Σάββατο 6 Μαΐου 2017

«Εδώ συμβάλεις κι εσύ»!

Μουρατίδης Γιώργος

Ο πολιτικός λόγος στην εποχή μας χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη ρητορική, τη ρητορική του κοινωνικού μίσους. Σε μια άκρως ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς το πλεονέκτημα του ενός αποτελεί την καταστροφή του άλλου. Όποιος(ακόμα) ζει λίγο καλά το κάνει σε βάρος εκείνων που είναι χειρότερα. Έτσι στην προσπάθεια για την ανεπίτευκτη οικονομική ισορροπία εχθρός είναι ο πιο αδύναμος, γιατί οι ανάγκες του είναι μεγαλύτερες από ότι η συμβολή του στην παραγωγική διαδικασία. Δημιουργεί συνεχώς προβλήματα στο σύστημα επειδή διεκδικεί δικαιώματα που δεν αξίζει. Οι ηλικιωμένοι ζουν σε βάρος των νέων, είναι αυτοί που «δημιούργησαν το χρέος» και πρέπει να θυσιάσουν τη σύνταξή τους για να περνούν καλύτερα τα παιδιά τους. Αυτή η αντίληψη, που ακούγεται όλο και πιο συχνά, πηγάζει από τη θεωρία των περιορισμένων πόρων. Μπείτε σε ανταγωνισμό μεταξύ σας οι γενιές, οι κατηγορίες εργαζομένων... δεν φτάνουν για όλους. Φαγωθείτε μεταξύ σας για να ανακατεύεστε λιγότερο στα πόδια των πλουσίων. Ο κοινωνικός φθόνος κι η επικράτηση των νέων πάνω στους ηλικιωμένους, αρχέγονη μας κληρονομιά, γίνονται τα εργαλεία πολιτικής κυριαρχίας και έλεγχου της λαϊκής δυσαρέσκειας. Σε αυτού του είδους τις ρητορικές επωάζει η κατάλυση της δημοκρατίας και η καταστολή των δικαιωμάτων των αντιπάλων και των διαφορετικών και ο αποκλεισμός τους.

Η χαζομάρα που ξεστόμισε ο Δ. Καμένος δεν είναι κάτι μεμονωμένο, κάθε άλλο, είναι στο πνεύμα της εποχής της αξιολόγησης και της αριστείας και του κοινωνικού ρατσισμού. Οι συνταξιούχοι είναι η κατηγορία με τις περισσότερες ανάγκες και τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Οι συντάξεις τους πηγαίνουν σε φάρμακα και ιατρική περίθαλψη, σε οίκους ευγηρίας, κοινωνικές εκδηλώσεις, σε διακοπές, ταξίδια κι άλλες τέτοιες ιδιοτροπίες, σε δώρα και χαρτζιλίκια σε παιδιά κι εγγόνια και πάει λέγοντας. Που πηγαίνουν όλα αυτά τα χρήματα; Σε άλλους κωλόγερους μήπως; Όχι! Σε εργαζόμενους, δηλαδή, σε νέους: σε νοσοκόμους, γιατρούς, φυσιοθεραπευτές, φαρμακοποιούς, σερβιτόρους, εστιάτορες, ξενοδόχους, εμπόρους, επιχειρηματίες και ούτω καθεξής. Οι Συνταξιοδοτικές δαπάνες είναι, αν όχι ο μοναδικός, ο κύριος πυλώνας με τον οποίο εξακολουθεί η δημόσια τόνωση της ιδιωτικής ζήτησης, δηλαδή η τόνωση της αγοράς.

Τώρα όπως και πριν με τις μειώσεις των συντάξεων πολλοί από τους παραπάνω εργαζομένους θα απολυθούν ή θα καταστραφούν λόγω έλλειψης πελατών. Ωστόσο, λίγο το ΄χεις; Θα απελευθερωθούν «πόροι» για τους νέους. Πώς; Για παράδειγμα, με τη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από αυτούς που εξακολουθούν να έχουν μια εργασία. Είναι αλήθεια όμως; Κανείς δε λέει ότι με την περαιτέρω αύξηση της ανεργίας θα μειωθούν τα έσοδα από εισφορές στα ταμία και από φόρο εισοδήματος κάτι που θα απομακρύνει περισσότερο το ενδεχόμενο μείωσης φόρου.

Η κατάσταση είναι τραγική. Όπως και να έχει στο συνταξιοδοτικό σύστημα και στις δημόσιες δαπάνες που δεν υπάρχει δυνατότητα – θέληση δηλαδή - να δημιουργηθούν ελλείμματα, όταν κρίνεται αναγκαίο, μετατρέπονται σε σφαγείο όπου πολλοί παλεύουν για λίγα και οποίος δεν μπορεί να κερδίσει, προσπαθεί για να χάσει ο γείτονας. Είναι το αποτέλεσμα μιας οικονομίας που επικεντρώνεται στο χρήμα και όχι στις ανάγκες, όπου για να μην προκαλέσουν κάποιο μηδέν κόμμα κάτι σε ποσοστά απώλειας περιουσιακών στοιχείων όσων δεν έχουν πραγματικά ανάγκη τη σύνταξη, νομιμοποιεί τη δυστυχία και τον πόνο όσων ζουν από αυτήν, ακόμη και αν πρόκειται για τους δικούς τους γονείς.

Είναι η λογική του «κόστους»: «Εδώ συμβάλεις κι εσύ! Ένας άρρωστος από τη γέννησή του κοστίζει κατά μέσο όρο 50.000 Μάρκα μέχρι την ηλικία των 60 ετών.»

Γερμανία εν έτει 1940.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου