν τον πόλεμο. Πηγή: Κοινοβουλευτικά πρακτικά (Annales parlementaires, Chambre, 1921-1922, σ. 883-884. Συνεδρία της 23ης Μαΐου 1922. Βλ. επίσης Κοινοβουλευτικά έγγραφα (Documents parlementaires), Γερουσία (Sénat), 1928-1929, n° 88, Έκθεση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων (Rapport de la Commission des Affaires étrangères), σ. 37-38. Τα έγγραφα αυτά αναφέρονται από τον Jean Stengers, Belgique et Russie, 1917-1924 : gouvernement et opinion publique (Βέλγιο και Ρωσία, 1917-1924: κυβέρνηση και κοινή γνώμη), Revue belge de philologie et d’histoire, Année 1988, Volume 66, Numéro 2 pp. 296-328 http://www.persee.fr/doc/rbph_0035-...

|5| J. Longuet, Le mouvement socialiste international (Το διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα), Παρίσι, 1931, σ. 58.

|6| Οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο, πέραν της Ρωσίας, ήταν η γερμανική αυτοκρατορία, με 2 εκατομμύρια νεκρούς μεταξύ των στρατιωτών και 420.000 αμάχους, η Γαλλία (αποικιών περιλαμβανομένων) με 1,4 εκατομμύριο νεκρούς στρατιώτες και 300.000 αμάχους, η Αυστρο-Ουγγαρία με 1,1 εκατομμύριο νεκρούς στρατιώτες και 470.000 αμάχους, το Ηνωμένο Βασίλειο (αποικιών περιλαμβανομένων), 885.000 στρατιώτες και 110.000 άμαχοι, η Οθωμανική αυτοκρατορία, 800.000 στρατιώτες και 4,2 εκατομμύρια αμάχων και το Βασίλειο της Σερβίας, 1.250.000 θύματα, εκ των οποίων 800.000 άμαχοι, ήτοι ένα τρίτο του πληθυσμού. Πηγή: https://fr.wikipedia.org/wiki/Perte...

|7| Το 1917, η Ρωσία χρησιμοποιούσε ακόμη το ιουλιανό ημερολόγιο, που «καθυστερεί» περί τις 13 ημέρες σε σχέση με το γρηγοριανό που υιοθετήθηκε το 1918 και αντιστοιχεί στο δυτικό ημερολόγιο. Έτσι, η επανάσταση του Φλεβάρη του 17, έλαβε χώρα κατά την διεθνή μέρα αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών, στις 8 Μαρτίου του σημερινού ημερολογίου. Επίσης, η Οκτωβριανή επανάσταση έλαβε χώρα στις 7 Νοεμβρίου. Στο υπόλοιπο κείμενο, οι ημερομηνίες αντιστοιχούν στο σημερινό (γρηγοριανό) ημερολόγιο.

|8| Βλ. Λέων Τρότσκι. 1930. Histoire de la révolution russe (Ιστορία της Ρωσικής επανάστασης), 1. Φεβρουάριος. εκδ. Le Seuil, 1967, Παρίσι, κεφάλαιο 7.

|9| Αλεξάντρ Φioντόροβιτς Κερένσκι (Alexandre Fedorovitch Kerensky) (1881-1970), δικηγόρος, εργατικός (το κόμμα του: «troudovik») υπήρξε ηγέτης της προσωρινής κυβέρνησης το 1917.

|10| Dan, in Martov-Dan: Geschichte der russischen Sozialdemokratie (Ιστορία της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας), Βερολίνο 1926, σσ. 300-301. Αναφέρεται από τον Ernest Mandel, Octobre 1917 : Coup d’État ou révolution sociale Οκτώβρης 1917: πραξικόπημα ή κοινωνική επανάσταση), IIRF, Cahiers d’étude et de recherche numéro 17/18, Άμστερνταμ, 1992, σ. 9. http://www.ernestmandel.org/fr/ecri...

|11| Η κυβέρνηση αποτελούνταν από συμμαχία μεταξύ του κόμματος των μπολσεβίκων και των Αριστερών Σοσιαλιστών Επαναστατών..

|12| EDWARD H. CARR. 1952. La révolution bolchevique, Tome 2. L’ordre économique, (Η επανάσταση των μπολσεβίκων, Τόμος 2, η οικονομική τάξη), εκδ. Édition de Minuit, Παρίσι, 1974, κεφάλαιο 16.​
​ΠΗΓΗ: www.contra-xreos.gr

















Giorgos Mitralias

17 Ιαν





προς Εμένα, Pandiera, ertopen, Μανώλης












Εκατό χρόνια από τη ρωσική επανάσταση και την αποκήρυξη των χρεών
Δεύτερη από έξι συνέχειες



3. Η ρωσική επανάσταση, η αποκήρυξη των χρεών, ο πόλεμος κι η ειρήνη


του Eric Toussaint

Στις αρχές 1918, η σοβιετική κυβέρνηση ανέστειλε την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους και, αρχές Φλεβάρη 1918, αποφάσισε την αποκήρυξη όλων των τσαρικών χρεών καθώς και των χρεών που, μεταξύ Φλεβάρη και Νοέμβρη 1917, είχε συνάψει η προσωρινή κυβέρνηση για να συνεχίσει τον πόλεμο. Ταυτόχρονα αποφάσισε να απαλλοτριώσει όλα τα υπάρχοντα των ξένων κεφαλαιοκρατών στη Ρωσία για να τα αποδώσει και πάλι στην εθνική περιουσία. Αποκηρύσσοντας τα χρέη, η σοβιετική κυβέρνηση έθετε σε εφαρμογή την απόφαση που είχε ληφθεί το 1905 από το σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης και τα διάφορα κόμματα που το στήριζαν. Αυτό προκάλεσε την ομόφωνη διαμαρτυρία των πρωτευουσών των συμμάχων μεγάλων δυνάμεων.

Διάταγμα περί Ειρήνης

Η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε ειρήνη χωρίς προσάρτηση και χωρίς αντισταθμίσματα/επανορθώσεις. Πρόσθετε την εφαρμογή του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού των λαών. Επρόκειτο για την εφαρμογή αρχών τελείως καινοτόμων ή επαναστατικών στις σχέσεις μεταξύ των Κρατών. Αποδείχτηκε πως η πολιτική αυτή της σοβιετικής κυβέρνησης εμπόδισε και ταυτόχρονα επηρέασε εκείνη του προέδρου Γούντροου Γουίλσον |13| ο οποίος είχε καταστήσει την αυτοδιάθεση των λαών κεντρικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ |14|.Τα κίνητρα των μπολσεβίκων και εκείνα της κυβέρνησης των ΗΠΑ ήταν σίγουρα διαφορετικά. Οι ΗΠΑ που δεν είχαν σημαντικές αποικίες είχαν κάθε συμφέρον να αποδυναμώσουν την βρετανική και την γερμανική αυτοκρατορία, και τις αποικιοκρατικές δυνάμεις που ήταν το Βέλγιο, η Γαλλία, οι Κάτω Χώρες… ώστε να καταλάβουν την θέση τους εφαρμόζοντας άλλες μεθόδους. Το καλύτερο διπλωματικό και ανθρωπιστικό επιχείρημα ήταν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των λαών της Αφρικής, της Καραϊβικής, της Ασίας που βρίσκονταν ακόμη υπό αποικιακό ζυγό. Για τους μπολσεβίκους, το θέμα ήταν να μπει τέλος στην τσαρική αυτοκρατορία την οποία κατήγγειλαν ως φυλακή των λαών.

Το αίτημα για ειρήνη αποτελούσε ένα από τα θεμελιώδη αίτια που είχαν προκαλέσει τον επαναστατικό ξεσηκωμό του 1917. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ρώσων στρατιωτών αρνούνταν την συνέχιση του πολέμου. Ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου χωρικοί που ήθελαν να επιστρέψουν στις οικογένειές τους και να δουλέψουν την γη. Επίσης, εδώ και πολλά χρόνια, αρκετά πριν το ξέσπασμα του πολέμου, στα πλαίσια της σοσιαλιστικής διεθνούς της οποίας ήταν μέλη ως την προδοσία του 1914, οι μπολσεβίκοι ήταν αντίθετοι στην πολιτική προετοιμασίας του πολέμου, δηλώνοντας ότι χρειάζονταν κοινός αγώνας για να τεθεί τέλος στον καπιταλισμό και το ιμπεριαλιστικό του στάδιο καθώς και στις αποικιακές κτήσεις του.

Για να εφαρμόσει πρακτικά αυτόν τον προσανατολισμό, η σοβιετική κυβέρνηση ήταν αναγκασμένη να ξεκινήσει χωριστές διαπραγματεύσεις με το Βερολίνο και τους συμμάχους του διότι, το 1917, Λονδίνο, Παρίσι και Ουάσιγκτον ήθελαν να συνεχίσουν τον πόλεμο. Η σοβιετική κυβέρνηση προσπάθησε πράγματι να οδηγήσει αυτές τις σύμμαχες πρωτεύουσες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αλλά χωρίς επιτυχία. Αφού υπέγραψε ανακωχή με τη γερμανική αυτοκρατορία στα μέσα Δεκέμβρη 1917, καθυστέρησε τις διαπραγματεύσεις με το Βερολίνο επί πέντε μήνες. Ήλπιζε να δει πολλούς λαούς της Ευρώπης, και κατά πρώτον τον γερμανικό λαό, να ξεσηκώνονται εναντίον των κυβερνήσεών τους για να επιτύχουν την ειρήνη. Ήλπιζε επίσης μάταια ότι ο πρόεδρος Γουίλσον θα παρείχε στήριξη στην σοβιετική Ρωσία απέναντι στην Γερμανία |15|.Ήθελε επίσης να αποδείξει στη διεθνή κοινή γνώμη ότι επιθυμούσε μια γενική ειρήνη, τόσο στην Δύση όσο και στην Ανατολή, κι ότι μόνον ως τελευταία λύση θα κατέληγε να υπογράψει ξεχωριστή ειρήνη με το Βερολίνο.

Από τον Δεκέμβρη του 1917, η σοβιετική κυβέρνηση άρχισε να δημοσιεύει πολλά απόρρητα έγγραφα που έδειχναν πώς οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ετοιμάζονταν να μοιραστούν επικράτειες και λαούς περιφρονώντας το δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή τους. Επρόκειτο ειδικότερα για μια συμφωνία μεταξύ Παρισιού, Λονδίνου και Μόσχας, που είχε συναφθεί το 1915 και πρόβλεπε ότι, μετά τη νίκη, η τσαρική αυτοκρατορία θα είχε το δικαίωμα να πάρει την Κωνσταντινούπολη, η Γαλλία θα ανακτούσε την Αλσατία και την Λωρραίνη και το Λονδίνο θα μπορούσε να πάρει τον έλεγχο της Περσίας |16|.Αρχές Μαρτίου 1918, η σοβιετική κυβέρνηση υπέγραφε το σύμφωνο του Μπρεστ-Λιτόφσκ με το Βερολίνο. Το τίμημα ήταν ιδιαίτερα υψηλό, καθώς η γερμανική αυτοκρατορία έπαιρνε ένα μεγάλο τμήμα των δυτικών εδαφών της ρωσικής αυτοκρατορίας: ένα τμήμα των χωρών της Βαλτικής, ένα τμήμα της Πολωνίας και της Ουκρανίας. Εν ολίγοις, η συνθήκη αυτή ακρωτηρίαζε την Ρωσία κατά 26 % του πληθυσμού της, 27 % της καλλιεργούμενης γης της, 75 % της παραγωγής της σε ατσάλι και σίδηρο.






Η επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων εναντίον της σοβιετικής Ρωσίας

Το κάλεσμα της σοβιετικής κυβέρνησης για επανάσταση σε ολόκληρο τον κόσμο, σε συνδυασμό με την θέλησή της να βάλει τέλος στον πόλεμο, να αποκηρύξει τα χρέη που απαιτούσαν οι συμμαχικές δυνάμεις και να εφαρμόσει μέτρα εθνικοποίησης οδήγησε τους δυτικούς ηγέτες να ξεκινήσουν μαζική επίθεση κατά της σοβιετικής Ρωσίας με σκοπό την ανατροπή της επαναστατικής κυβέρνησης και την αποκατάσταση της καπιταλιστικής τάξης. Η ξένη επέμβαση ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1918 και τελείωσε τέλη 1920, όταν οι δυτικές πρωτεύουσες διαπίστωσαν την αποτυχία τους και αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν πως η σοβιετική κυβέρνηση και ο Κόκκινος Στρατός είχαν αναλάβει τον έλεγχο της επικράτειας. 14 χώρες συμμετείχαν με στρατιωτικές δυνάμεις σε αυτήν την επίθεση. Η Γαλλία έστειλε 12.000 στρατιώτες (στην Μαύρη Θάλασσα και στο Βορρά), το Λονδίνο έστειλε 40.000 (κατά κύριο λόγο στο Βορρά), η Ιαπωνία 70.000 (στη Σιβηρία), η Ουάσιγκτον, 13.000 (στο Βορρά μαζί με τους Βρετανούς και τους Γάλλους), οι Πολωνοί 12.000 (στη Σιβηρία και το Μούρμανσκ), η Ελλάδα 23.000 (στη Μαύρη Θάλασσα), ο Καναδάς 5.300 |17|. Σημειωτέον ότι η ιαπωνική επέμβαση παρατάθηκε ως τον Οκτώβρη του 1922. Σύμφωνα με τον Γουίνστον Τσώρτσιλ, υπουργό πολέμου της βρετανικής κυβέρνησης, τα συμμαχικά ξένα στρατεύματα έφθαναν τους 180.000 στρατιώτες.






Παρέλαση συμμαχικών στρατευμάτων στο Βλαδιβοστόκ, το 1918

Η γαλλική κυβέρνηση ήταν η πιο βίαια αντίθετη προς την σοβιετική κυβέρνηση και, αυτό, από την αρχή. Πολλοί είναι οι λόγοι που εξηγούν την αντίθεση αυτή: 1. φοβόταν την επέκταση στην Γαλλία του επαναστατικού κινήματος που είχε ξεκινήσει ο ρωσικός λαός καθώς η αντίθεση στη συνέχιση του πολέμου ήταν έντονη στον γαλλικό πληθυσμό, 2. Η σοβιετική απόφαση αποκήρυξης του χρέους επηρέαζε την Γαλλία περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, δεδομένου ότι τα ρωσικά δάνεια είχαν εκδοθεί στο Παρίσι και κατέχονταν στην πλειοψηφία τους, στην Γαλλία.

Αποδείχτηκε ότι η γαλλική κυβέρνηση, το 1917, είχε ξεκινήσει μυστικές συζητήσεις με το Βερολίνο για να καταλήξει σε συμφωνία ειρήνης που πρόβλεπε να επιτραπεί στην γερμανική αυτοκρατορία να επεκταθεί προς Ανατολάς, σε βάρος της επαναστατικής Ρωσίας, υπό τον όρο να επιστρέφονταν στην Γαλλία η Αλσατία και η Λωρραίνη. Η άρνηση του Βερολίνου να κάνει αυτήν την παραχώρηση στο Παρίσι έθεσε τέλος σε αυτές τις διαπραγματεύσεις |18|.

Η ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου 1918 που υπογράφτηκε μεταξύ των δυτικών πρωτευουσών και του Βερολίνου πρόβλεπε την προσωρινή παραμονή των γερμανικών στρατευμάτων στα «ρωσικά» εδάφη που κατείχαν. Βάσει του άρθρου 12 της ανακωχής, η Γερμανία έπρεπε να εγκαταλείψει όλα τα παλαιά ρωσικά εδάφη «μόλις οι Σύμμαχοι κρίνουν πως η στιγμή είναι κατάλληλη, εν όψει της εσωτερικής κατάστασης στα εν λόγω εδάφη» |19|.Ο στόχος ήταν να επιτραπεί στον αυτοκρατορικό στρατό να εμποδίσει την σοβιετική κυβέρνηση να ανακτήσει γρήγορα τον έλεγχο των εδαφών που είχαν παραχωρηθεί στην Γερμανία με το σύμφωνο του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Η ιδέα των Συμμάχων ήταν να επιτραπεί στις αντι-μπολσεβίκικες δυνάμεις να πάρουν τον έλεγχο των εδαφών αυτών και να τα καταστήσουν προγεφύρωμα για την ανατροπή της κυβέρνησης.

Ο Βρετανός ιστορικός E. H. Carr δείχνει πόσο λίγο δημοφιλής ήταν η επέμβαση κατά της Σοβιετικής Ρωσίας: «Όταν οι σύμμαχοι πολιτικοί ηγέτες συγκεντρώθηκαν στο Παρίσι για την Διάσκεψη για την Ειρήνη, τον Ιανουάριο του 1919, συζήτησαν σχετικά με την κατοχή της Ρωσίας από τα συμμαχικά στρατεύματα. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Λόυντ Τζωρτζ, δήλωσε στους ομολόγους του ότι «αν επιχειρούσε τώρα να στείλει μια χιλιάδα βρετανών στρατιωτών για κατοχή της Ρωσίας, οι στρατιώτες θα στασίαζαν» και ότι «αν επιχειρούσε στρατιωτική εκστρατεία κατά των μπολσεβίκων, η Αγγλία θα γίνονταν μπολσεβίκικη». Ο Λόυντ Τζωρτζ, όπως το συνήθιζε, επιχειρούσε να εντυπωσιάσει τα πνεύματα αλλά, συγχρόνως, η διαίσθησή του αντιλαμβάνονταν ορθά τα συμπτώματα. Στις αρχές του 1919, ξέσπασαν σοβαρές ανταρσίες στον γαλλικό στόλο και στις στρατιωτικές μονάδες που είχαν κάνει απόβαση στην Οδησσό καθώς και σε άλλα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Αρχές Απρίλη, υποχώρησαν εσπευσμένα. Όσο για τις πολυεθνικές δυνάμεις υπό αγγλική διοίκηση στο μέτωπο του Αρχαγγέλσκ, ο επικεφαλής των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο αγγλικό υπουργείο πολέμου γνωστοποίησε ότι το ηθικό τους ήταν "τόσο χαμηλό που ήταν εύκολη λεία για την προπαγάνδα των μπολσεβίκων, που ήταν πολύ έντονη και υπόγεια, και που ο εχθρός διαδίδει με όλο και μεγαλύτερη ενέργεια και ταλέντο." Πολύ αργότερα, επίσημες αμερικανικές εκθέσεις αποκάλυψαν τις λεπτομέρειες της κατάστασης. Την 1ηΜαρτίου 1919, ξέσπασε ανταρσία στις γαλλικές δυνάμεις που είχαν λάβει διαταγή να κατευθυνθούν στο μέτωπο. Μερικές μέρες νωρίτερα, ένας βρετανικός λόχος πεζικού «αρνήθηκε να πάει στο μέτωπο». Λίγο αργότερα, ένας αμερικανικός λόχος «αρνήθηκε για ένα διάστημα να επιστρέψει στο μέτωπο». Μπροστά στα γεγονότα αυτά, η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε τον Μάρτη του 1919 να εγκαταλείψει τον Βορρά της Ρωσίας – αναχώρηση που ολοκληρώθηκε μόνο μετά από έξι μήνες.» |20|






Δυτικές στρατιωτικές επεμβάσεις στα Δυτικά της Ρωσίας, το 1919 και το 1920

Ο Γουίνστον Τσώρτσιλ ήταν από τα κύρια γεράκια του δυτικού στρατοπέδου. Επωφελούμενος της απουσίας του Λόυντ Τζωρτζ και του προέδρου των ΗΠΑ, σε μια διάσκεψη κορυφής που έλαβε χώρα στο Παρίσι στις 19 Φεβρουαρίου 1919, ο Τσώρτσιλ παρενέβη για να πείσει τις άλλες κυβερνήσεις να συμπληρώσουν την επέμβασή τους με άμεση στήριξη των δυνάμεων των Λευκών Ρώσων στρατηγών, πρότεινε να τους στείλουν «εθελοντές, τεχνικούς όπλων, πυρομαχικά, τανκς, αεροπλάνα, κλπ.» και να «εξοπλίσουν τις αντι-μπολσεβίκικες δυνάμεις» |21|.

Οι Σύμμαχοι προσπάθησαν να πείσουν τις νέες γερμανικές αρχές (υπέρ της Δύσης) να συμμετέχουν στην δράση κατά της μπολσεβίκικης Ρωσίας. Παρά την πολύ έντονη πίεση των δυτικών πρωτευουσών, τον Οκτώβρη του 1919, το Reichstag, το γερμανικό κοινοβούλιο, όπου οι σοσιαλιστές (SPD) και οι φιλελεύθεροι αποτελούσαν την πλειοψηφία, ψήφισε ομόφωνα κατά της προσχώρησης της Γερμανίας στον αποκλεισμό που είχαν αποφασίσει οι Σύμμαχοι κατά της σοβιετικής Ρωσίας. Για ολοκληρωμένη εικόνα, πρέπει να προσθέσουμε ότι, συγχρόνως, Γερμανοί στρατηγοί όπως ο Λούντεντορφ και, ειδικά, ο Von der Goltz που διοικούσε τα τελευταία οργανωμένα κατάλοιπα της πάλαι ποτέ αυτοκρατορικής στρατιάς, στήριζαν στρατιωτικές επιχειρήσεις Ανατολικά, για να βοηθήσουν τους Λευκούς Ρώσους στρατηγούς κατά των μπολσεβίκων. Το πραγματοποιούσαν με την υποστήριξη των δυτικών πρωτευουσών |22|.

Είναι προφανές ότι τόσο οι δυτικές κυβερνήσεις όσο και εκείνες των κεντρικών δυνάμεων που είχαν ηττηθεί (γερμανική αυτοκρατορία και Αυστρο-Ουγγαρία) φοβόνταν την επέκταση της επανάστασης στις χώρες τους. Σε ένα απόρρητο έγγραφο, ο Λόυντ Τζωρτζ έγραφε στις αρχές του 1919: «Ολόκληρη η Ευρώπη έχει κατακτηθεί από το επαναστατικό πνεύμα. Μεταξύ των εργατών υπάρχει ένα βαθύ αίσθημα, όχι μόνο δυσαρέσκειας αλλά και οργής και αγανάκτησης κατά των προπολεμικών συνθηκών. Η καθεστηκυία τάξη αμφισβητείται από πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής πλευράς από τις μάζες του πληθυσμού, απ’άκρη σ’άκρη της Ευρώπης» |23|. Ο φόβος αυτός της επανάστασης δεν ήταν φανταστικός και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη βία της επίθεσης κατά της Ρωσίας των μπολσεβίκων.

Η ξένη επέμβαση στήριξε τις επιθέσεις των Λευκών Ρώσων στρατηγών και παράτεινε τον εμφύλιο πόλεμο που ήταν φονικότατος (προκάλεσε περισσότερους νεκρούς απ’ό,τι ο παγκόσμιος πόλεμος στην Ρωσία |24|).Το κόστος της ξένης επέμβασης, σε ανθρώπινες ζωές και σε υλικές καταστροφές ήταν σημαντικότατο και η σοβιετική κυβέρνηση απαίτησε αργότερα το θέμα αυτό να ληφθεί υπόψη στις διεθνείς διαπραγματεύσεις σχετικά με την αποκήρυξη του χρέους (βλ. παρακάτω).

Ο οικονομικός και χρηματοοικονομικός αποκλεισμός της σοβιετικής Ρωσίας, ο αποκλεισμός του ρωσικού χρυσού

Από το 1918, η σοβιετική Ρωσία αποτέλεσε αντικείμενο αποκλεισμού από πλευράς των συμμαχικών δυνάμεων. Η σοβιετική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να πληρώσει σε χρυσό την εισαγωγή αγαθών που της ήταν απολύτως απαραίτητα. Όμως καμία από τις μεγάλες τράπεζες και καμία κυβέρνηση στον κόσμο δεν μπορούσε τότε να δεχθεί τον σοβιετικό χρυσό χωρίς να έλθει σε άμεση σύγκρουση με τις συμμαχικές κυβερνήσεις. Πράγματι, Παρίσι, Λονδίνο, Ουάσιγκτον, Βρυξέλλες,… θεωρούσαν πως ο ρωσικός χρυσός έπρεπε να περιέλθει σε αυτές ως αποζημίωση των κεφαλαιοκρατών των οποίων η περιουσία είχε απαλλοτριωθεί στην Ρωσία και ως αποπληρωμή των χρεών. Αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό εμπόδιο για το σοβιετικό εμπόριο. Στις ΗΠΑ, κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που επιθυμούσε να πραγματοποιήσει συναλλαγή με χρυσό ή να μπει στην χώρα με χρυσό έπρεπε να κάνει την ακόλουθη δήλωση: «Ο κάτωθι υπογεγραμμένος, ιδιοκτήτης μεριδίου χρυσού … δηλώνω και εγγυώμαι δια της παρούσας ότι ο χρυσός αυτός δεν είναι μπολσεβίκικης προέλευσης και δεν υπήρξε ποτέ στην κατοχή της λεγόμενης μπολσεβίκικης Κυβέρνησης της Ρωσίας. Ο κάτωθι υπογεγραμμένος, επίσης, …. εγγυώμαι για πάντα, στις ΗΠΑ, χωρίς κανέναν περιορισμό ή επιφύλαξη, το δικαίωμα επί του εν λόγω χρυσού.» |25|.

Πρέπει να προσθέσουμε ότι μετά την παράδοση της Γερμανίας, τον Νοέμβρη του 1918, η Γαλλία πέτυχε να ανακτήσει τα σημαντικά λύτρα σε χρυσό που το Βερολίνο είχε λάβει σε εφαρμογή της συνθήκης ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ που είχε υπογραφεί το Μάρτη του 1918 |26|.Η Γαλλία αρνούνταν να επιστρέψει αυτόν τον χρυσό στη Ρωσία, θεωρώντας ότι επρόκειτο για ένα τμήμα των επανορθώσεων που η Γερμανία έπρεπε να καταβάλλει στο Παρίσι. Σημειωτέον ότι ο αποκλεισμός του ρωσικού χρυσού συνεχίστηκε εν μέρει επί πολλά χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε η Γαλλία, το 1928, να πείσει τις αρχές της Ουάσιγκτον να απαγορεύσουν πληρωμή σε ρωσικό χρυσό μιας σύμβασης μεταξύ της Ρωσίας και μιας ιδιωτικής εταιρείας των ΗΠΑ.

4. Η ρωσική επανάσταση, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών και η αποκήρυξη των χρεών


Η συνθήκη των Βερσαλλιών υπογράφεται τελικά στις 28 Ιουνίου 1919, χωρίς την συμμετοχή της Σοβιετικής Ρωσίας. Όμως, η Συνθήκη των Βερσαλλιών ακύρωνε το Σύμφωνο του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Βάσει του άρθρου 116 της συνθήκης των Βερσαλλιών, η Ρωσία μπορούσε να ζητήσει αποζημιώσεις από την Γερμανία. Πράγμα που δεν έκανε, καθώς ήθελε να διατηρήσει συνοχή με την θέση της υπέρ μιας ειρήνης χωρίς προσάρτηση και χωρίς αίτημα αποζημίωσης. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό που είχε σημασία για κείνην ήταν να καταργηθεί το Σύμφωνο του Μπρεστ-Λιτόφσκ και να επιστραφούν στους λαούς που είχαν λεηλατηθεί (λαοί των Βαλτικών χωρών, της Πολωνίας, της Ουκρανίας, της Ρωσίας,…) τα εδάφη που η Γερμανία είχε προσαρτήσει τον Μάρτη του 1918, σύμφωνα με το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση που υπερασπίζονταν η νέα σοβιετική κυβέρνηση.

Οι συνθήκες με τις δημοκρατίες της Βαλτικής, την Πολωνία, την Περσία, την Τουρκία…

Έτσι, το δικαίωμα αυτό το επικαλούνται τα πρώτα άρθρα κάθε συνθήκης ειρήνης που υπέγραψε η σοβιετική Ρωσία με τα νέα Κράτη της Βαλτικής, το 1920: την Εσθονία, στις 2 Φλεβάρη, την Λιθουανία, στις 12 Ιουλίου, και την Λετονία, στις 11 Αυγούστου. Αυτές οι συνθήκες ειρήνης μοιάζουν μεταξύ τους και η ανεξαρτησία των Κρατών αυτών – που είχαν ενσωματωθεί δια της βίας στην τσαρική αυτοκρατορία -διατρανώνεταιι συστηματικά στο πρώτο ή στο δεύτερο άρθρο. Μέσα από τις συνθήκες αυτές, η Ρωσία διακηρύσσει την αντίθεσή της στην κυριαρχία του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου και την απόφασή της να αποκηρύξει τα τσαρικά χρέη. Πράγματι, η συνθήκη που υπογράφεται στις 2 Φλεβάρη με την Εσθονία αναφέρει: «Η Εσθονία δεν θα φέρει κανένα τμήμα ευθύνης για τα χρέη και οποιεσδήποτε άλλες υποχρεώσεις της Ρωσίας (…).Όλες οι απαιτήσεις των πιστωτών της Ρωσίας σχετικά με το τμήμα των χρεών που αφορά την Εσθονία πρέπει να απευθύνονται μόνον κατά της Ρωσίας.» Παρόμοιες διατάξεις έναντι της Λιθουανίας και της Λετονίας περιλαμβάνονται στις συνθήκες που υπογράφτηκαν με τα Κράτη αυτά. Πέραν της επιβεβαίωσης ότι οι λαοί δεν πρέπει να υποχρεώνονται να καταβάλλουν αθέμιτα χρέη που συνάφθηκαν στο όνομά τους αλλά όχι προς το συμφέρον τους, η σοβιετική Ρωσία αναγνωρίζει έτσι τον ρόλο καταπιεστή που έπαιξε η τσαρική Ρωσία απέναντι στα μειονοτικά έθνη που αποτελούσαν την αυτοκρατορία.
Υπογραφή της Συνθήκης του Ταρτού μεταξύ της Εσθονίας και της σοβιετικής Ρωσίας, εκπροσωπούμενης από τον Adolf Joffé, στις 2 Φλεβάρη 1920.

Εφαρμόζοντας τις αρχές που διακηρύσσει, η σοβιετική Ρωσία προχωρά ακόμη παραπέρα. Σε αυτές τις συνθήκες ειρήνης, δεσμεύεται να αποδώσει στα καταπιεσμένα έθνη της Βαλτικής τα αγαθά που είχε ιδιοποιηθεί το τσαρικό καθεστώς (και ειδικότερα τα πολιτιστικά και ακαδημαϊκά αγαθά όπως τα σχολεία, τις βιβλιοθήκες, τα αρχεία, τα μουσεία) καθώς και ατομικά αγαθά που είχαν απομακρυνθεί από τα εδάφη της Βαλτικής κατά την διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Ως αντιστάθμισμα για τις ζημίες που προκλήθηκαν κατά την διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου στον οποίο συμμετείχε η τσαρική Ρωσία, η σοβιετική Ρωσία ανακοινώνει σε αυτές τις συνθήκες τη βούλησή της να δώσει 15 εκατομμύρια χρυσά ρούβλια στην Εσθονία, 3 εκατομμύρια χρυσά ρούβλια στην Λιθουανία και 4 εκατομμύρια χρυσά ρούβλια στην Λετονία, καθώς και το δικαίωμα για τα τρία αυτά Κράτη να εκμεταλλεύονται τα ρωσικά δάση που βρίσκονται κοντά στα σύνορά τους. Ενώ οι πιστώσεις του ρωσικού Κράτους επί των υπηκόων των Κρατών της Βαλτικής μεταφέρονται στις νέες ανεξάρτητες αρχές, οι συνθήκες ειρήνης που υπογράφονται με την Λιθουανία και την Λετονία προσδιορίζουν ότι τα χρέη των μικρών αγροτικών ιδιοκτητών προς τις παλιές ρωσικές κτηματικές τράπεζες που έχουν πλέον εθνικοποιηθεί δεν μεταφέρονται στις νέες κυβερνήσεις αλλά «διαγράφονται, απλά και ξάστερα». Οι διατάξεις αυτές επεκτείνονται στους μικροϊδιοκτήτες της Εσθονίας, δυνάμει του άρθρου 13 της συνθήκης ειρήνης που υπογράφτηκε με την χώρα που προβλέπει ότι οι «απαλλαγές, δικαιώματα ή ιδιαίτερα προνόμια» που παρέχονται στο νέο Κράτος που προέρχεται από την τσαρική αυτοκρατορία ή στους πολίτες του επεκτείνονται άμεσα και στην Εσθονία ή τους πολίτες της.

Υπογράφοντας τις συνθήκες αυτές, η σοβιετική Ρωσία, ενώ εφάρμοζε τις αρχές που ήθελε να υπερασπιστεί, επιζητούσε επίσης να βγει από την απομόνωση στην οποία την βύθισαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις από τις μέρες της Επανάστασης του Οκτώβρη. Τα Κράτη της Βαλτικής είναι τα πρώτα που θα σπάσουν τον αποκλεισμό που επιβλήθηκε στην Ρωσία και αυτές οι συμφωνίες ειρήνης ανοίγουν τον δρόμο για εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ των διαφόρων μερών. Τον Μάρτη του 1921, μια παρόμοια συμφωνία ειρήνης υπογράφεται μεταξύ Ρωσίας, Ουκρανίας και Λευκορωσίας, αφενός, και της Πολωνίας, αφετέρου. Το έγγραφο αυτό απαλλάσσει την Πολωνία από κάθε ευθύνη σχετικά με τα χρέη που συνάφθηκαν στο όνομά της από την τσαρική αυτοκρατορία, προβλέπει την επιστροφή των αγαθών που είχε αρπάξει η τσαρική Ρωσία καθώς και την καταβολή επανορθώσεων στην Πολωνία, από την Ρωσία και την Ουκρανία, ύψους 30 εκατομμυρίων χρυσών ρουβλίων. Η υπογραφή της συνθήκης αυτής είναι ακόμη πιο σημαντική από αυτές των χωρών της Βαλτικής: η Πολωνία είναι μια δύναμη-κλειδί για την απομόνωση της Ρωσίας που επεδίωκαν οι συμμαχικές καπιταλιστικές δυνάμεις.






Η Πολωνία μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο

Το σύμφωνο φιλίας που υπογράφτηκε μεταξύ σοβιετικής Ρωσίας και Περσίας, στις 26 Φεβρουαρίου 1921, είναι ακόμη ένα δείγμα της θέλησης της σοβιετικής Ρωσίας να ευνοήσει την χειραφέτηση των καταπιεσμένων μέσω του δικαιώματός τους στην αυτοδιάθεση. Με το σύμφωνο αυτό, η Ρωσία διατρανώνει τη ρήξη με την "τυραννική πολιτική των αποικιοκρατικών κυβερνήσεων» της τσαρικής Ρωσίας και παραιτείται των εδαφών και των οικονομικών συμφερόντων που κατέχει στην Περσία. Από το πρώτο ήδη άρθρο του κειμένου αυτού, αναφέρεται: «Το σύνολο των συνθηκών και συμβάσεων που συνήφθηκαν μεταξύ Περσίας και τσαρικής Ρωσίας, η οποία καταπάτησε τα δικαιώματα του περσικού λαού, είναι άκυρες.» Έπειτα, το άρθρο 8 καταγγέλλει σαφώς τα χρέη που αξιώνονταν από την Περσία από το τσαρικό καθεστώς: η νέα ρωσική κυβέρνηση παραιτείται της οικονομικής πολιτικής του τσαρικού καθεστώτος στην Ανατολή «η οποία συνίστατο στον δανεισμό χρημάτων στην περσική κυβέρνηση, όχι με στόχο να συμμετέχει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας αλλά με στόχους πολιτικής υποταγής" και, συνεπώς, ακυρώνει τις ρωσικές αξιώσεις κατά της Περσίας.

Μερικές εβδομάδες αργότερα, η σοβιετική κυβέρνηση παραιτείται όλων των υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών, της Τουρκίας έναντι της Ρωσίας, δυνάμει των συμφωνιών που είχε υπογράψει η τσαρική κυβέρνηση |27|.

Μετάφραση από τα γαλλικά: Christine Cooreman

Σημειώσεις:

|13| Ο Τόμας Γούντροου Γουίλσον (Thomas Woodrow Wilson), γεννήθηκε στο Staunton στις 28 Δεκεμβρίου 1856 και πέθανε στην Ουάσιγκτον στις 3 Φεβρουαρίου 1924, και ήταν ο 24ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Εκλέχθηκε για δυο συνεχείς θητείες, από το 1913 ως το 1921.

|14| Βλ. την δήλωση του Γ. Γουίλσον, τον Φεβρουάριο του 1918 « every territorial settlement in this war must be made in the interest and for the benefit of the population concerned, and not as part of any mere adjustment compromise of claims amongst rival states » (κάθε εδαφική ρύθμιση σε αυτόν τον πόλεμο πρέπει να πραγματοποιηθεί προς το συμφέρον και το όφελος του πληθυσμού που αφορά και όχι ως συμβιβαστική προσαρμογή αξιώσεων μεταξύ αντίπαλων κρατών). Βλ. επίσης την δήλωση αυτή, το 1919, κατά την υπογραφή του συμφώνου δημιουργίας της Κοινωνίας των Εθνών « The fundamental principle of this treaty is a principle never aknowledged before… that the countries of the world belong to the people who live in them ». («Η θεμελιώδης αρχή πάνω στην οποία βασίζεται η συνθήκη αυτή είναι μια αρχή που δεν ανγνωρίστηκε ποτέ στο παρελθόν…ότι οι χώρες του κόσμου ανήκουν στους λαούς που ζουν σε αυτές») Οι δυο αυτές παραπομπές προέρχονται από το έργο της Odette Lienau, Rethinking Sovereign Debt : Politics, Reputation, and Legitimacy in Modern Finance, Harvard University, 2014, p. 62-63. http://www.hup.harvard.edu/catalog....

|15| Τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 1918, ο πρόεδρος Γουίλσον υιοθέτησε μια δημόσια στάση η οποία έμοιαζε θετική, έναντι της σοβιετικής Ρωσίας. Βλ. ειδικότερα το σημείο 6 της 14 σημείων δήλωσής του στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, στις 8 Ιανουαρίου 1918 https://fr.wikipedia.org/wiki/Quato...
Όμως, στην πράξη, εν τέλει, ο Γουίλσον δεν θέλησε να παράσχει βοήθεια στους σοβιετικούς.

|16| Βλ. EDWARD H. CARR. 1952. La révolution bolchevique, Tome 3. La Russie soviétique et le monde (Η επανάσταση των μπολσεβίκων, Τόμος 3. Η σοβιετική Ρωσία και ο κόσμος), εκδ. Edition de Minuit, Παρίσι, 1974, κεφάλαιο 22. σ. 24 της γαλλικής έκδοσης του 1974.

|17| Βλ. ειδικότερα https://fr.wikipedia.org/wiki/Inter...

|18| Ο Λόυντ Τζωρτζ είναι που αναφέρθηκε σε αυτές τις διαπραγματεύσεις στα απομνημονεύματά του: Lloyd George, War Memoirs, IV, 1934, 2081-2107. Βλ. EDWARD H. CARR. 1952. La révolution bolchevique, Tome 3. La Russie soviétique et le monde (Η επανάσταση των μπολσεβίκων, Τόμος 3. Η σοβιετική Ρωσία και ο κόσμος), εκδ. Edition de Minuit, Παρίσι, 1974, κεφάλαιο 22. σ. 36 της γαλλικής έκδοσης του 1974.

|19| Βλ. EDWARD H. CARR. 1952. La révolution bolchevique, Tome 3. La Russie soviétique et le monde (Η επανάσταση των μπολσεβίκων, Τόμος 3. Η σοβιετική Ρωσία και ο κόσμος), εκδ. Edition de Minuit, Παρίσι, 1974, κεφάλαιο 28. σ. 317 της γαλλικής έκδοσης του 1974.

|20| EDWARD H. CARR. 1952. La révolution bolchevique, Tome 3. La Russie soviétique et le monde (Η επανάσταση των μπολσεβίκων, Τόμος 3. Η σοβιετική Ρωσία και ο κόσμος), εκδ. Edition de Minuit, Παρίσι, 1974, κεφάλαιο 13. σ. 136-137 της γαλλικής έκδοσης του 1974.

|21| Αναφορά από τον E. H. Carr, Τόμος 3, σ. 122 της γαλλικής έκδοσης του 1974.

|22| E. H. Carr, Τόμος 3, σ. 316 της γαλλικής έκδοσης του 1974.

|23| Αναφορά του E. H. Carr, Τόμος 3, σ. 139 της γαλλικής έκδοσης του 1974.

|24| Σχετικά με τον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο, βλ. Jean-Jacques Marie, La guerre civile russe (1917-1922), 2005.

|25| The New York Times, 2 Απριλίου 1921, αναφορά του Alexander N. SACK, Les réclamations diplomatiques contre les soviets (1918-1938) (Οι διπλωματικές αξιώσεις κατά των σοβιέτ), Revue de droit international et de législation comparée, p. 301. Για την αγγλική έκδοση, βλ.: http://heinonline.org/HOL/LandingPa...

|26| Βλ.: Alexander N. SACK, Les réclamations diplomatiques contre les soviets (1918-1938) (Οι διπλωματικές αξιώσεις κατά των σοβιέτ), Revue de droit international et de législation comparée

|27| Carr, τ. 3, σ. 311-312.
​ΠΗΓΗ: www.contra-xreos.gr

















Giorgos Mitralias

17 Ιαν





προς ΛΕΥΤΕΡΗΣ, ΒΑΘΥ, Μανώλης, Εμένα
















Giorgos Mitralias

20 Ιαν





προς Εμένα, Pandiera, ertopen, Μανώλης












Εκατό χρόνια από τη ρωσική επανάσταση και την αποκήρυξη των χρεών
Τρίτη από έξι συνέχειες



5. Ο γαλλικός Τύπος στην υπηρεσία του τσάρου


του Eric Toussaint

Με την ανατροπή του τσαρισμού, τον Φλεβάρη του 1917, και την άνοδο στην εξουσία των μπολσεβίκων με συμμάχους τους σοσιαλιστές επαναστάτες της αριστεράς του Οκτώβρη, πολλά έγγραφα που έως τότε ήταν απόρρητα τίθενται στην διάθεση του κοινού (βλ. παρακάτω). Αυτό επιτρέπει στον Μπορίς Σουβαρίν, Γαλλο-ρώσο κομμουνιστή ακτιβιστή, να διαβάσει τα αυτοκρατορικά αρχεία της Ρωσίας. Ανακαλύπτει μιαν ευρεία επιχείρηση διαφθοράς του γαλλικού Τύπου που ξεκίνησε πριν από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο και είχε ως στόχο την προώθηση, μεταξύ των Γάλλων πολιτών, της επένδυσης στους τίτλους του τσαρικού χρέους. Η υπόθεση αυτή, όπου προσωπικότητες με επιρροή διαφθείρονται αλλά και εκβιάζουν, καταγγέλλεται από την εφημερίδα L’Humanité επί πολλούς μήνες, μεταξύ 1923 και 1924, μέσα από μια καθημερινή σειρά άρθρων με τίτλο «Η αποτρόπαιη σαπίλα του γαλλικού Τύπου».

Πώς, το τσαρικό καθεστώς, εξαγόραζε τον γαλλικό Τύπο για να συνεχίζει την έκδοση τίτλων του χρέους

Από το τέλος του 19ου αιώνα, η τσαρική αυτοκρατορία προτιμούσε τη χρηματοπιστωτική αγορά του Παρισιού ως τόπο έκδοσης των δανείων της. Οι τίτλοι αγοράζονται από πολλούς Γάλλους μικροεισοδηματίες. Στις αρχές του 20ου αιώνα, τα δάνεια αυτά αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία για την διατήρηση του τσαρικού καθεστώτος – μιας μεγάλης δύναμης με μικρή οικονομική ανάπτυξη- καθώς αυτό βυθίζεται στο τέλμα ενός πολέμου με την Ιαπωνία, από το 1904 ως το 1905, και προσπαθεί να συγκρατήσει την δυσαρέσκεια, καταστέλλοντας το επαναστατικό κίνημα του 1905. Το 1906, βγαίνοντας ηττημένο από τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας, το καθεστώς εκδίδει ένα σημαντικό δάνειο στο Παρίσι. Ο Arthur Raffalovitch, διπλωμάτης και μυστικοσύμβουλος του ρωσικού Υπουργείου οικονομικών στο Παρίσι, είναι επιφορτισμένος, ως τον Α παγκόσμιο πόλεμο με την προώθηση των ρωσικών δανείων στο Παρίσι. Τις επιστολές του προς τους ιεραρχικά ανώτερούς του στην τσαρική κυβέρνηση είναι που διάβασε ο Μπορίς Σουβαρίν και μπόρεσε να αποκαλύψει την υπόθεση διαφθοράς και εκβιασμών στην οποία εμπλέκονταν πολλές εφημερίδες, ειδικότερα του Παρισιού (όπως οι Le Figaro, Le Petit Journal, Le Temps ή ακόμη Le Matin), μεγάλες γαλλικές τράπεζες (ειδικότερα η Crédit lyonnais και η Banque de Paris et des Pays-Bas, μέλλουσα BNP Paribas), γερουσιαστές και Γάλλοι υπουργοί. Μεταξύ αυτών βρίσκουμε τον Ραιμόν Πουανκαρέ (Raymond Poincaré), που αμφισβητήθηκε για τον ρόλο που έπαιξε όταν ήταν πρόεδρος της κυβέρνηση και υπουργός εξωτερικών, το 1912 (ο υπουργός οικονομικών του, Λουί-Λυσιέν Κλοτζ (Louis-Lucien Klotz), κατηγορήθηκε και αυτός). Ο Πουανκαρέ έγινε στην συνέχεια Πρόεδρος της Δημοκρατίας, από το 1913 ως το 1920, και είναι και πάλι πρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός εξωτερικών όταν ξέσπασε το σκάνδαλο. Σημειωτέον ότι η υπόθεση αυτή δεν τον ενόχλησε: παρέμεινε πρόεδρος της κυβέρνησης ως τον Ιούνιο του 1924, και γίνεται εκ νέου το 1926, κατέχοντας, ως μπόνους… την θέση του υπουργού οικονομικών! Ο ρόλος του εκπροσώπου των χρηματιστηριακών πρακτόρων του Παρισιού – που πουλούσαν τους τίτλους χρέους στους επενδυτές – υπήρξε κεντρικός στον εκβιασμό που ασκήθηκε στην κυβέρνηση του τσάρου. Μεταξύ 1900 και 1914, 6,5 εκατομμύρια φράγκα καταβλήθηκαν στον γαλλικό Τύπο από την ρωσική κυβέρνηση.Ο Μπορίς Σουβαρίν

Όταν ξεσπά η υπόθεση, η διαφθορά του Τύπου δεν αποτελεί κάτι το καινοφανές όσον αφορά τον κόσμο του χρηματιστηρίου, εφόσον ένα σκάνδαλο τον 19ο αιώνα είχε αποκαλύψει ότι το δάνειο που έπρεπε να χρηματοδοτήσει την κατασκευή της διώρυγας του Παναμά και είχε εκδοθεί στη Γαλλία είχε προωθηθεί με τις ίδιες μεθόδους. Στην υπόθεση των ρωσικών δανείων, η τσαρική κυβέρνηση και οι γαλλικές τράπεζες που εξέδιδαν τους τίτλους αγόραζαν «διαφήμιση» στις μεγάλες εφημερίδες που εξήραν τότε την χρηματοοικονομική κατάσταση της Ρωσίας και τη βιωσιμότητα του χρέους του τσάρου. Σύμφωνα με την αλληλογραφία του τσαρικού πράκτορα Ραφάλοβιτς, η διαφήμιση αυτή περιλάμβανε επίσης λογοκρισία –γεγονότα όπως η δεινή θέση της Ρωσίας στον πόλεμό της κατά της Ιαπωνίας ή το επαναστατικό κίνημα του 1905 δεν θα ήταν θετικό να γίνουν γνωστά στους εν δυνάμει επενδυτές. Η αλληλογραφία αυτή δείχνει ακόμη και εικονικούς συνδρομητές σε ορισμένες εφημερίδες! Ο πρόεδρος των χρηματιστηριακών πρακτόρων, οι διεφθαρμένοι διευθυντές εφημερίδων και πολιτικοί υπεύθυνοι επωφελήθηκαν της κατάστασης αυτής για να εκβιάσουν την ρωσική κυβέρνηση, να απαιτήσουν αυξημένες πληρωμές και να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους.

Οι αποκαλύψεις της L’Humanité βασίζονται σε αυθεντικά έγγραφα. Μεταξύ των εφημερίδων που κατηγορεί η L’Humanité, μόνο η Le Matin έκανε μήνυση κατά της κομμουνιστικής εφημερίδας. Από την πρώτη ημέρα της δίκης, ο Βλαντιμίρ Κοκόβτσοφ (Vladimir Kokovtsov), υπουργός οικονομικών του τσάρου σχεδόν αδιαλείπτως από το 1904 ως το 1914 και πρόεδρος της τσαρικής κυβέρνησης από το 1911 ως το 1914, καλείται ως μάρτυρας. Αντιδραστικός και εξόριστος στην Γαλλία, δεν τον συμφέρει να κατηγορήσει άμεσα τον Τύπο, αλλά βεβαιώνει περί της τιμιότητας του παλαιού του συνεργάτη, Ραφάλοβιτς. Σημειωτέον ότι αν η L’Humanité καταδικάζεται εν τέλει, είναι καθαρά για τυπικούς λόγους, εφόσον το δικαστήριο αναγνώρισε την αυθεντικότητα της αλληλογραφίας που αποκαλύφθηκε και δεν επιδικάζει στην Matin παρά μόνο 10.000 φράγκα, ενώ η εφημερίδα ζητούσε 1.500.000 από την L’Humanité. Σημειωτέον επίσης ότι, το 1924, ο Μορίς Μπινώ-Βαριλά (Maurice Bunau-Varilla), ιδιοκτήτης της Le Matin που εμπλέκεται άμεσα στην υπόθεση, δεν κρύβει πλέον την συμπάθειά του για τους απολυταρχικούς εθνικισμούς που αρχίζουν να εγκαθιδρύονται στην Ευρώπη για να καταπολεμήσουν τον κομμουνισμό. Στηρίζει την φασιστική Ιταλία και, λίγα χρόνια αργότερα, την ναζιστική Γερμανία. Κατά την κατοχή και το καθεστώς του Βισύ (Vichy), η εφημερίδα Le Matin συνεργάζεται, ενώ απαγορεύεται με την Απελευθέρωση.



Η L’Humanité της 5ης Δεκεμβρίου 1923 (κάντε κλικ για μεγέθυνση)

6. Οι ρωσικοί τίτλοι επιβιώνουν μετά την αποκήρυξη


Ενώ τον Φλεβάρη του 1918, οι ρωσικοί τίτλοι είχαν αποκηρυχθεί από την σοβιετική κυβέρνηση, συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών ως την δεκαετία του 1990.

Η πολιτική της γαλλικής αλλά και άλλων κυβερνήσεων συνδέεται άμεση με αυτή την μετά θάνατον ζωή.

Τα ρωσικά δάνεια δεν πεθαίνουν ποτέ

Το 1919, η γαλλική κυβέρνηση συνέταξε ένα κατάλογο των κατόχων ρωσικών τίτλων στην Γαλλία: 1.600.000 άτομα δήλωσαν ότι ήταν κάτοχοι. Φαίνεται πως οι ρωσικοί τίτλοι αντιπροσώπευαν 33% των ξένων ομολόγων που κατείχαν κάτοικοι Γαλλίας. Αυτό εκπροσωπούσε το 4.5 % της περιουσίας των Γάλλων. 40% ως 45 % του ρωσικού χρέους κατέχονταν στην Γαλλία. Ένας από τους κύριους ρωσικούς τίτλους που ανταλλάσσονταν στο χρηματιστήριο του Παρισιού ήταν το περίφημο δάνειο του 1906 που είχε προκαταβολικά καταγγείλει το Σοβιέτ της Πετρούπολης, τον Δεκέμβρη του 1905. Το μαζικό αυτό δάνειο είχε εκδοθεί στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1906, για ποσό 2,25 δις φράγκων. Προορίζονταν να επιτρέψει στο τσαρικό καθεστώς να συνεχίσει να αποπληρώνει παλαιά χρέη και να ανορθώσει τα οικονομικά μετά την καταστροφή του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου. Η Crédit lyonnais |28|, η γαλλική τράπεζα που είχε ειδικευθεί στις εκδόσεις ρωσικού χρέους, αποκόμιζε από τα δάνεια αυτά 30 % των εσόδων της, πριν το 1914.

Κατά την περίοδο που προηγήθηκε και ακολούθησε την αποκήρυξη των χρεών από την σοβιετική κυβέρνηση, 72 % των τίτλων του δανείου του 1906 βρίσκονταν στην Γαλλία και αποτελούσαν αντικείμενο συναλλαγών στο χρηματιστήριο του Παρισιού.

Ένας πολύ υψηλός βαθμός συνενοχής συνένωνε το τσαρικό καθεστώς, την γαλλική κυβέρνηση, τους Γάλλους τραπεζίτες που εξέδιδαν τους ρωσικούς τίτλους (με την Crédit lyonnais στην πρώτη γραμμή, αλλά και την Société générale και την Banque de l’union parisienne |29|), τους μεγάλους χρηματιστηριακούς πράκτορες και τον γαλλικό Τύπο που είχε εξαγοραστεί από τον απεσταλμένο του τσάρου.






Οι τραπεζίτες πραγματοποιούσαν σημαντικά κέρδη χάρη στις προμήθειες που εισέπρατταν την στιγμή της έκδοσης και χάρη στις κερδοσκοπικές πράξεις πώλησης και αγοράς επί των ρωσικών τίτλων. Το έκαναν χωρίς να αναλαμβάνουν σημαντικό ρίσκο καθώς αυτόν τον αναλάμβαναν οι μικρο-επενδυτές. Οι ιδιοκτήτες των εφημερίδων τσέπωναν τα χρήματα που τους έδινε ο απεσταλμένος του τσάρου. Σημαίνοντα μέλη της κυβέρνησης, λαδώνονταν κι εκείνα. Σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, ο τσάρος ήταν πρώτης κατηγορίας σύμμαχος της κυβέρνησης της Γαλλίας και των μεγάλων γαλλικών κεφαλαιοκρατικών ομίλων που επένδυαν στην Ρωσία (όπως οι Βέλγοι κεφαλαιοκράτες).

Κατά την διάρκεια του πολέμου, η γαλλική κυβέρνηση ήταν εκείνη που κατέβαλε τους τόκους που δικαιούνταν κάθε κάτοχος τίτλου. Ο τόκος ήταν 5 %. Το ποσό των τόκων που κατέβαλε η γαλλική κυβέρνηση αντί της ρωσικής αυτοκρατορίας προστέθηκε, στην συνέχεια, στο χρέος της Ρωσίας προς την Γαλλία. Η ανατροπή του τσάρου από τον ρωσικό λαό, τον Φλεβάρη του 1917, αποτέλεσε αρνητικό γεγονός για την γαλλική κυβέρνηση που εναπόθεσε τις ελπίδες της στην προσωρινή κυβέρνηση, αφού η τελευταία θα αναλάμβανε τα χρέη που είχε συνάψει ο τσάρος. Τα πράγματα χάλασαν πραγματικά όταν οι μπολσεβίκοι και οι σύμμαχοί τους, οι αριστεροί σοσιαλιστές βρέθηκαν στη κυβέρνηση χάρη στα σοβιέτ, το Νοέμβρη του 1917. Όταν η σοβιετική κυβέρνηση ανέστειλε την αποπληρωμή του χρέους, τον Ιανουάριο του 1918, η γαλλική κυβέρνηση κατέβαλε και πάλι τους τόκους των ρωσικών τίτλων στους κατόχους τίτλων. Όταν η σοβιετική κυβέρνηση αποκήρυξε όλα τα χρέη του τσάρου και εκείνα της προσωρινής κυβέρνησης, η Γαλλία αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα μεγάλα μέσα κι ετοιμάστηκε να στείλει στρατό στην Ρωσία. Από τον Ιούλιο του 1918, τέσσερις μήνες πριν υπογραφεί η ανακωχή με την γερμανική αυτοκρατορία, η κυβέρνηση έστειλε γαλλικά στρατεύματα σε ενίσχυση των βρετανικών που είχαν πάρει το Μούρμανσκ, στον Βορρά της Ρωσίας. Στη συνέχεια, στάλθηκαν άλλες δυνάμεις για την κατοχή του Αρχαγγέλσκ. Μετά την υπογραφή της ανακωχής με το Βερολίνο, η Γαλλία έστειλε στρατεύματα στην Μαύρη Θάλασσα για να βομβαρδίσει με πολεμικά πλοία θέσεις του κόκκινου στρατού. Αυτό προκάλεσε ανταρσία μεταξύ των Γάλλων ναυτών. Η επίθεση κατά της σοβιετικής Ρωσίας δεν είχε βέβαια ως μόνο κίνητρο την αποκήρυξη του χρέους: οι διάφορες δυνάμεις που συμμετείχαν ήθελαν να θέσουν τέλος σε μια εστία επαναστατικής μόλυνσης. Όμως, τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα της Γαλλίας και των καπιταλιστών αποτέλεσαν ισχυρό κίνητρο. Οι γαλλικές αρχές στήριζαν οικονομικά τους λευκούς Ρώσους στρατηγούς στον αγώνα τους να ανατρέψουν τους μπολσεβίκους, διότι είχαν δηλώσει πως αναγνώριζαν τα χρέη του τσάρου. Το Παρίσι στήριζε επίσης τους Πολωνούς και τους Ουκρανούς πολιτικούς και στρατιωτικούς καθώς και εκείνους των δημοκρατιών της Βαλτικής που αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους ή μάχονταν γι’αυτήν, ελπίζοντας ότι οι αρχές των νέων ανεξάρτητων Κρατών θα αναλάμβαναν ένα μέρος των τσαρικών χρεών. Όταν οι σοβιετικοί υπέγραψαν από το 1920 συνθήκες με τις δημοκρατίες της Βαλτικής και την Πολωνία, μέσω των οποίων θεωρούσαν ότι οι χώρες αυτές δεν έπρεπε καθόλου να αναλάβουν τα τσαρικά χρέη, το Παρίσι το πήρε πολύ άσχημα.

Τί συνέβη για τους κατόχους ρωσικών τίτλων μετά την αποκήρυξη των χρεών που δημοσιεύτηκε τον Φλεβάρη του 1918;

Στην Γαλλία, τον Σεπτέμβρη του 1918, η κυβέρνηση πρότεινε μια ανταλλαγή ρωσικών τίτλων με τίτλους του γαλλικού χρέους. Οι κάτοχοι ρωσικών τίτλων μπορούσαν να αποκτήσουν τίτλους του νέου δανείου που πραγματοποιούσε η γαλλική κυβέρνηση. Μπορούσαν να παραδώσουν τους ρωσικούς τίτλους που κατείχαν για να λάβουν σε αντάλλαγμα γαλλικούς τίτλους. Τον Ιούλιο του 1919, η γαλλική κυβέρνηση ανανέωσε την επιχείρηση. Οι αρχές της Ρώμης, του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον έπραξαν το ίδιο: αντάλλαξαν ρωσικούς τίτλους, αντίστοιχα, με ιταλικούς, βρετανικούς ή αμερικανικούς τίτλους. Η Ιαπωνική κυβέρνηση, αποζημίωσε κατά 100% τους Ιάπωνες κατόχους ρωσικών τίτλων |30|.

Είναι ξεκάθαρο ότι, πράττοντας αυτό, οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών στήριξαν τους τραπεζίτες οι οποίοι θα έπρεπε να είχαν καταστεί υπεύθυνοι της χρηματοδότησης του τσαρικού καθεστώτος και να πληρώσουν για τις συνέπειες της αποκήρυξης των απεχθών χρεών. Στην περίπτωση της Γαλλίας, η κυβέρνηση της χώρας ήταν ενεργά συν-υπεύθυνη με τους τραπεζίτες για την στήριξη του τσαρικού καθεστώτος. Η γαλλική κυβέρνηση είχε συστηματικά ωθήσει ένα μέρος της κοινωνικής της βάσης, τους εισοδηματίες της μεσαίας τάξης, να αγοράσουν ρωσικούς τίτλους.

Και κάτι σημαντικό: στην Γαλλία, ένα μεγάλο ποσοστό των ρωσικών τίτλων δεν ανταλλάχθηκαν με γαλλικούς. Οι ρωσικοί τίτλοι είχαν μεγαλύτερη απόδοση από τους γαλλικούς. Το επιτόκιο των ρωσικών τίτλων το 1906 ανέρχονταν στο 5 %, ενώ το μέσο επιτόκιο των τίτλων του γαλλικού Κράτους ήταν 3 %.

Μεταξύ 1918 και 1922, φήμες που διέδωσε ο οικονομικός Τύπος και η κυβέρνηση άφηναν να εννοηθεί ότι η σοβιετική κυβέρνηση θα έπεφτε και ότι ο διάδοχός της θα αναλάμβανε το τσαρικό χρέος. Επίσης, κατά την Διάσκεψη της Γένοβας και σε άλλες στιγμές, ο ίδιος Τύπος άφηνε να εννοηθεί ότι η Μόσχα θα δεχόταν στο τέλος να αναγνωρίσει το χρέος. Ο κόσμος βρίσκονταν μπροστά σε μια σουρεαλιστική κατάσταση: τίτλοι που είχαν εκδοθεί από μια κυβέρνηση που δεν υπήρχε πλέον, αποκηρυγμένοι, διαγραμμένοι τίτλοι, συνέχιζαν να αγοράζονται και να πωλούνται στο χρηματιστήριο του Παρισιού. Είναι ένα τέλειο παράδειγμα εικονικού κεφαλαίου.

Μεταξύ 1918-1919, η τιμή μεταπώλησης των ρωσικών τίτλων κυμαίνονταν μεταξύ 56.5 % και 66,25.% της ονομαστικής αξίας (είχαν πωληθεί, αρχικά, στο 88 % της ονομαστικής αξίας). Η τιμή των τίτλων του γαλλικού δημοσίου, την ίδια εποχή, κυμαίνονταν μεταξύ 61 και 65.%. Η διαφορά μεταξύ της τιμής των αποκηρυγμένων ρωσικών τίτλων και των γαλλικών τίτλων ήταν συνεπώς μικρή. Είναι σίγουρο πως ο κερδοσκόπος (και οι τραπεζίτες είναι οι πρώτοι στην λίστα) πραγματοποιεί πολύ καλή συναλλαγή αν αγοράζει στα 56 όταν οι μικρό-επενδυτές απαλλάσσονται από τους τίτλους επειδή φοβούνται μετά από την τάδε ή δείνα φήμη που κυκλοφόρησε ο Τύπος (και, κατά βάθος, από τους τραπεζίτες) και ξαναπουλά στα 66.

Μετάφραση από τα γαλλικά: Christine Cooreman

Σημειώσεις:

|28| Ιδρύθηκε το 1863. Η τράπεζα Crédit lyonnais έγινε ιδίως γνωστή για το σκάνδαλο της διάσωσής της από το γαλλικό Κράτος, τον περασμένο αιώνα. Έχοντας σχεδόν πτωχεύσει κατά την δεκαετία του 1990, μετά ατό την κρίση των ακινήτων, η τράπεζα εθνικοποιήθηκε και ανακεφαλαιοποιήθηκε πριν περάσει στον έλεγχο της Crédit agricole το 2003. Η διάσωση κόστισε συνολικά 14,7 δις ευρώ στον φορολογούμενο.

|29| Επιχειρηματική τράπεζα που ιδρύθηκε το 1904, και συγχωνευθηκε το 1973 με την Crédit du Nord.

|30| Landon-Lane J., Oosterlinck K., (2006), « Hope springs eternal : French bondholders and the Soviet Repudiation (1915-1919) », Review of Finance, 10, 4, pp. 507-535.
​ΠΗΓΗ: www.contra-xreos.gr

















Giorgos Mitralias

24 Ιαν (Πριν από 13 ημέρες)





προς Εμένα, Pandiera, ertopen, Μανώλης












Εκατό χρόνια από τη ρωσική επανάσταση και την αποκήρυξη των χρεών
Τέταρτη από έξι συνέχειες



7. Το μεγάλο διπλωματικό παιχνίδι γύρω από την αποκήρυξη των ρωσικών χρεών


του Eric Toussaint

Τον Απρίλη-Μάη του 1922, επί πέντε εβδομάδες, συγκαλείται μια σημαντική συνδιάσκεψη υψηλότατου επιπέδου. Το Βρετανός πρωθυπουργός, Λόυντ Τζωρτζ, έπαιξε κεντρικό ρόλο σ’αυτήν. Ο Λουί Μπαρτού, υπουργός του Γάλλου προέδρου Ραιμόν Πουανκαρέ, επίσης.

Ο κεντρικός στόχος ήταν να πειστεί η σοβιετική Ρωσία |31| να αναγνωρίσει τα χρέη που είχε αποκηρύξει το 1918 αλλά και να εγκαταλείψει τα καλέσματά της υπέρ της παγκόσμιας επανάστασης.

Η διαπραγμάτευση της Γένοβας (1922)

Υπήρχαν και άλλα θέματα στην ημερήσια διάταξη αυτής της συνδιάσκεψης που συγκέντρωσε αντιπροσώπους από 34 χώρες, με εξαίρεση τις ΗΠΑ, αλλά αυτά δεν αποτέλεσαν πραγματικά αντικείμενο μεγάλων συζητήσεων. Μεταξύ των θεμάτων αυτών: η υιοθέτηση κανόνων σε νομισματικά ζητήματα, ειδικότερα σχετικά με το σύστημα του Gold exchange standard (χρυσού κανόνα) που υιοθετήθηκε εκείνον τον χρόνο. Δεδομένης της απουσίας των ΗΠΑ, οι αποφάσεις για το ζήτημα αυτό ελήφθησαν αλλού.

Οι δυνάμεις που συγκάλεσαν την συνδιάσκεψη ήταν 5: η Μεγάλη Βρετανία (πρώην κύρια παγκόσμια δύναμη που μόλις την είχαν ξεπεράσει οι ΗΠΑ), η Γαλλία (η τρίτη παγκόσμια δύναμη μετά την ήττα της Γερμανίας), το Βέλγιο (που, πριν τον πόλεμο, ήταν πέμπτη παγκόσμια δύναμη σε εξαγωγές), η Ιαπωνία (της οποίας η αυτοκρατορία ήταν σε πλήρη επέκταση στην Ανατολική Ασία) και η Ιταλία.

Μεταξύ των 5 αυτών δυνάμεων, μια, η Ιαπωνία, είχε ακόμη στρατό κατοχής στην σοβιετική Σιβηρία. Τον απέσυρε οριστικά μόνον έξι μήνες μετά το τέλος της διάσκεψης, τον Οκτώβρη του 1922. Οι 12 άλλες χώρες που, το 1918, είχαν στείλει στρατεύματα με σκοπό την ανατροπή της σοβιετικής κυβέρνησης και το τέλος του επαναστατικού πειράματος, είχαν θέσει τέλος στην κατοχή των σοβιετικών εδαφών από τα τέλη του 1920. Τα ξένα στρατεύματα, των οποίων το πολεμικό ηθικό ήταν στο χαμηλότερο σημείο του, είχαν πράγματι αποσυρθεί αφού η κυβέρνησή τους διαπίστωσε μετά λύπης ότι οι Λευκοί Ρώσοι στρατηγοί είχαν οριστικά ηττηθεί από τον Κόκκινο Στρατό και η ξένη επέμβαση δεν ήταν σε θέση να επανορθώσει το κακό. Έτσι, ο στόχος ήταν να επιτευχθεί δια της διπλωματικής οδού και της οδού του εκβιασμού αυτό που δεν είχαν καταφέρει τα όπλα.

Οι μεγάλες δυνάμεις πίστευαν πως, στην συνδιάσκεψη, η σοβιετική κυβέρνηση θα κατέληγε να αναγνωρίσει τα χρέη που είχαν αποκηρυχθεί, καθώς η ρωσική οικονομική και ανθρωπιστική κατάσταση ήταν δραματική. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε αφήσει την χώρα τελείως αδύναμη και, από το καλοκαίρι του 1921, καταστροφικές σοδειές είχαν προκαλέσει φοβερό λιμό. Οι δυτικές πρωτεύουσες θεωρούσαν πως η σοβιετική κυβέρνηση ήταν γονατισμένη και ότι θα πετύχαιναν τον στόχο τους θέτοντας ως όρο για τα δάνεια και τις επενδύσεις που χρειάζονταν η Ρωσία την προηγούμενη αναγνώριση των χρεών καθώς και την χορήγηση αποζημιώσεων στις δυτικές επιχειρήσεις που είχαν απαλλοτριωθεί.

Η Γαλλία που παρέμενε η πλέον επιθετική μεγάλη δύναμη απέναντι στη σοβιετική Ρωσία (όπως και απέναντι στην Γερμανία |32|), είχε την στήριξη των βελγικών αρχών. Από πλευράς της, η Μεγάλη Βρετανία, που είχε πληγεί λιγότερο από την αποκήρυξη των χρεών, ήταν πιο ανοικτή στο διάλογο με την Μόσχα και είχε υπογράψει, τον Μάρτη του 1921, μια αγγλο-ρωσική εμπορική συμφωνία που έθετε τέλος στον αποκλεισμό και σήμαινε μια de facto |33| αναγνώριση της σοβιετικής Ρωσίας.

Όσο για την σοβιετική κυβέρνηση, ήταν ενδεχομένως διατεθειμένη να δεχθεί την αποπληρωμή ενός μέρους των χρέους που είχε συνάψει ο τσάρος αν, σε αντάλλαγμα, οι άλλες δυνάμεις αναγνώριζαν επίσημα (= αναγνώριση de jure) την σοβιετική Ρωσία, της παρείχαν δάνεια από Κράτος σε Κράτος, ενθάρρυναν τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που είχαν πληγεί από την απαλλοτρίωση των θυγατρικών τους και της περιουσίας τους στην Ρωσία, να δεχθούν ως αποζημίωση παραχωρήσεις εκμετάλλευσης φυσικών πόρων, ειδικότερα στις ερημικές περιοχές της Σιβηρίας. Η σοβιετική κυβέρνηση ήθελε με τον τρόπο αυτόν να επενδύσουν οι ξένοι κεφαλαιοκράτες με δικά τους, φρέσκα κεφάλαια, πράγμα που θα επέτρεπε στην σοβιετική οικονομία να σταθεροποιηθεί. Η κυβέρνηση αρνούνταν επίσης την τοποθέτηση πολυμερών οργανισμών που θα διαχειρίζονταν τα δάνεια, τις επενδύσεις ή τις διαφορές που θα μπορούσαν να απορρέουν από αυτά. Ήθελε να διατηρήσει η σοβιετική εξουσία την πλήρη αυτονομία της απέναντι στις ξένες δυνάμεις. Δεν έμπαινε θέμα να παραιτηθεί από την άσκηση της κυριαρχίας της.

Αν πληρούνταν οι όροι αυτοί, η Μόσχα ήταν διατεθειμένη να υποσχεθεί την επανέναρξη της αποπληρωμής ενός μέρους του τσαρικού χρέους εντός τριάντα ετών. Η σοβιετική αντιπροσωπεία δήλωσε ευθαρσώς και επανειλημμένα κατά την διάρκεια της συνδιάσκεψης ότι επρόκειτο περί παραχώρησης την οποία ήταν έτοιμη να πραγματοποιήσει για να φθάσει σε μια συμφωνία αλλά ότι, κατά βάθος, θεωρούσε πως η σοβιετική Ρωσία δικαιούνταν απόλυτα να αποκηρύξει το σύνολο του τσαρικού χρέους (όπως και εκείνο που είχε συνάψει η προσωρινή κυβέρνηση μεταξύ Φλεβάρη και Οκτώβρη 1917). Εν τέλει η συνδιάσκεψη ολοκληρώθηκε με μια ασυμφωνία και η σοβιετική αντιπροσωπεία διατήρησε την αποκήρυξη του χρέους.

Για να κατανοήσουμε την εξέλιξη της συνδιάσκεψης, πρέπει να λάβουμε επίσης υπόψη μας την ιδιαίτερη σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ Βερολίνου και Μόσχας μετά την Συνθήκη των Βερσαλλιών, τον Ιούνη του 1919.






Υπογραφή της Συνθήκης του Ραπάλλο: ο καγκελάριος Γιόζεφ Βιρτ (Joseph Wirth) με τα μέλη
της σοβιετικής αντιπροσωπείας Λεονίντ Κρασίν, Γκριγκόρι Τσιτσέριν και Αντολφ Γιοφέ

Η κυβέρνηση του Βερολίνου αποτελούνταν από συμμαχία μεταξύ των σοσιαλιστών (SPD), των κεντρώων (προγόνου της CDU της Άνγκελα Μέρκελ) και των φιλελευθέρων (προγόνου του σημερινού FDP). Ήταν ριζικά υπέρ της Δύσης και αντι-σοβιετική. Αλλά, καθώς πλήττονταν από την καταβολή των τεράστιων επανορθώσεων που επέβαλε η Συνθήκη των Βερσαλλιών και πνίγονταν από το χρέος που δημιουργούνταν έτσι, έτεινε να κάνει διάλογο και να κλείσει συμφωνίες με την Μόσχα. Η τάση αυτή ενισχύονταν από την θέληση των μεγάλων γερμανικών βιομηχανικών επιχειρήσεων (μεταξύ των οποίων η AEG και η Krupp) να διαθέσουν ένα μέρος της παραγωγής τους στην ρωσική αγορά της οποίας ήταν ο κύριος εμπορικός εταίρος από την δεκαετία του 1870, όπως είδαμε. Πηγαίνοντας από την Μόσχα στην Γένοβα, η σοβιετική αντιπροσωπεία έκανε μια παρατεταμένη στάση στο Βερολίνο για να κάνει διαπραγματεύσεις και να συζητήσει με τις γερμανικές αρχές, πριν βρεθεί απέναντι στις δυνάμεις που είχαν συγκαλέσει την διάσκεψη στην ιταλική πόλη. Εν μέσω της συνδιάσκεψης της Γένοβας, ενώ οι συγκαλούσες δυνάμεις υιοθετούσαν μια άτεγκτη στάση απέναντι στην Μόσχα, συνέβη η ανατροπή: η γερμανική και η σοβιετική αντιπροσωπεία που είχαν συναντηθεί στην γειτονική πόλη Ραπάλλο, υπέγραψαν μια σημαντική διμερή συμφωνία που έμεινε στην ιστορία ως η Συνθήκη του Ραπάλλο.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να επανέλθουμε στην εξέλιξη της συνδιάσκεψης της Γένοβας, στις διαπραγματεύσεις και στα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν από κάθε πλευρά.

Οι μεγάλες συγκαλούσες δυνάμεις ήθελαν να πιέσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την σοβιετική Ρωσία αναφέροντας ότι ένας ουσιώδης στόχος της συνδιάσκεψης ήταν "η αναγνώριση από όλες τις χώρες των δημοσίων χρεών τους και η χορήγηση επανορθώσεων". |34|

Οι μεγάλες δυνάμεις δήλωναν στην πρόσκλησή τους ότι «το αίσθημα ασφάλειας δεν μπορεί να αποκατασταθεί παρά μόνον αν τα έθνη (ή οι Κυβερνήσεις των Εθνών) που επιθυμούν να λάβουν ξένες πιστώσεις δεσμευτούν ελεύθερα να αναγνωρίσουν όλα τα χρέη και τις δημόσιες υποχρεώσεις που θα συναφθούν ή θα λάβουν την εγγύηση του Κράτους, των δήμων και των δημόσιων οργανισμών και να αναγνωρίσουν επίσης την υποχρέωση επιστροφής, αποκατάστασης ή αποζημίωσης όλων των ξένων συμφερόντων εν όψει των απωλειών ή των ζημιών που υπέστησαν λόγω της κατάσχεσης ή της δέσμευσης της περιουσίας τους» |35|.

Εξ αρχής, ο Γκεόργκι Τσιτσέριν (Tchitcherine), αρχηγός της σοβιετικής αντιπροσωπείας, απάντησε: «το έργο της οικονομικής ανοικοδόμησης της Ρωσίας και, μαζί με αυτό, η δουλειά που στοχεύει στο να τεθεί ένα τέλος στο ευρωπαϊκό οικονομικό χάος, θα οδηγηθούν σε εσφαλμένη και μοιραία οδό αν τα πιο ισχυρά οικονομικά έθνη, αντί να δημιουργήσουν τις συνθήκες που είναι απαραίτητες για την οικονομική αναγέννηση της Ρωσίας και της διευκολύνουν την πρόοδό της προς το μέλλον, την συνθλίψουν κάτω από το βάρος απαιτήσεων που υπερβαίνουν τις δυνάμεις της, καταλοίπων ενός παρελθόντος που της είναι απεχθές." |36|

Στο πλαίσιο της συζήτησης, απέναντι στους σοβιετικούς που δήλωναν πως ο λαός και η νέα του κυβέρνηση δεν όφειλαν να αναλάβουν τα χρέη που είχαν συναφθεί από το προηγούμενο τυραννικό καθεστώς, ο Λόυντ Τζωρτζ απάντησε: «όταν μια χώρα αναλαμβάνει συμβατικές υποχρεώσεις έναντι μιας άλλης χώρας ή υπηκόων της χώρας αυτής για αξίες που έλαβε, η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να καταγγέλλεται κάθε φορά που μια χώρα αλλάζει Κυβέρνηση ή, τουλάχιστον, θα πρέπει η χώρα αυτή να επιστρέψει τις αξίες που έλαβε» |37|

8. Το 1922, νέα απόπειρα υποταγής των Σοβιέτ στις πιστώτριες δυνάμεις


Οι δυτικές κυβερνήσεις παρουσίασαν ένα πλήρες πρόγραμμα απαιτήσεων με στόχο την επίλυση υπέρ αυτών της διαφοράς που αφορούσε την αποκήρυξη των χρεών και τις απαλλοτριώσεις που είχε διατάξει η σοβιετική κυβέρνηση. Παρουσιάστηκαν στην Γένοβα στις 15 Απριλίου 1922, 5 μέρες μετά την έναρξη της συνδιάσκεψης, σε ένα έγγραφο που έφερε τον τίτλο «Έκθεση της επιτροπής ειδικών του Λονδίνου σχετικά με το ρωσικό θέμα».

Οι απαιτήσεις της Δύσης έναντι της Μόσχας

Το άρθρο 1 όριζε: «Άρθρο 1. Η ρωσική σοβιετική Κυβέρνηση θα πρέπει να αποδεχθεί τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις των προκατόχων της, δηλαδή της αυτοκρατορικής ρωσικής κυβέρνησης και της προσωρινής ρωσικής κυβέρνησης έναντι των ξένων Δυνάμεων και των υπηκόων τους.»

Η μορφή και το περιεχόμενο όλου του εγγράφου δείχνουν ξεκάθαρα ότι επρόκειτο για μια σειρά καταναγκασμών που οι δυτικές δυνάμεις ήθελαν να υπαγορεύσουν στην σοβιετική εξουσία.

Πάντα στο πρώτο άρθρο, βρίσκουμε μια διάταξη που ήταν ευθέως αντίθετη με τις συνθήκες που η σοβιετική Ρωσία είχε υπογράψει το 1920-1921 με τις δημοκρατίες της Βαλτικής και με την Πολωνία (που είχαν επιτύχει την ανεξαρτησία τους μετά την πτώση του τσαρικού καθεστώτος) που πρόβλεπαν, όπως είδαμε, ότι τα Κράτη αυτά δεν όφειλαν να αναλάβουν τα τσαρικά χρέη.

«Το ίδιο συμβαίνει με το ερώτημα του αν και σε ποιο βαθμό τα νέα Κράτη που προέρχονται από την Ρωσία και που σήμερα έχουν αναγνωριστεί, καθώς και τα Κράτη που απέκτησαν ένα μέρος της ρωσικής επικράτειας, θα πρέπει να αναλάβουν ένα μέρος των υποχρεώσεων στις οποίες αναφέρονται οι παρούσες διατάξεις.»

Το άρθρο 3 καθιστούσε των σοβιετική κυβέρνηση υπόχρεη ως προς τις πράξεις που είχε διενεργήσει το τσαρικό καθεστώς:

«Άρθρο 3. Η ρωσική σοβιετική Κυβέρνηση οφείλει να δεσμευτεί να αναλάβει την ευθύνη όλων των υλικών και άμεσων ζημιών, είτε αυτές γεννήθηκαν είτε όχι από συμβάσεις και τις οποίες υπέστησαν υπήκοοι των άλλων Δυνάμεων, αν αυτές οφείλονται στις πράξεις ή την αμέλεια της σοβιετικής Κυβέρνησης ή των προκατόχων της..."

Ήταν προφανώς σε τέλεια αντίθεση σε σχέση με την θέση της Μόσχας.

Το άρθρο 4 έδινε σχεδόν όλες τις εξουσίες σε όργανα ξένα προς τις σοβιετικές αρχές:

«Οι ευθύνες που προβλέπονται στα προηγούμενα άρθρα θα οριστούν από μια Επιτροπή του ρωσικού χρέους και τα Μεικτά Διαιτητικά Δικαστήρια που πρόκειται να δημιουργηθούν."

Το παράρτημα 1 προσδιόριζε την σύνθεση της Επιτροπής του ρωσικού χρέους και τις αρμοδιότητές της. Η σοβιετική κυβέρνηση θα αποτελούσε σαφώς την μειοψηφία εντός της Επιτροπής:
«Παράρτημα Ι. Επιτροπή του ρωσικού χρέους.1. Θα συσταθεί μια Επιτροπή του ρωσικού χρέους, αποτελούμενη από μέλη που θα διορίσει η ρωσική Κυβέρνηση, μέλη διορισμένα από τις άλλες Δυνάμεις και έναν ανεξάρτητο Πρόεδρο που θα επιλεγεί με συμφωνία μεταξύ των άλλων μελών και εκτός αυτών ή που, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, θα οριστεί από την Κοινωνία των Εθνών η οποία θα εκφραστεί, για παράδειγμα, μέσω του Συμβουλίου της ή του Διεθνούς Δικαστηρίου.»

Η επιτροπή θα έχει τη δυνατότητα να εκδώσει νέο ρωσικό χρέος για να αποπληρώσει τα παλαιά τσαρικά χρέη και για να αποζημιώσει τους ξένους κεφαλαιοκράτες των οποίων οι επιχειρήσεις εθνικοποιήθηκαν:

«Η Επιτροπή θα έχει τις παρακάτω αρμοδιότητες: α) ρύθμιση της σύστασης και της διαδικασίας των Μεικτών Διαιτητικών Δικαστηρίων, που πρέπει να εγκαθιδρυθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος ΙΙ, και επεξεργασία όλων των οδηγιών που είναι απαραίτητες για την διασφάλιση της ενότητας της νομολογίας τους, (….)διάθεση των νέων ρωσικών ομολόγων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος ΙΙ, στα πρόσωπα που τα δικαιούνται δυνάμει των αποφάσεων των Μεικτών Διαιτητικών Δικαστηρίων: στους κατόχους παλαιών Κρατικών τίτλων ή άλλων τίτλων ή αξιών, σε αντάλλαγμα των οποίων τανέα ρωσικά ομόλογα πρέπει να παραδοθούν, στα πρόσωπα που τα δικαιούνται λόγω ενοποίησης τόκων και αποπληρωμής κεφαλαίου.»

Η επιτροπή, κυριαρχούμενη από τους πιστωτές, έπρεπε να διαθέτει εξωφρενικές εξουσίες που έφταναν ως το να προσδιορίζει ποιοί πόροι της Ρωσίας έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή του χρέους:

«Ορισμός, εφόσον είναι απαραίτητο, εντός του συνόλου των πόρων της Ρωσίας, εκείνων που θα πρέπει ειδικότερα να προοριστούν για την εξυπηρέτηση του χρέους. Για παράδειγμα, μια παρακράτηση επί ορισμένων φόρων ή επί δικαιωμάτων ή τελών που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις στην Ρωσία. Έλεγχος, κατά περίπτωση, αν η Επιτροπή το κρίνει απαραίτητο, της είσπραξης του συνόλου ή μέρους των πόρων αυτών και διαχείριση του προϊόντος.»

Για τις συγκαλούσες δυνάμεις, ο στόχος ήταν να αναγκαστεί η σοβιετική Ρωσία να δεχτεί την εγκαθίδρυση μιας κηδεμονίας βασισμένης στο πρότυπο των όσων είχαν επιβληθεί στην Τυνησία, την Αίγυπτο, την οθωμανική αυτοκρατορία και την Ελλάδα, κατά την διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ουαιώνα |38|.Σύστημα που μοιάζει επίσης πάρα πολύ με αυτό που επιβλήθηκε στην Ελλάδα από το 2010.

Το παράρτημα ΙΙΙ παρείχε πλήρεις εξουσίες όσον αφορά την έκδοση του ρωσικού χρέους στην Επιτροπή του χρέους, στην οποία οι σοβιετικές αρχές ήταν περιθωριοποιημένες:

«Όλες οι χρηματικές αποζημιώσεις που παρέχονται μετά από αιτήματα κατά της σοβιετικής Κυβέρνησης θα ρυθμίζονται με την παράδοση νέων ρωσικών ομολογιών για το ποσό που ορίζουν τα Μεικτά Διαιτητικά Δικαστήρια. Οι όροι υπό τους οποίους παραδίδονται αυτές οι ομολογίες, καθώς και όλα τα άλλα θέματα που γεννώνται από την μετατροπή των παλαιών τίτλων και από τις πράξεις που αφορούν τις νέες εκδόσεις, θα οριστούν από την Επιτροπή του ρωσικού χρέους.

2. Τα ομόλογα θα παράγουν τόκο του οποίου το ποσοστό θα ορίζεται από την Επιτροπή του ρωσικού χρέους.»

Ενώ η σοβιετική κυβέρνηση είχε δηλώσει ευθαρσώς ότι αρνούνταν να πληρώσει τα χρέη που είχαν συναφθεί μετά την 1η Αυγούστου 1914 για την διεξαγωγή του πολέμου, το κείμενο του παραρτήματος ΙΙΙ δήλωνε: «λόγω της σοβαρότατη οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η Ρωσία, οι λεγόμενες πιστώτριες Κυβερνήσεις είναι έτοιμες να μειώσουν το ύψος των πολεμικών οφειλών που η Ρωσία σύναψε μαζί τους."

Μετάφραση από τα γαλλικά: Christine Cooreman

Σημειώσεις:

|31| Όταν η Συνδιάσκεψη της Γένοβας συνήλθε, η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών δεν είχε ακόμη γεννηθεί. Δημιουργήθηκε τον Δεκέμβρη του 1922 και διαλύθηκε τον Δεκέμβρη του 1991. Στην Συνδιάσκεψη της Γένοβας, η σοβιετική αντιπροσωπεία εκπροσωπούσε επίσημα την Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία των Σοβιέτ της Ρωσίας. Για λόγους απλοποίησης, χρησιμοποιούμε τον όρο «σοβιετική Ρωσία».

|32| Γαλλικά στρατεύματα κατείχαν το Ντίσελντορφ, μια από τις κυριότερες πόλεις της Ρηνανίας, τον Μάρτη του 1921 (βλ. Carr, T. 3. σ. 345). Από τον Ιανουάριο του 1923 ως τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1925, τα γαλλικά και βελγικά στρατεύματα κατείχαν την κοιλάδα της Ρουρ και τις τοποθεσίες βιομηχανικής παραγωγής της για να οικειοποιηθούν τις πρώτες ύλες (άνθρακα, ορυκτά) και τα βιομηχανικά προϊόντα εν είδει επανορθώσεων που η Γερμανία αργούσε να καταβάλει. Βλ. https://fr.wikipedia.org/wiki/Occup...

|33| Η αναγνώριση ενός νέου Κράτους είναι είτε οριστική – μιλούμε τότε περί de jure (αυτοδίκαιης) αναγνώρισης – είτε περί προσωρινής ή περιορισμένης αναγνώρισης – ομιλούμε τότε περί αναγνώριση de facto (εκ των πραγμάτων).
Η Μεγάλη Βρετανία αναγνώριση την σοβιετική Ρωσία de facto το 1921, και de jure το 1924.

|34| Les Documents de la Conférence de Gênes (Τα έγγραφα της Συνδιάσκεψης της Γένοβας), Ρώμη, 1922, 336 σελ., σ. IX

|35| Όπ.π.

|36| Όπ.π.

|37| Όπ.π., σ. 13.

|38| Υπενθυμίζουμε πως μια διεθνής Επιτροπή οικονομικής κηδεμονίας για την αποπληρωμή του χρέους επιβλήθηκε το 1869 στην Τυνησία, το 1876 στην Αίγυπτο, το 1881 στην Οθωμανική αυτοκρατορία, και το 1898 στην Ελλάδα.
​ΠΗΓΗ: www.contra-xreos.gr














Giorgos Mitralias

25 Ιαν (Πριν από 12 ημέρες)

Giorgos Mitralias

Όταν τα φασιστικά παθήματα δεν γίνονται μαθήματα στην ελληνική αριστερά!

Του Γιώργου Μητραλιά

Αφετηρία και συνάμα κίνητρο για την σύντομη εξιστόρηση της “υπόθεσης Ράντεκ-Σλάγκετερ” που ακολουθεί είναι η κρισιμότητα της κατάστασης που έχει δημιουργήσει η στάση ηγετικών στελεχών σημαντικού τμήματος της ελληνικής ριζοσπαστικής αριστεράς απέναντι στο ακροδεξιό συλλαλητήριο που έγινε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Ιανουαρίου 2018. Προσοχή λοιπόν επειδή οι σημερινές ελληνικές ομοιότητες, συμπτώσεις και αναλογίες με το πιο τραγικό ευρωπαϊκό μεσοπολεμικό παρελθόν είναι παραπάνω από εμφανείς…

Βρισκόμαστε στην Άνοιξη του 1923 και το Ρουρ, η καρδιά της βιομηχανικής Γερμανίας, βρίσκεται υπό γαλλική στρατιωτική κατοχή ως πολεμική επανόρθωση αλλά και εκδίκηση της νικήτριας Γαλλίας επί της ηττημένης Γερμανίας στο Πρώτο Παγκόσμιο μακελειό. Όπως θα έπρεπε να αναμένεται, ο ταπεινωμένος, εξαθλιωμένος και άνεργος γερμανικός λαός αντιστέκεται στον ξένο κατακτητή που λεηλατεί τη χώρα του και καταστέλλει με τις ξιφολόγχες τις λαϊκές διαμαρτυρίες. Έτσι, ένα κύμα συγκίνησης και αγανάκτησης σαρώνει τη Γερμανία όταν οι γαλλικές στρατιωτικές αρχές κατοχής δικάζουν, καταδικάζουν και εκτελούν τον βετεράνο του πολέμου, ηγετικό στέλεχος των ακροδεξιών Frei Korps και ναζιστή Άλμπερτ Λέο Σλάγκετερ (Albert Leo Schlageter) που έχουν συλλάβει την ώρα που έκανε ένα από τα πολλά σαμποτάζ του.


Λίγες μέρες αργότερα, και με αφορμή την εκτέλεση του Σλάγκετερ, ο μπολσεβίκος ηγέτης Καρλ Ράντεκεκφωνεί ενώπιον της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τρίτης Διεθνούς ένα λόγο που έμελλε να σημαδέψει καίρια -και καταστροφικά- την ιστορία του περασμένου αιώνα. Και ιδού ευθύς αμέσως ένα χαρακτηριστικό του απόσπασμα, όπως το αναπαράγει στο βιβλίο του "Η Μόσχα του Λένιν"(1) ο παρών σε εκείνη τη συνεδρίαση καθότι ηγετικό στέλεχος της Τρίτης Διεθνούς Γάλλος επαναστάτης Αλφρέντ Ροσμέρ:



“Σε όλη τη διάρκεια της ομιλίας της συντρόφισσας Κλάρας Τσέτκιν, μου κόλλησε στο μυαλό το όνομα του Σλάγκετερ και η τραγική μοίρα του. Η μοίρα αυτού του μάρτυρα του γερμανικού εθνικισμού δεν πρέπει να περάσει στα σιωπηλά ή απλά να τιμηθεί με δυο λογάκια. Έχει πολλά να μας διδάξει όπως επίσης και στο γερμανικό λαό. Δεν είμαστε ρομαντικοί συναισθηματίες που ξεχνάμε το μίσος μας μπροστά σε ένα πτώμα ή διπλωμάτες που λένε ότι μπροστά σε έναν τάφο πρέπει ή να προσεύχεσαι ή να μένεις σιωπηλός. Ο Σλάγκετερ, ο γενναίος στρατιώτης της αντεπανάστασης αξίζει έναν ειλικρινή φόρο τιμής από εμάς τους στρατιώτες της επανάστασης. Ο ομοϊδεάτης του Φρεκς δημοσίευσε ένα μυθιστόρημα το 1920 στο οποίο περιγράφει τη ζωή ενός αξιωματικού που έχασε τη ζωή του στον αγώνα ενάντια στους Σπαρτακιστές. Ο τίτλος του ήταν “Ο περιπλανώμενος στην ανυπαρξία”. Αν αυτοί οι γερμανοί φασίστες που θέλουν να υπηρετήσουν πιστά το λαό τους δεν καταλάβουν το νόημα της μοίρας του Σλάγκετερ, τότε πραγματικά θα έχει πεθάνει μάταια και θα μπορούν να γράψουν στον τάφο του: “Ο περιπλανώμενος στην ανυπαρξία”.

Και ο Ροσμέρ θυμάται και διηγείται τι συνέβη αμέσως μετά: “Μια αναταραχή επικράτησε ανάμεσα στους αντιπροσώπους. Τι σήμαινε αυτή η παράξενη εισαγωγή; Αυτό που ακολούθησε όχι μόνο δεν έδινε εξηγήσεις, αλλά αντιθέτως ενέτεινε την πρώτη εντύπωση. Συνεχίζοντας την ομιλία του ο Ράντεκ αναφέρθηκε σε μια Γερμανία που είναι τσακισμένη από το νικητή. “Μόνο ηλίθιοι”, είπε, “μπορούν να φανταστούν ότι η Αντάντ θα συμπεριφερόταν στη Γερμανία με διαφορετικό τρόπο απ’ότι η Γερμανία συμπεριφέρθηκε στη Ρωσία. Ο Σλάγκετερ είναι νεκρός. Στον τάφο του, οι σύντροφοί του ορκίζονται να συνεχίσουν: ενάντια σε ποιους; με ποιους;”. Και ο Ροσμέρ καταλήγει: “Μόνο ο επίλογος (του Ράντεκ) έβγαζε νόημα: “Πιστεύουμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των μαζών που ξεσηκώνονται από τα εθνικιστικά συναισθήματα ανήκει, όχι στο στρατόπεδο των καπιταλιστών, αλλά στο στρατόπεδο της εργασίας”.


Όταν η κομματική ηγεσία βάζει -επιτέλους- φρένο στην εγκληματική “γραμμή Ράντεκ” και εγκαταλείπει τις κοινές δράσεις το κακό έχει ήδη γίνει, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό. Αντί να έχουν ξεπουπουλιαστεί, οι ναζιστές έχουν βγει απο την απομόνωση και έχουν γίνει μια σχεδόν καθωσπρέπει ανερχόμενη πολιτική δύναμη, αποδεικνύοντας πόσο διορατικός ήταν όχι ο κομμουνιστής Καρλ Ράντεκ, αλλά μάλλον ο...ναζιστής Γκέμπελς. Γιατί; Μα, επειδή ο Γιόζεφ Γκέμπελς είχε σπεύσει να εγκωμιάσει (!) την επαίσχυντη ομιλία του μαθητευόμενου μάγου της Τρίτης Διεθνούς καθώς είχε αμέσως αντιληφθεί ότι οι πρακτικές συνέπειές της θα ήταν καταστροφικές για το KPD (το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας) ενώ θα αποτελούσαν αληθινό θείο δώρο για το ναζιστικό του κόμμα… (2)



Δυστυχώς, η κακοδαιμονία του εργατικού και ειδικότερα του κομμουνιστικού και σοσιαλιστικού κινήματος θέλει τα παθήματα να μην γίνονται σχεδόν ποτέ μαθήματα. Και αυτό όχι μόνο τότε αλλά ακόμα και τώρα, μετά από ένα σχεδόν αιώνα! Και αν στη προπολεμική Γερμανία όπου το KPD ακολουθώντας πιστά τα κελεύσματα της σταλινικής γραφειοκρατίας, επανέλαβε αργότερα -έστω και περιστασιακά- τις κοινές δράσεις και τις ερωτοτροπίες με τους ναζιστές, υπάρχει -ας πούμε- το ελαφρυντικό ότι ο φασισμός και ο ναζισμός ήταν ένα νέο και άγνωστο μέχρι τότε “φαινόμενο”, τι μπορεί κανείς να πει για τους σημερινούς μαθητευόμενους μάγους της ελληνικής αριστεράς που δείχνουν να μην έχουν διδαχτεί το παραμικρό από τις -μέχρι σήμερα αξεπέραστες σε αγριανθρωπισμό και καταστροφικότητα- τραγικές εμπειρίες του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου;

Έτσι, οι μεν, δηλαδή εκείνοι του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ, δηλώνουν ότι πολεμούν τον φασισμό εφαρμόζοντας με υπερβάλλοντα ζήλο τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που τον θρέφουν και τον γιγαντώνουν, ενώ οι δε, εκείνοι του ΚΚΕπερηφανεύονται ότι αντιμετωπίζουν τη ναζιστική απειλή ακολουθώντας πιστά το απίστευτα χρεωκοπημένο παράδειγμα του ΚΚ Γερμανίας και του τότε ηγέτη του ΕρνστΤέλμαν, που έμεινε στην ιστορία για την τραγική πρόβλεψή του... “Οι Ναζιστές δεν θα μείνουν παρά έξι μήνες και μετά θα είναι η σειρά μας”! Τέλος, εκείνοι που κυρίως μας απασχολούν σήμερα, δηλαδή τα ηγετικά στελέχη μεγάλου μέρους -αλλά ευτυχώς όχι όλης- της ριζοσπαστικής αριστεράς, τον μάχονται ανακαλύπτοντας και εγκωμιάζοντας τις -εντελώς ανύπαρκτες- κρυφές “αρετές” του βαθύτατα βάρβαρου και ρατσιστικού κοινωνικού ακροατηρίου του! Τόσο οι μεν όσο και οι δε εγκληματούν! Και αν συνεχίσουν στον αδιέξοδο δρόμο που έχουν διαλέξει, τότε είναι περίπου βέβαιο ότι το μέλλον διαγράφεται μαύρο κι άραχνο. Και δυστυχώς, για δικαίους και αδίκους, δηλαδή για όλους μας...

Αντί λοιπόν να διαγκωνίζονται με την -φασιστική ή μη- άκρα δεξιά για το ποιος είναι πιο “πατριώτης”, ελληναράς και “μακεδονομάχος”, πολύ καλύτερο θα ήταν, ακόμα και για τους ίδιους και τις ίδιες, να ενώσουν επειγόντως τις δυνάμεις τους σε ένα αρραγές αντιφασιστικό μέτωπο. Ένα εννιαίο μέτωπο των αντιφασιστών που θα διαλύει τη σημερινή σύγχιση, θα εμπνέει τη νεολαία και θα ξαναδίνει αυτοπεποίθηση στους δημοκράτες, θα ξαναφέρνει στο προσκήνιο τις παλιές καλές αξίες της αλληλεγγύης και του διεθνισμού, και θα περνάει, επιτέλους στην αντεπίθεση που τόσο χρειαζόμαστε.

Σημειώσεις

1. Αλφρέντ Ροσμέρ, “Η Μόσχα του Λένιν”, με πρόλογο του Αλμπέρ Καμί, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2017, μετάφραση Δήμητρα Κυρίλλου, Κώστας Πίττας.

2. Το ναζιστικό καθεστώς έδωσε το όνομα του Σλάγκετερ σε δρόμους και πλατείες, σε πλοία και στρατώνες, σε πόλεις και στρατιωτικές μονάδες, ενώ γράφτηκε για αυτόν ακόμα και ένα θεατρικό έργο στο οποίο οφείλεται εξάλλου και η διάσημη αγριανθρωπική φράση “Όταν ακούω τη λέξη κουλτούρα,τραβάω το πιστόλι μου”. Ο υποτιθέμενος καταδότης του Σλάγκετερ στις γαλλικές αρχές δολοφονήθηκε από τον μετέπειτα διοικητή του στρατοπέδου εξόντωσης Άουσβιτς-Μπιρκενάου Rudolf Hoess και τον Μάρτιν Μπόρμαν, μόνιμο δεξί χέρι του Χίτλερ.
​ΠΗΓΗ: www.contra-xreos.gr














Giorgos Mitralias

26 Ιαν (Πριν από 11 ημέρες)





προς Μανώλης, Εμένα
















Giorgos Mitralias

30 Ιαν (Πριν από 7 ημέρες)





προς Εμένα, Pandiera, ertopen, Μανώλης













Η μαρτυρία του Γιάνη Βαρουφάκη:
συντριπτική κατά του ίδιου του εαυτού του

Τέταρτο μέρος
Ο Βαρουφάκης συγκέντρωσε γύρω του οπαδούς της κυρίαρχης τάξης,
ως συμβούλους

Του Éric Toussaint


Αν δεν διαβάσατε ακόμη το Ανίκητοι Ηττημένοι του Γιάνη Βαρουφάκη, παραγγείλτε το στον βιβλιοπώλη σας. Διαβάζεται σαν πολιτικό αστυνομικό μυθιστόρημα, έχει σασπένς, ανατροπές, προδοσίες … Το τεράστιο ενδιαφέρον του βιβλίου αυτού έγκειται στο ότι ο συγγραφέας δίνει την δική του εκδοχή των γεγονότων που επηρέασαν και επηρεάζουν ακόμη την διεθνή κατάσταση, ειδικά στην Ευρώπη αλλά και πέραν αυτής διότι η απογοήτευση που προκάλεσε η συνθηκολόγηση της κυβέρνησης της ελληνικής ριζοσπαστικής αριστεράς έχει σημαδέψει βαθιά τα πνεύματα.



Η σειρά άρθρων που αφιερώνω στο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη αποτελεί έναν οδηγό για τους αναγνώστε και τις αναγνώστριες της αριστεράς που δεν θέλουν να αρκεστούν στην κυρίαρχη αφήγηση που δίνουν τα μεγάλα ΜΜΕ και οι κυβερνήσεις της τρόικας. Αναγνώστες και αναγνώστριες που δεν ικανοποιούνται επίσης από την εκδοχή που προτείνει ο πρώην υπουργός οικονομικών. Σε αντίστιξη με την διήγηση του Βαρουφάκη, αναφέρω γεγονότα τα οποία αποσιωπά και εκφράζω μια γνώμη διαφορετική από την δική του περί του τί έπρεπε να πράξει και τί έπραξε. Η διήγησή μου δεν υποκαθιστά την δική του, διαβάζεται παράλληλα.

Είναι ουσιαστικό ν’αφιερώσει κανείς χρόνο στο να αναλύσει την πολιτική που εφάρμοσαν ο Βαρουφάκης κι η κυβέρνηση Τσίπρα διότι, για πρώτη φορά στον 21ο αιώνα, μια κυβέρνηση της ριζοσπαστικής αριστεράς εκλέχτηκε στην Ευρώπη. Η κατανόηση των ελλείψεων και η εξαγωγή διδαγμάτων από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τα προβλήματα που συναντούσε είναι μείζονος σημασίας αν θέλουμε να έχουμε μιαν ευκαιρία να μην καταλήξουμε σε νέο φιάσκο. Σε άλλες χώρες της Ευρώπης, μια πλειοψηφία εκλογέων μπορεί να φέρει στην κυβέρνηση δυνάμεις της αριστεράς που υπόσχονται την ρήξη με την μακριά νεοφιλελεύθερη νύχτα. Σίγουρα οι χώρες αυτές δεν είναι πολλές αλλά υπάρχουν. Ούτως ή άλλως, ακόμη κι εκεί όπου οι πιθανότητες ανόδου στην κυβέρνηση είναι πολύ περιορισμένες, είναι θεμελιώδες να παρουσιαστεί ένα συνεκτικό πρόγραμμα μέτρων που πρέπει να ληφθούν από μια κυβέρνηση τόσο πιστή στον λαό όσο είναι οι σημερινοί κυβερνώντες προς το μεγάλο κεφάλαιο.

Η κριτική που ασκώ στις επιλογές του Βαρουφάκη είναι συγκεκριμένη και σκληρή, χωρίς παραχωρήσεις. Παρά ταύτα, ο Βαρουφάκης έκανε τον κόπο να επικοινωνήσει αυτό που θεωρεί πως είναι το δικό του μέρος αλήθειας. Ανέλαβε ρίσκα πράττοντάς το. Αν δεν είχε γράψει αυτό το βιβλίο, πολλά σημαντικά γεγονότα θα είχαν παραμείνει άγνωστα. Δεν πρέπει να αναμένουμε ο Τσίπρας να δώσει σοβαρά την δική του εκδοχή του τί συνέβη. Του είναι αδύνατον να διηγηθεί την δράση του και να την δικαιολογήσει. Αν κάποτε συμβεί να υπογράψει μια διήγηση, θα έχει γραφτεί από κάποιον άλλον και θα είναι γεμάτη κοινοτοπίες.

Πρέπει επίσης να διακρίνουμε μεταξύ Τσίπρα και Βαρουφάκη: ο ένας υπέγραψε το 3ο μνημόνιο και το πέρασε στο ελληνικό Κοινοβούλιο, ο άλλος αντιτάχθηκε, έφυγε από την κυβέρνηση στις 6 Ιουλίου και, ως βουλευτής, καταψήφισε το μνημόνιο στις 15 Ιουλίου 2015.

Το διακύβευμα της κριτικής της πολιτικής που ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση το 2015 δεν συνίσταται κυρίως στον προσδιορισμό των ευθυνών που αντιστοιχούν σε Τσίπρα ή Βαρουφάκη ως άτομα. Το θεμελιώδες είναι να γίνει μια ανάλυση του πολιτικο-οικονομικού προσανατολισμού που εφαρμόστηκε ώστε να προσδιορίσουμε τα αίτια της αποτυχίας, να δούμε τί θα μπορούσε να είχε επιχειρηθεί σε αντικατάσταση και να εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά με το τί μπορεί να πράξει μια κυβέρνηση της ριζοσπαστικής αριστεράς σε μια χώρα της περιφέρειας της ευρωζώνης.

Σε αυτό το μέρος, θα παρουσιάσουμε τους συμβούλους που συγκέντρωσε γύρω του ο Βαρουφάκης. οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι, από την φάση επιλογής των κυρίων συμβούλων του, ο Βαρουφάκης προτίμησε πρόσωπα ελάχιστα διατεθειμένα να υλοποιήσουν τις υποσχέσεις του Συριζα (είναι το λιγότερο που μπορεί κανείς να πει) και να εφαρμόσουν εναλλακτικές πολιτικές ώστε η Ελλάδα να ξεφύγει από την κυριαρχία της τρόικας.

Οι σύμβουλοι του Βαρουφάκη ως υπουργού

Στο βιβλίο του, ο Βαρουφάκης περιγράφει την ομάδα των συμβούλων του, άμεσων και απομακρυσμένων. Ο τρόπος με τον οποίο έγινε η σύνθεση της ομάδας είναι τρομερός. Η λογική που κυριαρχούσε κατά την επιλογή των προσώπων εξηγεί εν μέρει την αποτυχία που θα ακολουθούσε. Δεν είναι το καθοριστικό στοιχείο, αλλά έπαιξε έναν ρόλο.

Για να ορίσει έναν υφυπουργό οικονομικών επιφορτισμένου με την επίβλεψη του Κρατικού Ταμείου, θέση υψηλότατης σημασίας, ο Βαρουφάκης διηγείται πως συμβουλεύθηκε τον Αλέκο Παπαδόπουλο, παλαιό υπουργό οικονομικών της δεκαετίας του 1990, από το ΠΑΣΟΚ. Ο Βαρουφάκης εξηγεί πως είχε συνεργαστεί με τον Παπαδόπουλο για την σύνταξη του οικονομικού προγράμματος που ο Γιώργος Παπανδρέου παρουσίασε στις εκλογές του 2004 και που κέρδισαν οι συντηρητικοί της Νέας Δημοκρατίας. Ο Συριζα, που κατέβαινε πρώτη φορά στις εκλογές, είχε πλέον 6 βουλευτές με 3,3% των ψήφων. Η Νέα Δημοκρατία του Καραμανλή είχε λάβει 45,4 % των ψήφων, ενώ το ΠΑΣΟΚ, με αρχηγό τον Παπανδρέου, είχε συγκεντρώσει το 40,5 % των ψήφων.

Γράφει ο Βαρουφάκης: «ο Παπαδόπουλος ήταν στην αντιπολίτευση σε σχέση με τον Συριζα, ήταν όμως έτοιμος να με στηρίξει προσωπικά και υποσχέθηκε να μου βρει κάποιον. (…) Το ίδιο βράδυ, μου έστειλε ένα sms δίνοντάς μου το όνομα του Δημήτρη Μάρδα»[1]. Ο Βαρουφάκης επικοινωνεί με τον Μάρδα και του προτείνει την θέση του υφυπουργού οικονομικών.

Πρέπει να ξέρουμε πως στις 17 Ιανουαρίου 2015, οκτώ μέρες πριν τη νίκη του Συριζα, ο Μάρδας δημοσίευσε ένα άρθρο ιδιαίτερο επιθετικό κατά της βουλευτού του Συριζα, Ραχήλ Μακρή, με τον τίτλο «Ραχήλ Μακρή κατά Κιμ Γιονγκ Ουν και Αμίν Νταντά». Το άρθρο έκλεινε με το πολύ εύγλωττο ερώτημα (με υπογράμμιση δική του) «Αυτοί είναι που θα μας κυβερνήσουν;». Δέκα μέρες αργότερα, ο ίδιος αυτός Μάρδας γινόταν, χάρη στον Βαρουφάκη, υφυπουργός οικονομικών. Ο Βαρουφάκης εξηγεί στο βιβλίο του πως, ένα μήνα μετά, κατάλαβε πως είχε κάνει κακή επιλογή. Σημειωτέον ότι ο Μάρδας, που στήριξε την συνθηκολόγηση τον Ιούλη του 2015, εκλέχτηκε βουλευτής Συριζα στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015. Ο Παπαδόπουλος στήριξε, και αυτός, το 3ο μνημόνιο του Ιούλη του 2015[2].

Ο Βαρουφάκης εξηγεί ότι, σε δεύτερη φάση, έπρεπε να επιλέξει τον πρόεδρο του Συμβουλίου των Οικονομολόγων. Διαπιστώνει ότι η θέση αυτή ήταν καλυφθεί στο όνομά του από τον υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ, Δραγασάκη. Ο τελευταίος είχε πράγματι επιλέξει τονΓιώργο Χουλιαράκη, οικονομολόγο τριάντα ετών που είχε διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ πριν πάρει μεταγραφή για την Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας. Ο Χουλιαράκης έπαιξε αρνητικό ρόλο από την στιγμή που ο Βαρουφάκης ανέλαβε καθήκοντα κι όμως, αυτός, τον κράτησε ως το τέλος. Το όνομά του θα επανέλθει πολλές φορές στην διήγηση των γεγονότων.


Στην συνέχεια, ο Βαρουφάκης ενσωμάτωσε στην ομάδα την Έλενα Παναρήτη, διότι γνώριζε καλά την γλώσσα και το modus operandi της τρόικας. Ως βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, η Παναρήτη είχε ψηφίσει υπέρ του πρώτου μνημονίου του 2010. Πριν από αυτό, είχε εργαστεί στην Ουάσιγκτον, προπάντων στην Παγκόσμια Τράπεζα, όπου σύμφωνα με τον Βαρουφάκη είχε φτιάξει ένα εξαιρετικό δίκτυο προσωπικοτήτων στα πέριξ των θεσμών που έχουν ως βάση την Ουάσιγκτον. Ειδικά, τον πρώην υπουργό οικονομικών, Larry Summers, στον οποίο είχε γνωρίσει τον Βαρουφάκη. Η Παναρήτη, την δεκαετία του 1990 εργάστηκε για την Παγκόσμια Τράπεζα στο Περού όπου συνεργάστηκε με το νεοφιλελεύθερο, διεφθαρμένο και δικτατορικό καθεστώς του Αλμπέρτο Φουτζιμόρι (Alberto Fujimori). Διηγείται ο Βαρουφάκης: «Όταν την ξαναείδα πριν τις εκλογές, δεν δίστασα δευτερόλεπτο να της ζητήσω να έρθει στην ομάδα μου. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα, για να παλέψεις τον διάβολο, από κάποιον που τον υπηρέτησε και έγινε ο χειρότερος εχθρός του.» [3] Η συνέχεια έδειξε πως, όχι μόνο δεν είχε γίνει ο χειρότερος εχθρός του, αλλά συνέχισε και να συνεργάζεται μαζί του.



O διορισμός της ως συμβούλου του υπουργού οικονομικών προκάλεσε αναταράξεις εντός του Συριζα, και ο Τσίπρας προσπάθησε να πείσει τον Βαρουφάκη να την αποχωριστεί. Στη συνέχεια όμως συνεννοήθηκε εξαιρετικά μαζί της. Αργότερα, όταν ο Βαρουφάκης, τον Μάη του 2015, διόρισε με την σύμφωνη γνώμη του Τσίπρα την Παναρήτη ως εκπρόσωπο τα Ελλάδας στο ΔΝΤ, αυτό προκάλεσε τόσο έντονες αντιδράσεις μέσα στον Συριζα και στο Κοινοβούλιο, που τελικά αναγκάστηκε να παραιτηθεί, την 1η Ιουνίου 2015[4].

Στην ομάδα του, ο Βαρουφάκης περιέλαβε επίσης τον Glenn Kim, ειδικό των χρηματιστικών αγορών και ειδικότερα της αγοράς των δημοσίων χρεών. Το 2012, είχε συνεργαστεί στην εφαρμογή της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, ειδικότερα ως σύμβουλος των γερμανικών αρχών. Όταν ο Βαρουφάκης επικοινώνησε με τον Glenn Kim, εκείνος του είπε πως εργαζόταν ως σύμβουλος της ισλανδικής κυβέρνησης την οποία βοηθούσε ώστε να μπει τέλος στον έλεγχο κεφαλαίων που ίσχυε εκεί από το 2008. Αυτό ταίριαζε ιδιαίτερα στον Βαρουφάκη που, αδίκως, δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να καταφύγει σε έλεγχο κινήσεων των κεφαλαίων, ενώ έπρεπε να λάβει υπόψη του τα θετικά αποτελέσματα που είχαν επιτευχθεί στην Ισλανδία.

Γράφει ο Βαρουφάκης: «Κάποιος κυνικός θα έλεγε πως οι ειδικοί του στυλ του Glenn εργάζονται αποκλειστικά για τα χρήματα. Ίσως. Αλλά, το να είσαι περιτριγυρισμένος από ανθρώπους σαν κι αυτόν, που γνωρίζουν όλους τους δαιδάλους της εξουσίας, είναι ένα πολύτιμο ατού.» Ας σημειώσουμε πως ο Glenn Kim συνέχισε να συμβουλεύει τον Τσίπρα μετά την συνθηκολόγηση του Ιούλη του 2015[5].

Ο Βαρουφάκης συγχαίρει εαυτόν που δέχθηκε τις υπηρεσίες της Τράπεζας Lazard και του διευθυντή της, του ΓάλλουMatthieu Pigasse[6]. Η τράπεζα Lazard είχε συνεργαστεί, με αντάλλαγμα προμήθεια δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους που πραγματοποίησε η τρόικα το 2012. Σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, ο Matthieu Pigasse και ο Daniel Cohen (καθηγητής της École normale supérieure de la rue d'Ulm, στο Παρίσι, και σύμβουλος της Lazard[7]) που τον συνόδευε «κατάφεραν να με πείσουν εγκωμιάζοντας τα πλεονεκτήματα της στενής τους σχέσης, ζητώντας συγγνώμη και προσφέροντας τις πολύτιμες υπηρεσίες τους δωρεάν για να ξανασταθεί η Ελλάδα στα πόδια της. Με μεταγραφές αυτού του μεγέθους στο πλάι μας, η τεχνική μας δύναμη πολλαπλασιάζονταν.»[8]


Στην διεθνή ομάδα την οποία συγκέντρωσε γύρω του ο Βαρουφάκης, πρέπει να αναφέρουμε τον James Galbraith που του παρείχε διαρκή υποστήριξη και ήρθε πολλές φορές στην Αθήνα κατά την διάρκεια των έξι πρώτων μηνών του 2015. Μεταξύ των ατόμων που αναφέρει ο Βαρουφάκης για την στήριξη που του παρείχαν, ο James Galbraith είναι ο μόνος άξιος εμπιστοσύνης, ακόμη κι αν υποστήριξε έναν προσανατολισμό ιδιαίτερα συμβιβαστικό ως προς τους δανειστές. Ο James Galbraith είναι νεοκεϋνσιανός οικονομολόγος των ΗΠΑ, κοντά στο κόμμα των Δημοκρατικών, γνώστης της διεθνούς πολιτικής. Το 2009, είχε στενές επαφές με την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου. Ο Galbraith εργάστηκε κυρίως πάνω στο Σχέδιο Β και, αυτό, με την μεγαλύτερη μυστικότητα. Το αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο του Crise grecque, tragédie européenne[9]. Από όλα τα μέλη της ομάδας που αναφέρει ο Βαρουφάκης, ο Galbraith είναι ο μόνος για τον οποίο μπορούμε να θεωρήσουμε πως μπορούσε πραγματικά να παρέχει δημιουργική βοήθεια στις ελληνικές αρχές. Υπερασπίστηκε, στο πλάι του Βαρουφάκη, έναν υπερβολικά μετριοπαθή προσανατολισμό που δεν αντιστοιχούσε στις προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπιστούν και το αναγνωρίζει, εν μέρει[10]. Ο Daniel Munevar, συνεργάτης του Galbraith, παρείχε ενεργή στήριξη στον Βαρουφάκη κατά την διαπραγμάτευση με τους πιστωτές από τον Μάρτη του 215, αλλά ο Βαρουφάκης δεν αναφέρει το όνομά του[11].



Ο Βαρουφάκης προτιμά να αναφέρει ξένες προσωπικότητες που αποτελούν άμεσα μέλη του συστήματος: «Πέραν του Norman (Lamont), στουςυπερπόντιους οπαδούς μου περιλαμβάνονταν οι Jeff Sachs, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, ο Thomas Mayer, της Deutsche Bank, ο Larry Summers κι ο Jamie Galbraith »[12].

Προσωπικότητες με τις οποίες δεν έπρεπε καθόλου να συμμαχήσεις, με εξαίρεση τον Galbraith, αν ήθελες πραγματικά να προωθήσεις μια λύση ευνοϊκή για τον ελληνικό λαό. Ιδού μερικά παραδείγματα.

Ο Larry Summers, ο Jeffrey Sachs και άλλοι: ο Βαρουφάκης συνεχίζει να κάνει επιλογές ασύμβατες με το πρόγραμμα του Συριζα

Η διαδρομή του Lawrence ‘Larry’ Summers περιλαμβάνει ορισμένους λεκέδες που θα έπρεπε να είναι ανεξίτηλοι… και να εμποδίσουν οποιαδήποτε συνεργασία. Ο Βαρουφάκης όμως την επιζήτησε συστηματικά και είναι ιδιαίτερα ικανοποιημένος απ’αυτήν. Στην εισαγωγή του βιβλίου του, δηλώνει: «Συμφωνούσαμε σε πολύ μεγάλο ποσοστό σταουσιώδη και δεν ήταν τίποτε ο να έχεις την στήριξη του θαυμάσιου Larry Summers (…) »[13].

Σχετικά με το παρελθόν του Summers, αξίζει να υπενθυμίσουμε μερικά σημαντικά στάδιά του.

Τον Δεκέμβρη του 1991, όταν ήταν επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο Summers γράφει σε ένα εσωτερικό σημείωμα: «Οι χώρες με μικρό πληθυσμό της Αφρικής έχουν σε μεγάλο βαθμό πολύ περιορισμένη μόλυνση. Ηποιότητα του αέρα είναι σε επίπεδο υψηλότατο σε σχέση με αυτήν το Λος Άντζελες ή του Μεξικού, χωρίς αυτό να χρησιμεύει σε κάτι. Πρέπει να ενθαρρυνθεί μια πιο έντονη μετατόπιση των βιομηχανιών που μολύνουν προς τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Θα πρέπει να υπάρχει κάποια δόση μόλυνσης στις χώρες όπου οι μισθοί είναι οι χαμηλότεροι. Πιστεύω πως είναι ορθότατη η οικονομική λογική που θέλει μάζες τοξικών αποβλήτων να απορρίπτονται εκεί όπου οι μισθοί είναι οι πλέον χαμηλοί είναι. [...] Η ανησυχία [σχετικά με του τοξικούς παράγοντες] θα είναι προφανώς πολύ υψηλότερη σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι ζουν αρκετά χρόνια για να πάθουν καρκίνο παρά σε μια χώρα όπου η παιδική θνησιμότητα είναι 200 στα 1.000, σε ηλικία πέντε ετών[14] ». Προσθέτει ακόμη, πάντα το 1991: «Δεν υπάρχουν [...] όρια στην ικανότητα απορρόφησης του πλανήτη που να είναι σε θέση να μας μπλοκάρουν, σε ένα ορατό μέλλον. Ο κίνδυνος μιας αποκαλυπτικής καταστροφής οφειλόμενης στην κλιματική αλλαγή σε οιαδήποτε άλλη αιτία είναι ανύπαρκτος. Η ιδέα ότι ο κόσμος οδεύει προς την καταστροφή του είναι βαθιά λανθασμένη. Η ιδέα ότι πρέπει να επιβάλλουμε όρια στην ανάπτυξη λόγω ύπαρξης φυσικών ορίων είναι βαθύτατο λάθος. Πρόκειται δε για ένα λάθος που θα είχε εξωφρενικό κόστος αν ποτέ εφαρμοζόταν[15] ».

Όταν έγινε υφυπουργός οικονομικών του Κλίντον, το 1995, ο Summers πιέζει με όλες του τις δυνάμεις σε συνεργασία με τον μέντορά του, τον υπουργό Robert Rubin, για να πετύχει την κατάργηση, το 1999, του νόμου που διαχώριζε τις δραστηριότητες των τραπεζών καταθέσεων από εκείνες των τραπεζών επενδύσεων και την αντικατάστασή του από ένα νόμο που υπαγόρευσαν οι τραπεζίτες[16]. Το 1998, μαζί με τον Άλαν Γκρίνσπαν (Alan Greenspan), διευθυντή της Federal Reserve, και τον Robert Rubin, ο Summers είχε επίσης καταφέρει να πείσει την αρχή ελέγχου των χρηματιστηρίων πρώτων υλών (Commodity Futures Trading Commission (CFTC)), να απαλείψει όλους τους φραγμούς που αποτελούσαν «εμπόδια» για την αγορά των πιστωτικών παραγώγων που πωλούνται χέρι με χέρι (Over The Counter – OTC). Έτσι άνοιξε διάπλατα για την επιτάχυνση της τραπεζικής και χρηματοοικονομικής απορρύθμισης που κατέληξε στην κρίση του 2007-2008 στις ΗΠΑ και είχε επιπτώσεις στην Ελλάδα το 2009-2010.

Ας προσθέσουμε ότι, το 2000, ο Summers ασκεί πίεση ως υπουργός οικονομικών, πάνω στον πρόεδρο της Παγκόσμιας Τράπεζας, James Wolfensohn, ώστε ο τελευταίος να απαλλαγεί από τον Joseph Stiglitz που τον είχε διαδεχθεί στην θέση του επικεφαλής οικονομολόγου και ήταν ιδιαίτερα επικριτικός στους νεοφιλελεύθερους προσανατολισμούς που εφαρμόζουν οι Summers και Rubin στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη όπου ανάβουν χρηματοοικονιμκές πυρκαγιές. Με την άφιξη του ρεπουμπλικανού προέδρου George W. Bush, συνεχίζει την καριέρα του ως πρόεδρος το πανεπιστημίου του 2001, αλλά τραβά ιδιαίτερα τα φώτα της δημοσιότητας τον Φεβρουάριο του 2005 όταν συγκεντρώνει τα πυρά της πανεπιστημιακής κοινότητας μετά από μια συζήτηση στο Εθνικό γραφείο οικονομικής έρευνας (NBER)[17]. Ερωτώμενος σχετικά με τους λόγους για τους οποίους βρίσκουμε λίγες γυναίκες σε ανώτερες θέσεις στον επιστημονικό τομέα, δηλώνει πως οι γυναίκες είναι εγγενώς λιγότερο προικισμένες από τους άνδρες για τις επιστήμες, αποκλείοντας ως πιθανές εξηγήσεις την κοινωνική και οικογενειακή καταγωγή ή την ύπαρξη διακρίσεων. Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν μεγάλη κι έντονη συζήτηση[18] τόσο στο μέσα όσο κι έξω από το πανεπιστήμιο. Παρά το γεγονός ότι ζήτησε συγγνώμη, οι διαμαρτυρίες μιας πλειοψηφίας καθηγητών και φοιτητών του Harvard τον αναγκάζουν να παραιτηθεί το 2006.

Το 2009, ο Summers έγινε μέλος της μεταβατικής ομάδας του εκλεγμένου προέδρου Μπαράκ Ομπάμα και διηύθυνε το Εθνικό οικονομικό συμβούλιο. Τον Σεπτέμβριο του 2010, ο Summers άφησε την ομάδα του Ομπάμα και συνέχισε την καριέρα του στο πανεπιστήμιο του Harvard ενώ διαδραμάτιζε ρόλο και στα παρασκήνια της πολιτικής, ειδικότερα στην Ουάσιγκτον. Ο Βαρουφάκης διηγείται πως ζήτησε από την Έλενα Παναρήτη να τον φέρει σε επαφή με τον Summers το 2015 ώστε να μπορέσει να επηρεάσει τον Ομπάμα, αφενός, και το ΔΝΤ, αφετέρου.

Ο Βαρουφάκης ζήτησε επίσης από Jeffrey Sachs, επίσης ειδικό στα παιχνίδια επιρροής στα παρασκήνια της Ουάσιγκτον, να συνεργαστεί στενά μαζί του, πράγμα που εκείνος δέχεται επισκεπτόμενος πολλές φορές την Αθήνα, τις Βρυξέλλες, το Λονδίνο, την Ουάσιγκτον, το 2015, για να ενισχύσει την ομάδα του Varoufakis. Ο Jeffrey Sachs, όπως κι ο Lawrence Summers, συνδέεται με το κόμμα των δημοκρατών, και παρουσιάζεται στα κυρίαρχα ΜΜΕ ως ευνοϊκά διακείμενο απέναντι σε μια soft επίλυση των κρίσεων χρέους που να λαμβάνει υπόψη της τα συμφέροντα των φτωχών[19]. Παρά ταύτα, ο Jeffrey Sachs υπήρξε σύμβουλος νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων που εφάρμοσαν την πολιτική της θεραπείας του σοκ στις χώρες τους: Βολιβία (1985), Πολωνία (1989), Ρωσία (1991). Στο βιβλίο της La Stratégie du choc. Montée d'un capitalisme du désastre (Η Στρατηγική του σοκ. Άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής) (2008), η Naomi Klein απηύθυνε δριμύ κατηγορητήριο κατά του Jeffrey Sachs και των πολιτικών που συνέστησε σε συνεργασία με το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και τις τοπικές κυρίαρχες τάξεις.

Ο Βαρουφάκης αναφέρει επίσης την ακλόνητη στήριξη που έλαβε από τον Λόρδο Norman Lamont ο οποίος ήταν υπουργός οικονομικών της Μεγάλης Βρετανίας στην κυβέρνηση του συντηρητικού John Major από το 1990 ως το 1993. «Η φιλία μου με τον Λόρδο Lamont of Lerwick, καθαρού Τόρυ και ευρωσκεπτικιστή, του υπουργού οικονομικών πουείχε επιτρέψει στην Μεγάλη Βρετανία να ξεφύγει από το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα, ερχόταν σε αντίθεση με την εικόνα μου ως ακραίου αριστερού. » Ο Βαρουφάκης υπογραμμίζει την σημασία της συνεργασίας με τον Norman Lamont: «Πέρασα 162 ημέρες επικεφαλήςτου υπουργείου οικονομικών και ο Norman ήταν πάντα ένα ακλόνητο στήριγμα, ειδικά στην οριστικοποίηση της τελευταίας εκδοχής των προτάσεών μουσχετικά με τις μεταρρυθμίσεις του χρέους και της φορολογίας που θα υποβάλλονταν στην ΕΕ και στο ΔΝΤ »[20].

Μεταξύ των άλλων ξένων ειδικών στους οποίους κατέφυγε ο Βαρουφάκης και που συμμετείχαν στην επεξεργασία των προτάσεων που έκανε στους δανειστές: ο Willem Buiter, που προσελήφθη στην τράπεζα Citigroup το 2010 ως επικεφαλής οικονομολόγος, και ο Thomas Mayer, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank.

Αν βασιστούμε στην αφήγηση του Βαρουφάκη, ο ρόλος των προσωπικοτήτων αυτών δεν υπήρξε ανώδυνος. Αναφερόμενος στο νιοστό σχέδιο που πρότεινε τον Μάη του 2015 στους πιστωτές, γράφει: «Με το που προσγειωνόμουν, το Σχέδιο για την Ελλάδα είχε οριστικοποιηθεί. Ο Jeff Sachs είχε διορθώσει με μπρίο την εκδοχή που του είχα στείλει δυο μέρες νωρίτερα, ο Norman Lamont είχε κάνει σημαντικές προσθήκες. Η ομάδα της Lazard είχε λεπτομερώς επεξεργαστεί την πρόταση ανταλλαγής χρεών και ο Larry Summers είχε προσυπογράψει το σύνολο»[21]

Σπύρος Σαγιάς, ένα ακόμη παράδειγμα οπαδού της κυρίαρχης τάξης που αποτελεί μέρος του στενού κύκλου του Τσίπρα και του Βαρουφάκη


Ο Βαρουφάκης εξηγεί πως δημιούργησε στενή σχέση με τον Σπύρο Σαγιά μετέπειτα νομικό σύμβουλο του Πρωθυπουργού Τσίπρα, με τον οποίο γνωρίστηκε μερικές μέρες πριν από τις εκλογές. Η επιλογή του Σαγιά από τον Τσίπρα λέει επίσης πολλά για τις προτεραιότητες του τελευταίου όταν έπρεπε να επιλέξει το περιβάλλον του ως αρχηγός κυβέρνησης. Ήθελε να περιβάλλεται όσο το δυνατόν περισσότερο από γέφυρες με το establishment, με την εργοδοσία, με τους πιστωτές. Ο Σαγιάς είχε υπάρξει σύμβουλος της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Σημίτη, την δεκαετία του 1990, όταν ξεκινούσε ένα σημαντικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων.



Ο Βαρουφάκης περιγράφει τον Σαγιά ως εξής: «Ο Σαγιάς δεν ήταν πολιτικός αλλά, όπως συστηνόταν λίγο πολύ αστειευόμενος, ένας συστημικός δικηγόρος. (…)Ούτε μια μεγάλη επιχειρηματική σύμβαση όπου διακυβεύονταν συμφέροντα τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα δεν ξέφευγε από την οξυδέρκειά του: ιδιωτικοποιήσεις, τεράστια προγράμματα ακινήτων, συγχωνεύσεις, τα κατείχε όλα. Είχε συμβουλεύσει την Cosco, τον κινεζικό όμιλο που είχε αγοράσει μερίδια του Πειραιά και ονειρεύονταν να αγοράσει το σύνολό τους, μια ιδιωτικοποίηση προς την οποία ο Συριζα ήταν έντονα αντίθετος». Προσθέτει: «Τη μέρα που ο Παππάς μου είπε πως ο Σαγιάς θα γινόταν σίγουρα γραμματέας υπουργείου, εξεπλάγην ευχάριστα: θα είχαμε ανάμεσά μας έναν άσσο της νομικής, έναν σύμβουλο που ήξερε να συντάσσει στέρεα σχέδια νόμων και να ξεθάβει τα ντροπιαστικά μυστικά του παλαιού καθεστώτος». «Μ’αρέσει ο Σαγιάς, σκεφτόμουν. Είχε συνείδηση ότι έκανε μπίζνες με την ολιγαρχία και δεν κρυβότανγι’αυτό»[22]. Όπως δείχνει παρακάτω στο βιβλίο του ο Βαρουφάκης, ο Σαγιά στήριξε τις διαδοχικές επιλογές που οδήγησαν στην οριστική συνθηκολόγηση.

Ας προσθέσουμε ότι κατά την διακυβέρνηση Τσίπρα 1, βοήθησε επίσης την Cosco να αγοράσει τα μερίδια του Λιμανιού του Πειραιά που η κινεζική επιχείρηση δεν κατείχε ακόμη[23]. Εξ άλλου, το γραφείο του Σαγιά ήταν που είχε συντάξει την πρώτη σύμβαση με την Cosco, το 2008. Αφού άφησε την θέση του ως γραμματέα της κυβέρνησης, ο Σαγιάς επανήλθε δριμύτερος στις δραστηριότητες του γραφείου του[24]. Έγινε επίσημος σύμβουλος μεγάλων ξένων συμφερόντων για να ευνοήσει νέες ιδιωτικοποιήσεις. Υπηρέτησε τα συμφέροντα του εμίρη του Κατάρ, το 2016, που ήθελε να αγοράσει ένα ελληνικό νησί, την Οξυά στην Ζάκυνθο, που ανήκει σε περιοχή Natura[25]. Ο Σαγιάς υπήρξε επίσης σύμβουλος της Cosco το 2016-2017 στα πλαίσια διαφοράς με τους εργαζόμενους του λιμένα του Πειραιά, όταν χρειάστηκε να βρεθεί μια φόρμουλα πρόωρης συνταξιοδότησης (ή μεταμφιεσμένης απόλυσης) για περισσότερους από μια εκατοστή εργαζομένων που πλησίαζαν την ηλικία συνταξιοδότησης[26].

Στο πέμπτο μέρος, θα αναλύσουμε τα γεγονότα του Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2015: τις μέρες που προηγήθηκαν τις αναμενόμενης νίκης του Συριζα στις 25 Ιανουαρίου, την δημιουργία της κυβέρνησης Τσίπρα, το πρόγραμμα του Συριζα, την ανάληψη καθηκόντων του Γιάνη Βαρουφάκη ως υπουργού οικονομικών και τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην μοιραία συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου 2015.

Μετάφραση από τα γαλλικά: Christine Cooreman

Σημειώσεις

[1] Γ. Βαρουφάκη, Ανίκητοι Ηττημένοι. Για μια Ελληνική Άνοιξη μετά από ατελείωτους μνημονιακούς χειμώνες (Οι παραπομπές του παρόντος άθρου αναφέρονται στην γαλλική έκδοση του βιβλίου «Conversations entre adultes. Dans les coulisses secrètes de l'Europe», εκδ. Les Liens Qui Libèrent, Παρίσι, 2017, Κεφάλαιο 5, σ. 127.

[2] Βλ. Vice, « The Former Finance Minister Who Tried to Warn Greece About the Crisis » («Ο πρώην υπουργός οικονομικών που προσπάθησε να προειδοποιήσει την Ελλάδα σχετικά με την κρίση»), δημοσιεύτηκε στις 15 Ιουλίου 2015, https://www.vice.com/sv/article/dp57na/greek-ex-finance-minister-alekos-papadopoulos-interview-876, προσπέλαση: 12 Νοεμβρίου 2017

[3] Γ. Βαρουφάκης, οπ. παρ., Κεφάλαιο 5, σ. 129.

[4] Adea Guillot, "Grèce : l’ex-députée socialiste Elena Panaritis renonce au FMI" (Ελλάδα: η πρώην σοσιαλίστρια βουλευτής Έλενα Παναρήτη παραιτείται από το ΔΝΤ), δημοσιεύτηκε την 1η Ιουνίου 2015, Le Monde, http://www.lemonde.fr/economie/article/2015/06/01/en-grece-la-majorite-se-dechire-sur-une-nomination-au-fmi_4644601_3234.html

[5] Ενώ, υπό τον Βαρουφάκη, είχε λάβει ταπεινή αποζημίωση, παρέδωσε τον Αύγουστο έναν λογαριασμό 375.000 ευρώ για την περίοδο πριν τον Ιούλιο του 2015. Αυτό προκάλεσε αναταράξεις και τροφοδότησε την εκστρατεία δυσφήμισης που ξεκίνησε ο κυρίαρχος ελληνικός Τύπος κατά του Βαρουφάκη.
GRReporter, "A Korean adviser of Varoufakis claims a fee of €375,000" («Ένας Κορεάτης σύμβουλος του Βαρουφάκη ζητά αποζημίωση 375.000 ευρώ»,http://www.grreporter.info/en/korean_adviser_varoufakis_claims_fee_%E2%82%AC375000/13105 δημοσιεύτηκε στις 9 Αυγούστου 2017, προσπελάστηκε στις 12 Νοεμβρίου 2017

[6] Η Τράπεζα Lazard είναι ένας παγκόσμιος όμιλος χρηματοοικονομικών συμβούλων και διαχείρισης περιουσίας. Γαλλο-αμερικανική επιχείρηση, κατά την σύστασή της το 1848, σήμερα η Lazard είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και είναι παρούσα σε 43 πόλεις, σε 27 χώρες. Ο πιο γνωστός ηγέτης της, στην Γαλλία, είναι ο Matthieu Pigasse. Υπό την διεύθυνσή του, η τράπεζα υπήρξε σύμβουλος διαφόρων κυβερνήσεων σε θέματα χρέους ή διαχείρισης ενεργητικού (δηλαδή, ιδιωτικοποιήσεων): τον Ισημερινό, το 2008-2009, όσον αφορά τα χρέος, την Ελλάδα το 2012 και το 2015, την Βενεζουέλα το 2012-2013. Ο M. Pigasse έχει άμεσα συμφέροντα στην εφημερίδα Le Monde, στην Huffington Post και στο περιοδικό Les Inrockuptibles. Βλ.https://fr.wikipedia.org/wiki/Matthieu_Pigasse Στο τέλος του 2017, ο Matthieu Pigasse και η τράπεζα Lazard στήριξαν το διεφθαρμένο καθεστώς καταστολής του προέδρου του Κονγκό Denis Sassou-Nguesso για να τον βοηθήσουν στις σχέσεις του με τους πιστωτές https://www.challenges.fr/economie/quand-la-banque-lazard-dirigee-par-mathieu-pigasse-rejoint-dominique-strauss-kahn-et-stephane-fouks-au-chevet-du-congo_558075

[7] Ειδικός σε θέματα δημοσίου χρέους, είναι σύμβουλος της τράπεζας Lazard, μέσω της οποίας συμβούλευσε τον Έλληνα πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου και τον πρόεδρο του Ισημερινού Rafael Correa για την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους των χωρών τους. Συμμετείχε, με την Παγκόσμια Τράπεζα, στην «πρωτοβουλία μείωσης των υπερχρεωμένων πτωχών χωρών» (πρωτοβουλία PPTE). Είναι συντάκτης στην εφημερίδα Le Monde. Ο Daniel Cohen υπήρξε επίσης σύμβουλος του Φρανσουά Φιγιόν (François Fillon), πρωθυπουργού του Νικολά Σαρκοζύ, από το 2010 ως το 2012. Στην συνέχεια, στήριξε τον Φρανσουά Ολλάντ, πρόεδρο από το 2012 ως το 2017.

[8] Γ. Βαρουφάκης, οπ.π., κεφάλαιο 5, σ. 131.

[9] James K. Galbraith, Crise grecque, tragédie européenne (Ελληνική κρίση, ευρωπαϊκή τραγωδία), Éd. du Seuil, Παρίσι, 2016http://www.seuil.com/ouvrage/crise-grecque-tragedie-europeenne-james-k-galbraith/9782021314847

[10] Βλ. το άρθρο της Martine Orange « L'économiste James Galbraith raconte les coulisses du plan B grec » (Ο οικονομολόγος James Galbraith διηγείται τα παρασκήνια του ελληνικού σχεδίου Β) http://www.cadtm.org/L-economiste-James-Galbraith

[11] Ο Daniel Munevar είναι μετακεϋνσιανός οικονομολόγος από την Μποογκοτά της Κολομβίας. Από τον Μάρτη του 2015, εργάστηκε ως βοηθός του Γιάνη Βαρουφάκη όταν ήταν υπουργός οικονομικών. Τον συμβούλευε σε θέματα δημοσιονομικής πολιτικής και βιωσιμότητας του χρέους. Πριν απ’αυτό ήταν σύμβουλος του υπουργείου οικονομικών της Κολομβίας. Το 2009-2010, εργάστηκε στη CADTM στο Βέλγιο και, με την επιστροφή του στην Λατινική Αμερική, συντόνισε το δίκτυο της CADTM στην λατινική Αμερική, από το 2011 ως το 2014. Είναι μια από τις εξέχουσες προσωπικότητες στο θέμα της μελέτης του δημόσιου χρέους της Λατινικής Αμερικής. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα και μελέτες. Μαζί με τους Éric Toussaint, Pierre Gottiniaux και Antonio Sanabria, συμμετείχε στην σύνταξη του βιβλίου Chiffres de la dette 2015 (Οι αριθμοί του χρέους του 2015)http://www.cadtm.org/Les-Chiffres-de-la-dette-2015 Από το 2017 εργάζεται στην Γενεύη, travaille depuis 2017 à Genève à la UΝCΤΑD (Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη).

Ο Daniel Munevar αναφέρεται στην συμμετοχή του στην ομάδα Βαρουφάκη στο : http://www.cadtm.org/Pourquoi-j-ai-change-d-avis-sur-le (Γιατί άλλαξα γνώμη σχετικά με το Grexit) Στο βιβλίο του που προαναφέραμε, ο James Galbraith υπογραμμίζει την σημασία της βοήθειας που του προσέφερε ο Daniel Munevar.

[12] Γ. Βαρουφάκης, οπ.π., Κεφάλαιο 5, σ. 133.

[13] Γ. Βαρουφάκης, οπ.π., σ. 17

[14] Αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν στο The Economist (8 Φεβρουαρίου 1992) καθώς και στο The Financial Times (10 Φεβρουαρίου 1992) υπό τον τίτλο «Προστατέψτε τον πλανήτη από τους οικονομολόγους».

[15] Με την ευκαιρία της ετήσιας Συνέλευσης της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ στην Μπανγκόγκ, το 1991, ο Lawrence Summers παραχώρησε συνέντευξη στην Kirsten Garrett, « Background Briefing », Australian Broadcasting Company, second programme.

[16] Ο νόμος που υιοθετήθηκε υπό την διεύθυνση των Robert Rubin και Lawrence Summers είναι γνωστός ως ο νόμος Gramm-Leach-Bliley Act Financial Services Modernization Act του 1999. Ο νόμος αυτός υιοθετήθηκε από το Κογκρέσο, υπό την κυριαρχία πλειοψηφίας ρεπουμπλικανών, και επικυρώθηκε από την κυβέρνηση Κλίντον, στις 12 Νοεμβρίου 1999. Επιτρέπει στις επιχειρηματικές τράπεζες και στις καταθετικές να συγχωνευτούν δημιουργώντας τράπεζες που παρέχουν τόσο τις υπηρεσίες τράπεζας καταθέσεων όσο και εκείνες των επενδυτικών τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών. Η ψήφιση του νόμου αυτού αποτέλεσε αντικείμενο έντονου lobbying από μέρους των τραπεζών για να επιτραπεί η συγχώνευση της Citibank με την ασφαλιστική εταιρεία Travelers Group, ώστε να σχηματιστεί ο Όμιλος Citigroup, ένας από τους σημαντικότερους ομίλους χρηματοοικονομικών υπηρεσιών του κόσμου. Η υιοθέτηση της νέας νομοθεσίας οδηγούσε στην κατάργηση του νόμου Glass Steagall Act, ή Banking Act, που ίσχυε από το 1933 και είχε, μεταξύ άλλων, ορίσει ως ασύμβατες τις δραστηριότητες τράπεζας καταθέσεων και τράπεζας επενδύσεων και επέτρεψε την αποφυγή μεγάλων τραπεζικών κρίσεων στις ΗΠΑ, έως εκείνην του 2007-2008.

[17] Financial Times, 26-27 Φεβρουαρίου 2005.

[18] Η σύγκρουση τροφοδοτήθηκε επίσης από την αποδοκιμασία της επίθεσης του Summers κατά του Cornel West, ενός μαύρου και προοδευτικού πανεπιστημιακού, καθηγητή Θρησκείας και αφρο-αμερικανικών μελετών στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Ο Summers, γνωστός υπέρμαχος του σιωνισμού, κατήγγειλε τον West ως αντισημίτη διότι στήριζε την δράση των φοιτητών που απαιτούσαν μποϋκοτάζ του Ισραήλ για όσο διάστημα η κυβέρνηση της χώρας αυτής δεν σέβεται τα δικαιώματα των Παλαιστινίων. Βλ. Financial Times της 26-27 Φεβρουαρίου 2005. Ο Cornel West, που στήριξε τον Ομπάμα με ενθουσιασμό, εξεπλάγη που αυτός ήθελε να έχει στο περιβάλλον του τους Summers και Rubin. Βλ. www.democracynow.org/2008/11/19/cornel_west_on_the_election_of

[19] Ο Sachs δημοσίευσε το 2005 ένα βιβλίο με τίτλο The End of Poverty: How We Can Make it Happen in Our Lifetime(Το τέλος της Φτώχειας: Πώς μπορούμε να το καταφέρουμε πριν κλείσουμε εμείς τα μάτια) που έτυχε ιδιαίτερα θετικής υποδοχής από το establishment. Το 2007-2008, η CADTM συμμετείχε στην παραγωγή και διάδοση του ντοκιμαντέρ La fin de la pauvreté ? (Το τέλος της φτώχειας;)http://www.cadtm.org/La-fin-de-la-pauvrete-vraimentπου αποτελεί την απόδειξη του αντίθετου των όσων λέει ο Sachs. Το ντοκιμαντέρ αυτό, του σκηνοθέτη Philippe Diaz, επιλέχτηκε στο Φεστιβάλ των Καννών, το 2008, από την εβδομάδα της Κριτικής (περιλαμβάνει συνεντεύξεις των Joseph Stiglitz, Susan George, Amartya Sen, Éric Toussaint, John Perkins). Ο Sachs δημοσίευσε ένα νέο βιβλίο mainstream το 2015 με θέμα την αειφόρο ανάπτυξη. Ιδού ένα παράδειγμα προωθητικού σχολίου που βρίσκει κανείς στον Τύπο: «Ειδικός σύμβουλος του Γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, ο οικονομολόγος Jeffrey Sachs είναι από τις προσωπικότητες με την μεγαλύτερη επιρροή σε θέματα αειφόρου ανάπτυξης. Εμπνευστής των 8 στόχων της χιλιετίας για την ανάπτυξη (OMD) που έτρεξαν από το 2000 ως το 2015, ο Sachs ξέρει να ξεχωρίζει και να ακούγεται σε όλους τους κύκλους.»
https://www.lesechos.fr/06/11/2015/LesEchos/22061-037-ECH_en-finir-avec-la-pauvrete--c-est-possible.htm

[20] Γ. Βαρουφάκης, όπ.π., κεφάλαιο 5, σ. 132.

[21] Γ. Βαρουφάκης, όπ.π., κεφάλαιο 15, σ. 398

[22] Οι Adéa Guillot και Cécile Ducourtieux της εφημερίδας Le Monde έγραφαν σχετικά με τον Σαγιά «Για μεγάλο διάστημα κοντά στο ΠΑΣΟΚ, συμμετείχε σε πολλές διαπραγματεύσεις δημοσίων συμβάσεων και συμβουλεύει τακτικά ξένους επενδυτές που επιθυμούν να εγκατασταθούν στην Ελλάδα.» Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. http://www.lemonde.fr/economie/article/2015/05/21/qui-sont-les-protagonistes-de-la-crise-de-la-dette-grecque_4637854_3234.html#ddUDiR7eKrzkRpu5.99

[23] Θα επανέλθω παρακάτω στον ρόλο που έπαιξε ο ίδιος ο Βαρουφάκης στην συνέχιση της ιδιωτικοποίησης του λιμένα του Πειραιά και στις σχέσεις του με την Cosco.

[24] Βλέπε την επίσημη ιστοσελίδα της εταιρείας του Σαγιά: http://sagiaslawfirm.gr/fields-of-activities/commercial-corporate-law/

[25] http://www.mononews.gr/business/o-spiros-sagias-nomikos-simvoulos-tou-emiri-tou-katar

[26] http://www.stokokkino.gr/article/1000000000054586/Ethelousia-exodos-COSCO-OLP





​ΠΗΓΗ: www.contra-xreos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου