Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

ΘΕΩΡΙΕΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΧΩΡΟΣ,ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΗ

Του Δρ. Παναγιώτη Ξηρουχάκη

Χώρος και εξουσία είναι έννοιες άμεσα αλληλένδετες. Και αυτό γιατί η εξουσία παράγει το χώρο. Η σχολή της εξάρτησης, που προέρχεται από τη νεομαρξιστική παράδοση, αποτέλεσε μία από τις πιο σημαντικές προσπάθειες που έγινε στο παρελθόν για να μελετηθούν οι χωρικές προεκτάσεις της καπιταλιστικής εξουσίας. Σε γενικές γραμμές, οι μαρξιστικές και νεομαρξιστικές προσεγγίσεις αναλύουν την κοινωνική κατάσταση (και κατά προέκταση τον χώρο) δίνοντας προτεραιότητα στην συλλογική δράση και στο ρόλο των δομικών – ιστορικών και κοινωνικοοικονομικών παραγόντων. O Μαρξ πίστευε ότι η γεωγραφική επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων θα οδηγούσε στη σύγκλιση της οικονομικοκοινωνικής ανάπτυξης ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες κάτι που δεν βρίσκει σύμφωνο τον Λένιν αλλά ούτε τη Luxemburg.
Πιο συγκεκριμένα ο Λένιν αναφέρεται στον ιμπεριαλισμό ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Συνδέει λοιπόν το φαινόμενο του ιμπεριαλισμού με την άνοδο του μονοπωλιακού κεφαλαίου και τη στενή διαπλοκή του με το κράτος (κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός). Έτσι ο Λένιν δίνει στην παραγωγική διαδικασία και στον καπιταλισμό διεθνείς διαστάσεις, καθώς ο καπιταλισμός σε μία συγκεκριμένη φάση ανάπτυξης του έχει επεκτατικά χαρακτηριστικά (ιμπεριαλισμός). Σύμφωνα με τη λενινιστική θεωρία άμεση επιδίωξη του καπιταλισμού στη κρατικομονοπωλιακή του φάση είναι η εξασφάλιση των αγορών των αδύναμων κρατών για τα προϊόντα του και η εκμετάλλευση της φθηνής εργασίας από τις φτωχότερες χώρες (με την εγκατάσταση εργοστασίων εκεί ή με τη μεταφορά φθηνού εργατικού δυναμικού από αυτές προς τα ιμπεριαλιστικά κέντρα μέσω της μετανάστευσης). Αυτό το πραγματώνει βέβαια μέσω των ιμπεριαλιστικών κατακτήσεων που εγκαθιστούν μία διεθνή άνιση οικονομική πραγματικότητα στην οποία ισχυρό ρόλο έχουν τα ιμπεριαλιστικά κράτη και αδύναμο τα κράτη και οι λαοί που υποτάσσονται στους ιμπεριαλιστές.
Έτσι λοιπόν ο Λένιν αποδίδει την άνιση ανάπτυξη μεταξύ διαφορετικών περιοχών της Γης στη φύση του καπιταλισμού και στην ανάγκη που έχει σαν σύστημα να επιβάλλεται οικονομικά σε φτωχότερες οικονομικές ζώνες. Η θεωρία αυτή του Λένιν θα συνδεθεί αργότερα με τις λατινοαμερικανικές θεωρίες εξάρτησης που προσπάθησαν να εξηγήσουν τις αιτίες της ανάπτυξης και της υπανάπτυξης σε διεθνή κλίμακα (βλ. πχ Frank 1967). Σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου οφείλουν την καθυστέρησή τους στη σχέση εξάρτησης που έχουν με την καπιταλιστική Δύση. Η υπανάπτυξή τους θα αναπαράγεται όσο παραμένουν κάτω από καπιταλιστικό καθεστώς και μόνο αν ξεφύγουν από αυτό μπορούν να ορθοποδήσουν, καθώς βασική προϋπόθεση της ύπαρξης ισχυρών οικονομικά κρατών είναι η υπανάπτυξη των φτωχών χωρών.
Η Luxemburg διατυπώνει την άποψη ότι αντίθετα με ότι πίστευε ο Μαρξ η συσσώρευση κεφαλαίου, δηλαδή η ίδια η βασική συνθήκη ύπαρξης του καπιταλισμού, θα ήταν αδύνατη χωρίς την ύπαρξη μη καπιταλιστικών χωρών.
Μια νεομαρξιστική σχολή σκέψης που όπως ήδη αναφέρθηκε προέρχεται από την ανάλυση των Λένιν και Luxemburg, είναι η σχολή της εξάρτησης. Σε γενικές γραμμές η σχολή αυτή υποστηρίζει ότι στα πλαίσια του διεθνούς καταμερισμού εργασίας που επιβάλλεται από τις ισχυρές οικονομίες του καπιταλιστικού κέντρου, οι αναπτυσσόμενες χώρες της περιφέρειας μετατρέπονται σε πηγές πρώτων υλών και φτηνού εργατικού δυναμικού (μετανάστευση) για τις πρώτες. Το κέντρο με τη σειρά του εξάγει προϊόντα στην περιφέρεια υψηλότερης ενσωματωμένης αξίας (βιομηχανικά προϊόντα και υπηρεσίες). Έτσι έχουμε μονίμως γεωγραφική μεταφορά αξίας από την περιφέρεια στο αναπτυγμένο κέντρο. Συνεπώς, αφού το κέντρο είναι υπεύθυνο για την υπανάπτυξη της περιφέρειας είναι προφανώς υπεύθυνο και για την μετανάστευση προς αυτό, αφού η υπανάπτυξη στην περιφέρεια που είναι η αιτία φυγής των εργατών, είναι και δικό του έργο.
Ο A.G. Frank με το το κλασικό του βιβλίο Capitalism and Underdevelopment in Latin America (Frank, 1967) είναι ένας από τους πιο γνωστούς θεωρητικούς της σχολής της εξάρτησης. Βασισμένος στην εμπειρία των χωρών της Λατινικής Αμερικής υποστήριξε ότι ο «εκσυγχρονισμός» των υποανάπτυκτων οικονομιών δεν οδηγεί στην ανάπτυξη αλλά στην «ανάπτυξη της υπανάπτυξης» (development of underdevelopment). Με άλλα λόγια το κέντρο έχει ανάγκη την υποανάπτυκτη περιφέρεια και είναι προς το συμφέρον του αυτή η ανισότητα να διαιωνίζεται.
Ο Frank διαχωρίζεται από την ορθόδοξη μαρξιστική σκέψη καθώς πιστεύει ότι ο καπιταλισμός πρέπει να αναλύεται σαν παγκόσμιο σύστημα και όχι σαν εθνικό, όπως διαφαίνεται στις αναλύσεις του Μαρξ στο Κεφάλαιο. Ο Frank δίνει μεγάλη αξία στην γεωπολιτική και στις αλληλοδιαπλεκόμενες οικονομικές σχέσεις των κρατών. Σημασία μεγάλη στην ανάλυση του έχουν οι σχέσεις των ισχυρών καπιταλιστικών χωρών του κέντρου με τις υπόλοιπες αναπτυσσόμενες χώρες της περιφέρειας . Για τον παραπάνω θεωρητικό, η σχέση ανάμεσα σε μια καπιταλιστική δύναμη και σε μια μικρή σχετικά οικονομική δύναμη περιγράφεται από την σχέση εξάρτησης «Δορυφόρος-Μητρόπολη». Μέσα λοιπόν στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα οι λίγες Μητροπόλεις θα εκμεταλλεύονται τους δορυφόρους που θα προσανατολίζουν όλη σχεδόν την εμπορική τους παραγωγή (πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα) προς τις Μητροπόλεις παίρνοντας σε αντάλλαγμα βιομηχανικά είδη έντασης κεφαλαίου και τεχνολογίας που οι Μητροπόλεις παράγουν. Η Μητρόπολη μέσω αυτής της άνισης ανταλλαγής θα καταφέρει να ελέγξει στη συνέχεια τη βιομηχανική παραγωγή του Δορυφόρου. Τελικά, η Μητρόπολη απορροφά όλο το πλεόνασμα του Δορυφόρου και θα βγει κερδισμένη από τις ανταλλαγές που περιγράφτηκαν. Η άνιση σχέση μιας χώρας με μιαν άλλη θα οριστεί σαν εξάρτηση. Η σχέση αυτή είναι δεσμευτική για τη χώρα δορυφόρο, γιατί ακόμα και αν αυτή επιθυμεί να ξεφύγει από αυτή την οικονομική και πολιτική κατάσταση είναι πολύ δύσκολο να το πράξει. Τομείς και κλάδοι παραγωγής που παράγουν προϊόντα που η Μητρόπολη απορροφά, είναι διογκωμένοι ενώ αφήνονται σε στασιμότητα κάποιοι άλλοι παραγωγικοί τομείς και κλάδοι που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμοι για μια περισσότερο ισόρροπη και ολοκληρωμένη οικονομική ανάπτυξη της χώρας-δορυφόρου. Οι χώρες αυτές, συνεπώς, δεν είναι σε θέση να διαμορφώσουν αυτόνομα την εσωτερική τους παραγωγή και να καθορίσουν οι ίδιες την οικονομική και κοινωνική τους πορεία.
Η εξάρτηση του κράτους-δορυφόρου από τη Μητρόπολη δε θα μπορούσε να μην έχει και την ιδεολογική της «συγκάλυψη», ώστε να νομιμοποιείται απέναντι στο φτωχό πληθυσμό του κράτους δορυφόρου που χάνει και τα περισσότερα από αυτή τη σχέση εξάρτησης. Ο Frank λοιπόν υποστηρίζει ότι στη χώρα δορυφόρο πρέπει να δημιουργηθεί η πολιτική και κοινωνική δομή που θα αναπαράγει το σύστημα της εξάρτησης. Αυτό γίνεται κυρίως από την άρχουσα τάξη της χώρας δορυφόρου (που έχοντας οικονομικά προνόμια από αυτή τη σχέση) θα αναλάβει τον ρόλο της διαιώνισης της εξάρτησης με το να παρέχει ένα ιδεολογικό και πολιτικό προκάλυμμα σε αυτή την εξάρτηση παρουσιάζοντας τη σαν κάτι φυσικό ή αναγκαίο για την οικονομική πρόοδο της χώρας. Έτσι, με το να διαιωνίζει τη σχέση εξάρτησης, διαιωνίζει ταυτόχρονα και την επιβίωση της.
Ένας άλλος σημαντικός μελετητής της άνισης ανάπτυξης σε διεθνή κλίμακα είναι ο Αιγύπτιος οικονομολόγος Samir Amin, ο οποίος είναι επίσης επηρεασμένος από τη μαρξιστική σκέψη και έχει πολλά κοινά με τη σχολή της εξάρτησης. Όμως ο Amin δεν ταυτίζεται ακριβώς με αυτή την σχολή. Πιο συγκεκριμένα στο κλασικό του έργο Άνιση Ανάπτυξη (Αμίν, 1976) θεωρεί ότι πρέπει να μελετηθεί η έννοια της ανάπτυξης σε παγκόσμια κλίμακα ώστε να κατανοηθούν οι λόγοι που κάποιες χώρες (οι λεγόμενες αναπτυσσόμενες) δεν αναπτύσσονται όπως οι αναπτυγμένες. Στο παγκόσμιο λοιπόν καπιταλιστικό σύστημα (Mουσούρα,2005) ο Amin διακρίνει δύο ισχυρούς πόλους ανάπτυξης και ισχύος, το κέντρο (χώρες της Δύσης) από τη μια, που είναι και ο ισχυρός πόλος, και την περιφέρεια (αναπτυσσόμενες χώρες) από την άλλη που είναι ο αδύναμος. Το σημαντικό για τη σκέψη του Amin είναι ότι το κέντρο και η περιφέρεια είναι αλληλένδετοι χωρο-οικονομικοί σχηματισμοί που επηρεάζει ο ένας τον άλλο. Σύμφωνα με αυτόν, η «υπανάπτυξη» της περιφέρειας οφείλεται στο ότι η οικονομία της διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί σε οικονομικό επίπεδο το ισχυρό κέντρο. Γενικά ο Αmin θεωρεί ότι στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος επικρατούν δυο τύποι καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός που χαρακτηρίζει τις αναπτυγμένες χώρες του κέντρου είναι ισχυρός καπιταλισμός, καθώς καθορίζεται από την ίδια την εσωτερική οικονομική και παραγωγική δυναμική του (ενδογενής συσσώρευση). Ο άλλος τύπος καπιταλισμού είναι ο περιφερειακός καπιταλισμός που χαρακτηρίζει τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και που η λειτουργία του εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις αναπτυγμένες χώρες (δεν διαθέτει δηλαδή αυτόνομη εσωτερική δυναμική). Ο Αmin πιστεύει ότι τα υψηλά ημερομίσθια στο κέντρο και τα χαμηλά στην περιφέρεια, δημιουργούν μία προβληματική σχέση καθώς οδηγούν σε άνισες ανταλλαγές μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας (Mουσούρα,2005).
H κύρια διαφορά της θεωρίας του Amin από τη θεωρία εξάρτησης του Frank είναι βασικά η ακόλουθη. Ο Frank λοιπόν θεωρεί ότι η απόσπαση πλεονάσματος από τις χώρες δορυφόρους συντελεί ριζικά στην ανάπτυξη των μητροπόλεων ταυτόχρονα με την υπανάπτυξη των δορυφόρων. Χωρίς την υπανάπτυξη κάποιων χωρών δε θα υπήρχε ανάπτυξη κάποιων άλλων. Αντίθετα ο Αmin, αν και θεωρεί ότι η ροή πλεονάσματος είναι σημαντική για την περιφέρεια, δεν πιστεύει ότι είναι τόσο σημαντική για την ευημερία του καπιταλισμού στο κέντρο (Sing & Denemark eds, 1996). Σαν προέκταση αυτού του τρόπου σκέψης ο Amin δεν είναι ολοκληρωτικά απαισιόδοξος (Mουσούρα,2005), καθώς πιστεύει ότι η ανάπτυξη της υπανάπτυκτης περιφέρειας είναι εφικτή εντός του καπιταλισμού, καθώς η ευημερία του κέντρου δεν είναι συνυφασμένη με τη φτώχεια της περιφέρειας σε τέτοιο ακραίο βαθμό που πιστεύει ο Frank. Ο Amin υποστηρίζει λοιπόν, αντίθετα με τον Frank, ότι η σχετική εξάλειψη της άνισης ανάπτυξης μεταξύ κέντρου και περιφέρειας μπορεί να επιτευχθεί με μια άνοδο των ημερομισθίων στην περιφέρεια (Αντωνοπούλου, 1991). Ο Frank αντίθετα πιστεύει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό εντός του καπιταλιστικού συστήματος και η μόνη λύση είναι το ξεπέρασμά του.
Η σχολή της εξάρτησης διαφοροποιείται τόσο από την ορθόδοξη (κλασική και νεοκλασική) οικονομική θεωρία, όσο και από την ορθόδοξη μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού. Όπως παρατηρεί ο Φωτόπουλος: «Το παράδειγμα της εξάρτησης αναπτύχθηκε κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με στόχο την ερμηνεία της αποτυχίας της καπιταλιστικής ανάπτυξης στον Τρίτο Κόσμο. Στη πραγματικότητα, το παράδειγμα αυτό αποτελούσε μια θεωρητική αντίδραση στην αδυναμία τόσο της ορθόδοξης οικονομικής θεωρίας, όσο και των κλασικών μαρξιστικών θεωριών του ιμπεριαλισμού, να εξηγήσουν την αποτυχία αυτή. Το παράδειγμα της εξάρτησης περιλαμβάνει όλες εκείνες της προσεγγίσεις στις οποίες η υπανάπτυξη θεωρείται ως το αποτέλεσμα συγκεκριμένων σχέσεων εξουσίας μέσα στα πλαίσια ενός παγκόσμιου συστήματος. Οι θεωρίες εξάρτησης έχουν πολλά σημαντικά κοινά σημεία με τις μαρξιστικές: μια κοσμοθεωρία συγκρουόμενων συμφερόντων, αντί για εκείνη της αρμονίας των ορθόδοξων προσεγγίσεων στην ανάπτυξη ,μια ιστορική αντίληψη της καπιταλιστικής ανάπτυξης αντί για την τυπική ανιστορική ορθόδοξη ανάλυση και τέλος, μια διεθνιστική προσέγγιση που δίνει έμφαση στην ενιαία φύση της παγκόσμιας οικονομίας, αντί για τη συνηθισμένη ορθόδοξη προσέγγιση που επικεντρώνεται σε έθνη-κράτη ως τις βασικές μονάδες ανάλυσης. Εντούτοις, οι διαφορές μεταξύ της μαρξιστικής και της προσέγγισης της εξάρτησης στο μεθοδολογικό, θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο είναι εξίσου σημαντικές» (Φωτόπουλος, 1995).
Οι μαρξιστές αναλυτές διαφέρουν μεθοδολογικά από τη σχολή της εξάρτησης βασικά στο γεγονός ότι η αναλυτική κατηγορία στη μαρξιστική θεωρία είναι αυτή του τρόπου παραγωγής. Αντίθετα στις θεωρίες εξάρτησης κεντρική κατηγορία είναι το παγκόσμιο σύστημα. Δηλαδή οι θεωρητικοί της εξάρτησης προσπαθούν να ερμηνεύσουν τον καπιταλισμό μέσω της μελέτης και κατανόησης των παγκόσμιων σχέσεων και διεθνών εξαρτήσεων, ενώ οι θεωρητικοί του μαρξισμού μέσω της μελέτης της παραγωγικής διαδικασίας. Υπάρχουν όμως και άλλες διαφορές ουσιαστικές στην ερμηνεία του καπιταλιστικού συστήματος. Όπως ο παραπάνω θεωρητικός υποστηρίζει: «υπάρχουν θεμελιακές θεωρητικές διάφορες μεταξύ των δυο προσεγγίσεων όσον αφορά τη φύση του ιστορικού ρόλου του καπιταλισμού. Οι μαρξιστές υποθέτουν ότι ο ρόλος του καπιταλισμού στην αναπτυξιακή διαδικασία είναι προοδευτικός και βλέπουν τη συσσώρευση κεφαλαίου ως μια διαδικασία συνεχούς επέκτασης. Από την άλλη μεριά, οι θεωρητικοί της εξάρτησης δεν θεωρούν τον ιστορικό ρόλο του καπιταλισμού απαραίτητα προοδευτικό και βλέπουν τη συσσώρευση κεφαλαίου περισσότερο ως ένα σύστημα μεταφοράς του οικονομικού πλεονάσματος από την περιφέρεια στο κέντρο, παρά ως ένα σύστημα συνεχούς επέκτασης. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι μαρξιστές βλέπουν την υπανάπτυξη ως μια κατάσταση προκαπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ως ένα παλιότερο ιστορικό στάδιο, ενώ οι θεωρητικοί της εξάρτησης βλέπουν την υπανάπτυξη ως το αποτέλεσμα της επιβολής ενός συγκεκριμένου μοντέλου καταμερισμού εργασίας στην περιφέρεια, δηλαδή, ως το αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης της στο παγκόσμιο σύστημα σε μια θέση εξάρτησης». (Φωτόπουλος,1995)
O Wallerstein (1979) θεωρεί την άνιση ανταλλαγή μεταξύ κέντρου και περιφέρειας ως αναγκαία για την επέκταση της παγκόσμιας αγοράς και θεωρεί την μετανάστευση ως δομικό στοιχείο του παγκόσμιου συστήματος απαραίτητου για τη συνέχιση της συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Ο Mπακούνιν σε αντίθεση με τον Μαρξ δεν πίστευε ότι η γεωγραφική επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων θα οδηγούσε στη σύγκλιση της οικονομικοκοινωνικής ανάπτυξης ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες. Ο λόγος για τη λανθασμένη πρόβλεψη του Μαρξ βρίσκεται στη βαθιά πίστη του γερμανού επαναστάτη στο βιομηχανικό προλεταριάτο: Μόνο αυτό μπορούσε να οδηγήσει τον κόσμο στην αταξική κοινωνία. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Μαρξ μετά από κάποιο σημείο άρχισε να πλάθει στο φαντασιακό του την πραγματικότητα με βάση την ιδεολογία του και όχι το αντίθετο.
Έτσι γεωγραφικοί χώροι χωρίς βιομηχανία (όπως πχ η αγροτική ύπαιθρος) δε θα γνωρίσουν τη γνήσια επανάσταση αφού δεν έχουν βιομηχανικό προλεταριάτο. Αντίθετα μπορούν να γνωρίσουν μόνο εξεγέρσεις (αγροτικές πχ) που οδηγούν στο τίποτα. Το πρόβλημα θα το διορθώσει ο ίδιος ο καπιταλισμός πάντα σύμφωνα με το Μάρξ. Η γεωγραφική επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων θα οδηγήσει στη σύγκλιση της οικονομικοκοινωνικής ανάπτυξης, στην άνοδο της βιομηχανίας και τελικά στην ανάδυση του βιομηχανικού προλεταριάτου που τελικά θα πραγματώσει την ταξική επανάσταση. Ο Mπακούνιν σε αντίθεση με τον Μαρξ δεν πίστευε σε ένα συγκεκριμένο επαναστατικό υποκείμενο. Δεν υποτιμούσε τους ακτήμονες αγρότες ή τους λούμπεν προλετάριους υπανάπτυκτων αστικών περιοχών. Αντίθετα πίστευε στην επαναστατική τους δυναμική. Με άλλα λόγια ο Μπακούνιν έβλεπε το χώρο (πχ την ύπαιθρο όσο αφορά τους ακτήμονες και τους μικροϊδιοκτήτες γης, τις υπανάπτυκτες αστικές περιοχές όσο αφορά τους λούμπεν προλετάριους κλπ) σαν προϊόν της επιβολής σε διεθνές επίπεδο ενός συγκεκριμένου μοντέλου καταμερισμού εξουσίας και παραγωγικής διαδικασίας. Η άποψη του Μπακούνιν για κάθε μορφή εξουσίας είναι γνωστή.Πρέπει να καταργηθεί άμεσα.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΗ
Τελικά και μετά τα τελευταία γεγονότα (κρίση χρέους, μνημόνια κλπ), δε μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε: Το ελληνικό κράτος ήταν ο ισχυρός παίκτης των Βαλκανίων ή ένα εξαρτημένο γρανάζι της παγκόσμιας οικονομίας; Η ελληνική αριστερά μέχρι πρότινος δεν είχε μία ξεκάθαρη θέση για το ρόλο της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης. Κάποιοι αριστεροί και αντιεξουσιαστές έβλεπαν την ελληνική πλουτοκρατία σαν μία κυρίαρχη δύναμη που έθετε σε σχέση εξάρτησης τις γύρω χώρες (όπως έκανε πράγματι για κάποιο χρονικό διάστημα στη Βουλγαρία, Αλβανία κλπ). Κάποιοι άλλοι τόνιζαν αντίθετα, τον διαχρονικά εξαρτημένο ρόλο της ελληνικής οικονομίας. Γενικά δεν αποκλείεται κάποιο κράτος, ενώ βρίσκεται σε σχέση υποτέλειας σε σχέση με κάποιο άλλο, να καταφέρνει να έχει εξουσιαστικές σχέσεις με κάποια άλλα μικρότερα. Όπως έγινε και στην περίπτωση της Ελλάδας.
Η ταχύτητα όμως κατάρρευσης του ελληνικού κράτους τα τελευταία δύο χρόνια καταδεικνύει ότι η ελληνική μεγαλοαστική τάξη κάθε άλλο παρά ανεξάρτητη υπήρξε. Η ελληνική οικονομία αποδείχτηκε ότι είχε παρασιτικό ρόλο και ότι κράτος είχε άμεσα προσκολληθεί σε ξένα κράτη και στις διεθνείς αγορές. Η σαβούρα φεύγει όμως πρώτα όταν το καράβι βουλιάζει. Δεδομένου της παγκόσμιας κρίσης η ελληνική οικονομία εγκαταλείφτηκε.
Τώρα τελευταία γίνεται πολύ λόγος για τα θετικά του Ευρώ και την αναγκαιότητα της αποτροπής της χρεοκοπίας. Λες και αυτή η αποτροπή θα έχει την παραμικρή ευεργετική συνέπεια για το φτωχό λαό. Στη χώρα δορυφόρο (Ελλάδα) είχε δημιουργηθεί χρόνια τώρα η πολιτική και κοινωνική δομή που προασπιζόταν το σύστημα της εξάρτησης. Αυτό γίνονταν κυρίως από την ελληνική άρχουσα τάξη (δημοσιογράφοι, ψευτοεπιχηρηματίες, πολιτικοί κλπ) που είχε αναλάβει τον ρόλο της διαιώνισης της εξάρτησης με το να παρέχει ένα ιδεολογικό και πολιτικό προκάλυμμα σε αυτή την εξάρτηση παρουσιάζοντας τη σαν κάτι το απαραίτητο για τη γενική ευμάρεια του πληθυσμού. Το ίδιο κάνει τώρα με τη λυσσαλέα προσπάθεια της να μείνει η χώρα στο Ευρώ. Θυμηθείτε τη μανία της Τρέμης στα βραδινά δελτία τρόμου όταν μιλούσε για το μνημόνιο και τη σωτηρία της χώρας από τη χρεωκοπία. Η επιβίωση των μεγαλοαστών είναι άμεσα συνυφασμένη με την καταστροφή του λαού (μια θεωρία μάλιστα υποστηρίζει ότι η χρεοκοπία καθυστερεί ώστε να μπορέσουν οι έλληνες πλούσιοι να μεταφέρουν τα χρήματα τους στο εξωτερικό…)
Κάτι τελευταίο άλλα όχι λιγότερο σημαντικό. Οι θεωρίες εξάρτησης έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί (καπηλευτεί) από εθνικιστικά κινήματα τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα (οι καλοί εθνικά «εμείς» και οι κακοί «ξένοι»). Στην ουσία όμως είναι θεωρίες που εντάσσονται στη διεθνιστική παράδοση της αριστεράς. Το ότι ο έλληνας μεγαλοαστός είναι εξαρτημένος από τον αμερικάνο ή γερμανό δεν τον κάνει λιγότερο ένοχο απέναντι στον προλετάριο. Το αντίθετο. Η επιστροφή της Ελλάδας στη δραχμή λοιπόν δε θα προσφέρει πραγματική λύση από τη στιγμή που η μεγαλοαστική τάξη και η εξουσία δεν ανατραπούν. Διεθνώς τα τελευταία χρόνια παρατηρείται άνοδος των αμεσοδημοκρατικών κινημάτων παγκοσμίως που στηρίζονται στην λογική των αμεσοδημοκρατικών συμβούλιων και των κολεκτίβων, όπως επίσης παρατηρείται άνοδος της δυναμικής της ανταλλακτικής οικονομίας , ενώ σχεδόν παντού σημειώνονται γενικευμένες εξεγέρσεις. Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι δημιουργείται μία διεθνιστική Γεωγραφία της Αντίστασης στη μέχρι πρότινος κυρίαρχη λογική του κεφαλαίου, του νεοφιλελευθερισμού και του κράτους .
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΞΗΡΟΥΧΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αμιν, Σ. 1976. Η άνιση ανάπτυξη. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα.
Amin, A., Thrift, N., eds., 1994. Globalization, Institutions and Regional Development in Europe. Oxford, Oxford University Press.
Amin. Α. (Ed.), (1994), Post Fordism, Α Reader, Blackwell, Oxford
Amin, A., Cohendet, P. 2004. Architectures of knowledge: Firms, capabilities and communities. Oxford: Oxford University Press.
Αντωνοπούλου, Σ. 1991. Η Μαρξιστική Θεωρία της ‘Ανάπτυξης’ και η Σύγκλισή της με το Αστικό Θεωρητικό Πρότυπο. Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.
Fotopoulos Τ. «The crisis of the growth economy, the withering away of the nation-state and the community-based society». In: Alheit, P. (ed.). 1995, Education, Culture and Modernization, Roskide University.
Frank. 1967. Capitalism and underdevelopment in Latin America. Monthly Review Press.
Frank G.A and Gills B.K. (eds)1994. The World System Five Hundred Years or Five Thousand? Routledge, London
Harvey, D. 1982. The Limits to Capital. Blackwell, Oxford
http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grbookstid/ch3.htm
Λένιν. 1976. Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Θεμέλιο, Αθήνα.
Luxemburg R. 1970. Die Akkumulation des Kapitals. Verlag Neue Kritik, Frankfurt.Wallerstain, I. 1979. The capitalist world economy. Cambridge University Press, Cambridge.
Mουσούρα, Δ. 2005. Η έννοια της Ανάπτυξης. Θεωρίες ανάπτυξης και υποανάπτυξης. ΚΕΤΑ.
Wallerstain, I. 1979. The capitalist world economy. Cambridge University

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου