Σάββατο 12 Αυγούστου 2017

Με λένε Τόμας Μαν…

Αυτό το (αυτο)βιογραφικό σημείωμα γράφτηκε από τον Τόμας Μαν,που γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 6 Ιουνίου 1875, για να συμπεριληφθεί στον τόμο της σειράς «Les Prix Nobel» του Οκτωβρίου του 1930. Η σειρά αυτή εκδίδεται κάθε χρόνο από το 1901, και περιέχει την ανασκόπηση των τελετών βράβευσης που πραγματοποιούνται στη Στοκχόλμη και στο Όσλο, καθώς και βιογραφικά όλων όσων βραβεύτηκαν το αμέσως προηγούμενο έτος. Μετάφραση για το dim/art: Μαρία Τσάκος.
”Γεννήθηκα στο Lübeck στις 6 Ιουνίου 1875, δεύτερος γιος ενός εμπόρου και γερουσιαστή από το Φρι Σίτι, του Johann Heinrich Mann, και της γυναίκας του Julia da Silva Bruhns. Ο πατέρας μου ήταν εγγονός και δισέγγονος κατοίκων του Lübeck, μα η μητέρα μου,
κόρη ενός Γερμανού κτηματία και μιας πορτογαλοκρεολής Βραζιλιάνας, πρωτοείδε το φως της μέρας στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Την πήγαν στη Γερμανία επτά χρονών.
”Γεννήθηκα στο Lübeck στις 6 Ιουνίου 1875, δεύτερος γιος ενός εμπόρου και γερουσιαστή από το Φρι Σίτι, του Johann Heinrich Mann, και της γυναίκας του Julia da Silva Bruhns. Ο πατέρας μου ήταν εγγονός και δισέγγονος κατοίκων του Lübeck, μα η μητέρα μου, κόρη ενός Γερμανού κτηματία και μιας πορτογαλοκρεολής Βραζιλιάνας, πρωτοείδε το φως της μέρας στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Την πήγαν στη Γερμανία επτά χρονών.

Με προορίζανε να αναλάβω τη φυτεία σιτηρών του πατέρα μου που, όταν ήμουν αγόρι ακόμα, έκλεινε τα εκατό της χρόνια, και σπούδασα στο τμήμα επιστημών του «Katharineum» στο Lübeck. Σιχαινόμουν το σχολείο και από την πρώτη έως την τελευταία τάξη απέτυχα να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις του, όπως άλλωστε και σε κάθε έξωθεν απαίτηση, εξαιτίας μιας εσωτερικής αντίστασης που με παρέλυε και την οποία, αργότερα, με μεγάλη δυσκολία, έμαθα να καταπολεμώ. Όποια μόρφωση διαθέτω την απέκτησα με έναν ελεύθερο και αυτοδιδακτικό τρόπο. Η επίσημη παιδεία απέτυχε να ενσταλλάξει μέσα μου ακόμα και την πιο στοιχειώδη γνώση.

Όταν ήμουν δεκαπέντε, ο πατέρας μου πέθανε, σχετικά νέος ακόμα. Η επιχείρηση ρευστοποιήθηκε. Λίγο αργότερα, η μητέρα μου έφυγε μαζί με τα μικρότερα αδέλφια μου για να εγκατασταθεί στη νότιο Γερμανία, στο Μόναχο.

Αφού τελείωσα το σχολείο, με μάλλον άδοξο τρόπο, την ακολούθησα, και για ένα διάστημα δούλεψα ως υπάλληλος του υποκαταστήματος μιας ασφαλιστικής στο Μόναχο, όπου διευθυντής ήταν ένας φίλος του πατέρα μου. Αργότερα, στο πλαίσιο της προπαρασκευής μου για καριέρα στη δημοσιογραφία, παρακολούθησα διαλέξεις ιστορίας, οικονομικών, ιστορίας της τέχνης και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο. Πριν απ’ αυτό όμως, έμεινα ένα χρόνο στην Ιταλία μαζί με τον κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερο αδελφό μου, Heinrich. Σ’ αυτό το διάστημα, δημοσιεύτηκε η πρώτη μου συλλογή σύντομων αφηγημάτων, Der kleine Herr Friedemann (1898) (Ο μικρός κύριος Φρήντμαν ― μτφ: Τέα Ανεμογιάννη, «Νέα Εστία 1975 Α΄»· Γιώργος Δεπάστας, «Μεταίχμιο»). Στη Ρώμη, άρχισα επίσης να γράφω το μυθιστόρημα Buddenbrooks (Μπούντενμπρόοκς. Η παρακμή μιας οικογένειας ― ελλην. μτφ.: Τούλα Σιέτη, «Οδυσσέας») που εμφανίστηκε το 1901 και έγινε έκτοτε τόσο δημοφιλές στο γερμανικό κοινό ώστε να βρίσκονται σήμερα σε κυκλοφορία πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα.

Ακολούθησαν πιο σύντομα αφηγήματα, στη συλλογή Tristan (1903) των οποίων πιο χαρακτηριστικό δείγμα θεωρείται η νουβέλα Tonio Kröger (Τόνιο Κραίγκερ ― ελλην. μτφ.: Δ. Διβαρής, «Κλασσικά Παπύρου»· Αλέξανδρος Ίσαρης, «Ύψιλον»· Αλέξανδρος Κυπριώτης, «Ίνδικτος»), κι επίσης οι αναγεννησιακοί διάλογοι με τίτλο Fiorenza (1906), ένα θεατρικό που προορίζεται για ανάγνωση αλλά που, παραταύτα, σε κάποιες περιπτώσεις, ανέβηκε στο θέατρο.

Το 1905 παντρεύτηκα την κόρη του Alfred Pringsheim, καθηγητή στην έδρα των μαθηματικών του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Από την πλευρά της μητέρας της, η σύζυγός μου είναι δισεγγονή του Ernst και της Hedwig Dohm, του γνωστού βερολινέζου δημοσιογράφου και της γυναίκας του που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στο γερμανικό κίνημα για τη χειραφέτηση της γυναίκας. Αποκτήσαμε έξι παιδιά: τρία κορίτσια, εκ των οποίων το μεγαλύτερο ασχολείται με το θέατρο, και τρία αγόρια, με τον μεγαλύτερο να έχει αφιερωθεί στη λογοτεχνία.

Ο πρώτος λογοτεχνικός μου καρπός ως οικογενειάρχη ήταν το μυθιστόρημα Königliche Hoheit (1909) (Βασιλική Υψηλότης ― ελλην. μετάφρ. Κ. Σκαλίδης, «ΕΡΑΤΩ»), μια δικαστική ιστορία που αποτελεί το πλαίσιο για ένα ψυχογράφημα της επίσημης, αντιπροσωπευτικής μας ζωής και για ηθικά ζητήματα όπως η συμφιλίωση μιας αριστοκρατικής, μελαγχολικής συνείδησης με τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Ακόμα ένα μυθιστόρημα ακολούθησε, το Bekenntnisse desHochstaplers Felix Krull (1922) (Εξολογήσεις του απατεώνα Φέλιξ Κρουλ ― ελλην. μετάφρ. Τούλας Σιετή, «ΟΔΥΣΣΕΑΣ» ). Βασίζεται στην ιδέα μιας παρωδίας, αυτής του να παίρνεις ένα σοβαρό θέμα, μία αυτο-στιλιζαρισμένη, αυτοβιογραφική και αριστοκρατική εξομολόγηση τύπου Γκαίτε, και να την μεταφέρεις στη σφαίρα του χιούμορ και της παρανομίας. Το μυθιστόρημα παρέμεινε αποσπασματικό, υπάρχουν, όμως, γνώστες οι οποίοι θεωρούν τα δημοσιευμένα κομμάτια του ως το καλύτερο και το πιο εύστοχο επίτευγμά μου. Ίσως να είναι και το πιο προσωπικό πράγμα που έχω γράψει, με την έννοια ότι αντιπροσωπεύει τον τρόπο με τον οποίον καταπιάνομαι με την παράδοση: με αγάπη αλλά, την ίδια στιγμή, και με διάθεση αποδόμησης, κάτι που κυριαρχεί στο έργο μου ως συγγραφέα.

Το 1913 η εκδόθηκε η νουβέλα Tod in Venedig (Ο θάνατος στη Βενετία ― ελλην. μετάφρ. Δ. Διβαρής, «Κλασσικά Παπύρου»- Μαρία Κωνσταντινίδη, “Ίνδικτος”, — Κλαίρη Τρικεριώτη “Γράμματα”), η οποία με εξαίρεση το Tonio Kröger, θεωρείται ως το αξιολογότερο μου επίτευγμα στο είδος αυτό. Καθώς έγραφα τις τελευταίες της ενότητες, συνέλαβα την ιδέα για το Der Zauberberg (1924) (Το Μαγικό Βουνό ― ελλην. μετάφρ. Άρης Δικταίος, «ΔΙΦΡΟΣ» – Θόδωρος Παρασκευόπουλος, «Ἒξάντας»), αλλά η συγγραφή του διακόπηκε σε πολύ αρχικό στάδιο εξαιτίας του πολέμου.

Παρόλο που ο πόλεμος δεν με απασχόλησε προσωπικά με την έννοια της συμμετοχής μου σ’ αυτόν, όσο διάρκεσε έβαλε τέλος σε οποιαδήποτε καλλιτεχνική μου δραστηριότητα γιατί με υποχρέωσε σε αγωνιώδεις επανεκτιμήσεις των θεμελιωδών μου παραδοχών και σε μία ανθρώπινη και διανοητική αυτοαναζήτηση που βρήκε το απόσταγμά της στο Betrachtungen eines Unpolitischen (Στοχασμοί ενός απολίτικου ― ελλην. μετάφρ. Mαντώ Πουλή, “’Ινδικτος”) που εκδόθηκε το 1918. Το θέμα του είναι ένας προσωπικός έντονος προβληματισμός σχετικά με την ταυτότητά μου ως Γερμανού, ο πολιτικός προβληματισμός, μέσα από το πρίσμα ενός μαχόμενου συντηρητισμού που υπέστη πολλές αναθεωρήσεις στη διάρκεια της ζωής μου. Μία ανάλυση της εξέλιξης των ηθικοκοινωνικών μου απόψεων υπάρχει στις συλλογές δοκιμίων Rede und Antwort (1922) (Question and Answer), Bemühungen (1925) (Efforts), και Die Forderung des Tages (1930) (Order of the Day).

Όταν άνοιξαν τα σύνορα των χωρών που υπήρξαν είτε ουδέτερες είτε εχθρικές κατά τη διάρκεια του πολέμου, ξεκίνησα περιοδίες για μια σειρά διαλέξεων. Αυτές με οδήγησαν καταρχάς στην Ολλανδία, την Ελβετία και τη Δανία. Η άνοιξη του 1923 σηματοδοτήθηκε από ένα ταξίδι στην Ισπανία. Το επόμενο έτος ήμουν επίτιμος προσκεκλημένος στο νεο-ιδρυθέν PEN Club του Λονδίνου· δύο χρόνια αργότερα δέχθηκα πρόσκληση από το γαλλικό παράρτημα του Carnegie Foundation, και το 1927 επισκέφθηκα τη Βαρσοβία.

Στο μεσοδιάστημα, το φθινόπωρο του 1924, μετά από παρατεταμένες καθυστερήσεις, εκδόθηκαν οι δύο τόμοι του Der Zauberberg. Το ενδιαφέρον του κοινού, όπως μαρτυρούν και οι εκατοντάδες επανεκδόσεις που πραγματοποιήθηκαν μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, απέδειξε πως είχα επιλέξει την πιο ευνοϊκή στιγμή για να εμφανίσω αυτή την επική σύνθεση ιδεών. Οι προβληματισμοί που έθετε το μυθιστόρημα δεν είχαν μεν απήχηση στις μάζες, αφενός όμως ενδιέφεραν έντονα τους διανοούμενους, και αφετέρου οι δυσκολίες των καιρών είχαν αυξήσει τη δεκτικότητα του κοινού σε τέτοιο βαθμό που να ευνοείται το συγκεκριμένο προϊον το οποίο μεταχειρίζονταν με εσκεμμένη επιπολαιότητα τη λογοτεχνική φόρμα του μυθιστορήματος.

Λίγο μετα την έκδοση του Betrachtungen, πρόσθεσα στις πιο μακροσκελείς μου αφηγήσεις, ένα ειδύλλιο, την ιστορία ζώων με τίτλο Herr und Hund (1919) (Bashan and I).Το Der Zauberberg ακολούθησε μια αστική νουβέλα από την περίοδο της επανάστασης και του πληθωρισμού, το Unordnung und frühes Leid (1926) (Αναστάτωση και πρώιμος πόνος ― ελλην. μετάφρ. Γ. Κοιλής, «ΚΡΙΤΙΚΗ»)· ενώ το Mario und der Zauberer (O Mάριο και ο Mάγος, ελλην. μετάφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, “Ίνδικτος”) γραμμένο το 1929, αποτελεί την πιο πρόσφατη απόπειρα μου σε συγγράματα αυτού του μεγέθους. Γράφτηκε όσο εργαζόμουν πάνω σε ένα νέο μυθιστόρημα το οποίο, σε ό,τι αφορά το θέμα και τις προθέσεις μου, είναι πολύ διαφορετικό από προηγούμενα έργα, με την έννοια ότι αφήνει πίσω τη σφαίρα του ήρωα-αστού και μπαίνει στη σφαίρα του παρελθόντος και του μύθου. Η Βιβλική ιστορία που προορίζεται να έχει τον τίτλο Joseph und seine Brüder (Ο Ιωσήφ και τ’ αδέλφια του – τετραλογία ― ελλην. μετάφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, “Gutenberg”), και της οποίας κομμάτια έχουν ήδη γίνει γνωστά μέσα από δημόσιες αναγνώσεις και δημοσιεύσεις σε περιοδικά, έχει ολοκληρωθεί περίπου κατά το ήμισυ. Στα πλαίσια της έρευνας για το βιβλίο αυτό, βρέθηκα στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη από τον Φεβρουάριο ώς τον Απρίλιο του 1930.

Από τα πρώτα του κιόλας χρόνια, το ευγενές ενδιαφέρον των συνανθρώπων του αλλά και οι επίσημες τιμητικές διακρίσεις ενθάρρυναν τις προσπάθειες του συγγραφέα αυτού του βιογραφικού σκιαγραφήματος. Ένα παράδειγμα είναι η απονομή ενός τιμητικού ντοκτορά από το Πανεπιστήμιο της Βόννης το 1919· αλλά και η Γερουσία του Lübeck, της γενέτειράς μου, για να διασκεδάσει την προτίμηση του Γερμανού για τίτλους, μου απένειμε αυτόν του Καθηγητή, επ’ ευκαιρία μιας τοπικής επετείου. Είμαι ένα από τα πρώτα μέλη, κατόπιν πρότασης της πολιτείας, του νέου λογοτεχνικού τμήματος της Πρωσικής Ακαδημίας Τεχνών· τα πεντηκοστά μου γενέθλια συνόδευσαν δημόσιες εκδηλώσεις λατρείας που ανακαλώ με ιδιαίτερη συγκίνηση, ενώ το αποκορύφωμα όλων αυτών των διακρίσεων ήταν η απονομή του περσινού βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας από την Σουηδική Ακαδημία.

Πρέπει όμως να πω ότι όλη αυτή η αναταραχή που προκάλεσε η επιτυχία δεν κατάφερε ποτέ να μετριάσει την απόλυτη συναίσθηση της σχετικότητας των ερήμων εντός μου, ούτε κατάφερε έστω και για ένα λεπτό να αμβλύνει την αιχμή της αυτοκριτικής μου. Μόνο το μέλλον θα κρίνει με σιγουριά την αξία και τη σημασία του έργου μου για τις ερχόμενες γενιές· για μένα δεν είναι παρά τα χνάρια μιας ζωής που την έζησα συνειδητά, δηλαδή, ευσυνείδητα…”

* * *

Ο Τόμας Μαν για τον αντισημιτισμό (BBC, 1942)






Κυρίες και Κύριοι,

Η χώρα αυτή έχει την ειλικρινή επιθυμία να βρει την αλήθεια πίσω από τις ειδήσεις· να μάθει την πραγματική ιστορία που κρύβεται στη συγκυρία. Διαθέτει ακόμη και θεσμούς αφιερωμένους αποκλειστικά στην αποκάλυψη της ξένης προπαγάνδας. Ποια είναι λοιπόν η πραγματικότητα όσον αφορά τον αντισημιτισμό; Διότι δεν μπορούμε να τρέφουμε αυταπάτες: η συγκεκριμένη μορφή φυλετικού μίσους δεν περιορίζεται μόνο στον απόλυτο τρόμο τον οποίον παράγει — και μάλιστα σε κλίμακα που ξεπερνά οποιαδήποτε προηγούμενη ακρότητα γνωρίσαμε. Ούτε κατά διάνοια. Ο αντισημιτισμός του σήμερα, ο αποτελεσματικός αν και τεχνητός αντισημιτισμός της εποχής της τεχνολογίας, δεν είναι ένα αυθύπαρκτο αντικείμενο, παρά το εργαλείο που σκοπό έχει να ξεβιδώσει μία μία τις βίδες του μηχανισμού του πολιτισμού μας. Για να χρησιμοποιήσω μια επίκαιρη παρομοίωση, ο αντισημιτισμός είναι σαν μια χειροβομβίδα που κάποιος πέταξε από την άλλη πλευρά του φράχτη για να φέρει χάος και αναστάτωση στο στρατόπεδο της δημοκρατίας. Αυτός είναι ο πραγματικός, ο κύριος σκοπός του.







Πηγή:dimartblog

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου