Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

ΜΥΡΤΙΏΤΙΣΣΑ

ΜΥΡΤΙΏΤΙΣΣΑ ( 1885- 5/8/1968 )

Σ΄ΑΓΑΠΩ

Σ΄αγαπώ - δεν μπορώ τίποτ΄άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο!
Μπρος στα πόδια σου εδώ με λαχτάρα σκορπώ
τον πολύφυλλο ανθό της ζωής μου.
Ώ μελίσσι μου, πιες απ΄αυτόν τις γλυκές,
τις αγνές ευωδιές της ψυχής μου!
Τα δυο χέρια μου - νά! στα προσφέρω δετά,
για να γείρεις γλυκά το κεφάλι,
κ΄η καρδιά μου σκιρτά κι όλη ζήλεια ζητά
να σου γίνει ως αυτά προσκεφάλι!
Και για στρώμα, καλέ, πάρε όλην εμέ -
σβήσ΄τη φλόγα σε με της φωτιάς σου,
ενώ δίπλα σου εγώ τη ζωή θ΄αγροικώ
να κυλάει στο ρυθμό της καρδιάς σου!..
Σ΄αγαπώ - τι μπορώ ακριβέ, να σου πώ,
πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο;..

Οι πιο πάνω στίχοι και μόνο ίσως να είναι αρκετοί για να δώσουν στην κυρία Θεώνη Δρακοπούλου-Παππά, άλλως Μυρτιώτισσα(και μητέρα του ηθοποιού Γιώργου Παππά), μια περίοπτη θέση στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.Τη γνωρίσαμε μέσα από τους πιο πάνω στίχους, αλλά κι από την αγάπη της και τη φροντίδα της για την άλλη ιέρεια της ελληνικής αισθαντικής ποίησης, τη Μαρία Πολυδούρη. Στα τελευταία της μεγάλης ποιήτριας, η Μυρτιώτισσα στάθηκε δίπλα της σα φίλη και αδελφή.

(Αλέξης Σολομός, Θεατρικό Λεξικό, 1989)
Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν αγαπημένος φίλος του πρωταγωνιστή του θεάτρου Γιώργου Παππά ( 1903-1958 ), γιου του δημοσιογράφου Σπύρου Παππά και της ηθοποιού και ποιήτριας Θεώνης Δρακοπούλου - Μυρτιώτισσας ( 1885-1968 ). Πήγαινε συχνά στο σπίτι τους, εκείνη έφτιαχνε καφέ και συζητούσαν. Μετά το θάνατο του Γ. Παππά (γεγονός που συγκλόνισε την ποιήτρια), ο Χατζιδάκις έχασε τα ίχνη της.
Κάποτε, άρρωστη στο νοσοκομείο η Μυρτιώτισσα, στέλνει στο συνθέτη ένα γράμμα συγκινητικό, μαζί με το πασίγνωστο τότε ποίημά της "Σ' αγαπώ", προτρέποντάς τον να το μελοποιήσει. (Το ποίημα είχε δημοσιευτεί το 1925 - έτος γέννησης του Χατζιδάκι - στη δεύτερη ποιητική συλλογή της, "Κίτρινες φλόγες").Το γράμμα έμεινε καιρό στο συρτάρι. Ζώντας (από το 1967) στη Νέα Υόρκη, ο Χατζιδάκις, διαβάζει μια μέρα ότι πέθανε η Μυρτιώτισσα και νιώθει ένοχος που αμέλησε να πάει να τη δει. Δεν ξέχασε ποτέ το γράμμα της. Χρειάστηκαν όμως άλλα τέσσερα χρόνια για να ξεπληρώσει το χρέος του - με μοναδικό, πραγματικά, τρόπο:
Τον Ιούνιο του 1972, στη Νέα Υόρκη ακόμη, ανασύρει το παλιό της ποίημα κι αρχίζει να γράφει τη μουσική του "Μεγάλου Ερωτικού", που ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, στην Αθήνα.Το τραγούδι "Σ' αγαπώ" - σφραγισμένο από τη μαγική ερμηνεία της Φλέρυ Νταντωνάκη - αφιερώθηκε από το συνθέτη "Στη μνήμη του Γιώργου Παππά".
Αλλά ποιος ήταν ο Γ. Παππάς - πέρα από κορυφαίος ηθοποιός και καθηγητής της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου; "Στην ανάμνηση του κοινού έμεινε άσβηστη η παρουσία του - ακόμα και στα πιο παρακατιανά έργα που αναγκάστηκε να παίξει σαν παντοτινός βιοπαλαιστής. Και για όσους τον γνώριζαν, οι λέξεις ευγένεια και ανθρωπιά συνοψίζουνε το πέρασμά του απ' τη θεατρική μας ζωή".

Πηγή: http://www.youtube.com/watch?v=bvyGlqXE0uA
Μυρτιώτισσα: Ο γιος μου
Δεν ήμουνα καθόλου ευτυχισμένο παιδί, μήτε κι ύστερα στα πρώτα νιάτα μου. Φαινόμουν ήρεμη, λιγομίλητη κι υποταγμένη, ποτέ δε σήκωνα κεφάλι. Ωστόσο η καρδιά μου βρισκόταν σ' αιώνια αναταραχή. Πολύ συχνά αποτραβιόμουν σε μιαν απόμερη γωνιά κι έκλαιγα δίχως να ξέρω το γιατί. Ο πατέρας μας, άνθρωπος πνευματικός με άπειρες γνώσεις, είχε αφοσιωθεί στη μεγάλη μας αδερφή, τη δίδασκε μαζί με τον αδερφό μας και τους μιλούσε για ένα σωρό ωραία πράγματα.

Εγώ δε λάβαινα μέρος σ' αυτή την πνευματική πανδαισία, γιατί ήμουνα ως φαίνεται πολύ μικρή ακόμα για να τα καταλαβαίνω όλα εκείνα. Μα και τα λίγα που άκουγα που και που από μακριά, δίχως καλά να τα νιώθω, πρόσθεταν μιαν ανησυχία στην πρόωρα πονεμένη μου ψυχή. Κι έτσι μεγάλωνα δίχως χαρά. Κείνη την ξεγνοιασιά των παιδικών χρόνων πολύ λίγο τη χάρηκα. Μόνο σαν πήγαμε στην Κρήτη όπου διορίστηκε ο πατέρας μας γενικός πρόξενος της Ελλάδας, πέρασα δυο χρόνια μια ζωή χαρούμενη κι ελεύθερη μέσα στη φύση. Εκείνη την ευτυχισμένη εποχή ζωγραφίζει το ποίημά μου "Η Συκιά".

Μεγάλωνα λοιπόν δίχως ν' αλλάζει μέσα μου τίποτα. Σκυθρωπή, αμίλητη, δυσάρεστη.

[....] Λάβαινα μέρος εδώ κι εκεί σε κάτι ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίων δραμάτων κι αργότερα πάλι σε καλύτερο και καλλιτεχνικότερο επίπεδο με τον καταπληχτικό Χρηστομάνο. Λέγανε πως είχα ταλέντο, μα δε μ' άφησαν να το καλλιεργήσω. Έπειτα βιαστικά, σα να με είχαν πάρει τα χρόνια, με πάντρεψαν. Είναι ωστόσο βέβαιο πως εγώ προετοίμασα στο γιο μου το δρόμο που τον πέρασε αργότερα τόσο θριαμβευτικά, γιατί ως την ώρα που τον γέννησα, το μόνο πράγμα που μ' απασχολούσε, το μόνο που πρόσεξα στο Παρίσι, σε κείνη τη μεγαλούπολη που πήγα μετά το γάμο μου, ήταν το θέατρο.

Ο γάμος μου στάθηκε άτυχος. Εγώ η ίδια δέχτηκα να παντρευτώ έναν ξάδερφό μου που είχε έρθει τότε απ' το Παρίσι για να μας δει και τον προτίμησα απ' όλους τους νέους που γνώριζα. Δεν τον αγάπησα, όμως έλεγα πως το συγγενικό μας αίμα θα έσμιγε σιγά σιγά και τις ψυχές μας. Είχα άδικο. Όσο καλός κι αν ήταν, ευγενικός, μορφωμένος, όσο κι αν αγάπησε και φρόντισε κι αυτός όπως μπορούσε για τη μόρφωση του παιδιού μας, στο βάθος έμεινε ξένος για μένα. Αγαπούσε ωστόσο κι αυτός πολύ το θέατρο και με βοήθησε στο Παρίσι να πηγαίνω και ν' ακούω τα μαθήματα που έδιναν φτασμένοι ηθοποιοί στην επίσημη Δραματική Σχολή του Κράτους. Οι καλύτερές μου ώρες ήταν εκείνες που περνούσα σ' εκείνη την αίθουσα. Έξω όμως απ' αυτό η ζωή μου ήταν μια διαρκής νοσταλγία για την Ελλάδα κι έγραφα ολοένα ατέλειωτα γράμματα στους δικούς μου για να βρίσκομαι έτσι κάπως κοντά τους. Ώσπου μια μέρα, ξαφνιασμένη, έντρομη, κατάλαβα πως θα γινόμουνα μητέρα!

Μητέρα, εγώ που ακόμα δεν είχα γνωρίσει τον εαυτό μου, που πάλευα με τα σκοτάδια μου, που δεν ήξερα καλά καλά που βάδιζα, τι ήμουνα, τι έπρεπε να κάνω για να δημιουργήσω κάτι και να ρίξω λίγο φως στη ζωή μου, εγώ ν' αναλάβω τέτοια τρομερή ευθύνη να δώσω ζωή σ' άλλην ύπαρξη, να πλάσω με την πνοή μου ένα άλλο πλάσμα, να το στηρίξω, να τ' αγαπήσω; Ένα δέος με είχε κυριέψει κι ενώ γύρω μου οι άλλοι χαίρονταν γι' αυτό, εγώ αναμετρούσα τις μέρες και παρακαλούσα το Θεό να με πάρει μαζί με την αγέννητη ψυχούλα που χτυπιόταν μέσα μου. Να φύγουμε, να φύγουμε μαζί απ' τον άχαρο αυτόν κόσμο, να πάμε αλλού, οπουδήποτε αλλού, να φύγουμε! Και δίχως να το νιώθω άρχισα να συμπονώ αυτό το κάτι που ζούσε από μένα μέσα μου και που θα 'φευγε κι αυτό μαζί μου για κάπου αλλού ...;

Ωστόσο δεν πέθανα και το παιδί γεννήθηκε στην Αθήνα που πήγα για να είμαι κοντά στη μητέρα μου. Ήταν ένα αγοράκι γερό, ολοστρόγγυλο. Σαν το πρωτόπιασα στα χέρια μου δεν ήξερα τι να το κάνω. Όλο φοβόμουνα πως άθελά μου θα του 'κανα κακό. Τ' αγάπησα αμέσως; Δεν το ξέρω. Μου γεννούσε τόσο παράδοξα συναισθήματα! "Αυτό, έλεγα, φαίνεται πως θέλει να ζήσει και να τη χαρεί τη ζωούλα του, δεν είναι σαν εμένα". Και περνούσε ο καιρός.

Μια μέρα, τότε που είχε πρωταρχίσει να περπατά, γύρισε ξάφνου και με κοίταξε. Με κοίταζε κι όλο σφιγγότανε πάνω μου. Μου φάνηκε σα να 'θελε να μου πει: "Από σένα περιμένω να με ζήσεις. Κρύψε με στην αγκαλιά σου, βοήθησέ με, αγάπα με. Είμαι τόσο αδύναμο!" Ένα λαχτάρισμα ένιωσα τότε και μια πρωτόγνωρη χαρά! "Σ' αγαπώ, παιδί μου" του 'λεγα και του ξανάλεγα κι εκείνο μου χαμογελούσε.

Κείνη τη μέρα κατάλαβα πως ήμουνα πια δεμένη αδιάσπαστα μαζί του κι ακόμα πως απ' αυτό το παιδί κρεμόταν όλη η κατοπινή μου ζωή.


Μυρτιώτισσα
(Θεώνη Δρακοπούλου-Παππά)



Και λατρεύω τους ίσκιους! μες σ' αυτούς -ποιος το ξέρει-
κάποια νύχτα αν δε 'γγίξω του παιδιού μου το χνάρι,
κι όλο τότε το αίμα της καρδιάς να ξοδέψω
μες στην πλέρια σιωπή, κάτω απ' τ' άσπρο φεγγάρι!





Πηγή: http://k-m-autobiographies.blogspot.com/2009/03/71.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου