Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Η δεύτερη τουρκοκρατία στην Πελοπόννησο

του οικονομολόγου Αλέκου Κανελλόπουλου

Οι αποσιωπήσεις της ιστορίας έχουν σκοπό την αποφυγή ερωτημάτων που κλονίζουν τις παγιωμένες αντιλήψεις μας γι αυτήν. Είναι ένα είδος ταμπού αλλά όμως αποτελούν εξίσου και πραγματική ιστορία.
Η ιστορία που ακολουθεί, αναφέρεται σε κάποια τέτοια ζητήματα σχετικά με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση της Πελοποννήσου κατά την διάρκεια της δεύτερης τουρκοκρατίας.

…………………………………………………………………………………………………

Από το 1341 μέχρι το 1355 οι συμβασιλείς του θρόνου της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος και Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός πολεμούσαν μεταξύ τους για την αποκλειστικότητα της επικαρπίας του θρόνου. Αντιμετωπίζοντας έλλειψη υποστήριξης και στρατευμάτων ο Καντακουζηνός ζήτησε τη βοήθεια του Ορχάν, ηγεμόνα του ανερχόμενου σε δύναμη οθωμανικού εμιράτου στις ανατολικές ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά. Πολύ σύντομα λοιπόν στα 1345, οι πρώτοι μισθοφόροι του οθωμανικού στρατού του Οίκου του Οσμάν διέσχισαν τα Δαρδανέλια ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των Βαλκανίων.



Τρία χρόνια μετά, το 1348 η Πελοπόννησος χωρίστηκε από το Βυζάντιο και σχημάτισε ένα μισοανεξάρτητο κράτος, το Δεσποτάτο του Μυστρά, όπου ο Γεώργιος Γεμιστός (μετέπειτα Πλήθων Γεμιστός) και ο συνεργάτης του Βησσαρίωνας αντιλαμβανόμενοι την επερχόμενη κατάρρευση της αυτοκρατορίας, προπαγανδίζουν τον ελληνικό-πελοποννησιακό «εθνισμό» προτείνοντας σε τρία Υπομνήματα προς τον δεσπότη (ηγεμόνα) του Μυστρά Θεόδωρο μια σειρά μεταρρυθμίσεις για την κατάργηση της φεουδαρχίας, την διάκριση του ελληνικού γένους και τελικά την ίδρυση ενός καθαρού Ελληνικού Κράτους στην Πελοπόννησο. Αυτές οι ιδέες δεν βρήκαν καμιά απήχηση.



Έναν αιώνα αργότερα στα 1453, επειδή «κρειττότερον βασιλεύσαι εν μέση Πόλει φακιόλιον Τούρκου ή τιάρα λατινική», ο Οίκος του Οσμάν ανακήρυξε την Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα του μεγάλου κράτους του που απλωνόταν από τις ακτές της Αδριατικής μέχρι την ανατολική Μικρά Ασία και για την δύση αποτέλεσε την Οθωμανική αυτοκρατορία.

Από τους ίδιους τους Οθωμανούς ονομάστηκε « Η θεϊκά προστατευόμενη και αδιάκοπα αυξανόμενη και ευημερούσα απόλυτη κυριαρχία του Οίκου του Οσμάν (Memalik – i mahruseh –i ma ‘mureh –i ‘osmaniyeh)».



Η κοινωνική και διοικητική διάρθρωση του κράτους αυτού ήταν το αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης ανάμειξης καθιερωμένων κοινωνικο-πολιτικών παραδόσεων του Ισλάμ με τουρκικές και βυζαντινές συνήθειες. Όταν ο Μωάμεθ Β κατέκτησε την Κωνσταντινούπολη, θεωρούσε τον εαυτό του νόμιμο διάδοχο του βυζαντινού αυτοκράτορα και ήταν αποφασισμένος να ανοικοδομήσει τη νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας ούτως ώστε να αποκαταστήσει τη φήμη της ως μεγάλου εμπορικού και βιομηχανικού κέντρου. Για τον σκοπό αυτό χρειαζόταν απαραιτήτως αφοσιωμένους και πιστούς χριστιανούς υπηκόους, αλλά εμπιστευόταν μόνο τους ορθοδόξους.

Εκτός των άλλων, απηύθυνε μια προκήρυξη ειδικά προς τους φεουδάρχες της Πελοποννήσου, γραμμένη στην κοινή ελληνική γλώσσα δίνοντας με όρκο την υπόσχεση πως δεν έχουν να πάθουν τίποτα και να μείνουν ήσυχοι γιατί, πρόσταξε, κανένας να μην τους πειράξει:





«Τουγράς»

«Του μεγάλου αυθεντός μου και μεγάλου Αμηρά Σουλτάν Μουχαμέθ προς τους κατά πάντα ημετέρους της αυθεντίας μου άρχοντας………… Όλους χαιρετά η αυθεντία μου. Να εγνωρίσετε το πώς ήλθεν εδώ ο τιμημένος μου Άγος ο Χασάμπεης και ανέφερεν της αυθεντίας μου το πώς θέλετε ναρθήται να είστε ειδικοί μου. Εις τούτο γυρεύεται ορισμόν της αυθεντίας μου εις τούτο στέλνω σας τον αυτόν μου ορισμόν και ομνέγο εις τον μέγαν μας προφήτην …………ότι από τα πράγματά σας και από τα παιδιά σας και από τα κεφάλια σας και από πάσα σας πράγμα τίποτας να μηνε σας εγκίσω, αμή να σας αναπαύσω να ήσθαι κάλλιον παρού πρώιν και δια το αξιόπιστον εδώθι ο αυτός μου ορισμός και επερανόθι καθώς άνωθεν είρηται μηνί Δεκεμβρίου ΚΣΤ ένδον Κωνσταντινουπόλεως».

Έτσι ξεκίνησε η ιδιαίτερη σχέση των Πελοποννήσιων φεουδαρχών με την Οθωμανική εξουσία.



Το 1685 οι Τούρκοι ηττήθηκαν από τους Αυστριακούς, τους Ρώσους και τους Βενετούς και με την συνθήκη ειρήνης του Κάρλοβιτς που ακολούθησε, παραχώρησαν την Πελοπόννησο στους Βενετούς. Σύμφωνα με την απογραφή Grimani (τα αρχεία της οποίας είναι κατατεθειμένα στο «Archivio di Stato» της Βενετίας), η Πελοπόννησος τότε είχε πληθυσμό 176.844 κατοίκους, εκ των οποίων περίπου 20.000 ήταν Τούρκοι.



Η υπεροχή των Βενετών δεν κράτησε όμως για πολύ γιατί το 1714 οι πρόκριτοι των επαρχιών του Μοριά, συμφώνησαν με τον Τοπάλ Οσουμάν πασά, ο οποίος είχε σταθμεύσει στην Θήβα με στρατό πενήντα χιλιάδων, να συνεργαστούν για να τους εκδιώξουν. Οι Πελοποννήσιοι, προτιμούσαν τον τουρκικό από τον ενετικό ζυγό, το εμπόριο θα πέρναγε στα χέρια τους, οι φόροι ήταν ελαφρότεροι, η ζωή από πολλές απόψεις πιο ελεύθερη και ο σχετικά ανεκτικός άπιστος ήταν πιο ευπρόσδεκτος από τον μισητό ρωμαιοκαθολικό. Ο Κ. Δεληγιάννης στα απομνημονεύματά του αναφέρει επί λέξει: «Προσφέραμε την πατρίδα μας αυθορμήτως να ενωθεί με την λοιπήν Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν». Μία ήταν η αξίωσή τους: Ραγιά ιμπαρέτ, δηλαδή δημοκρατική διοίκηση. Η αξίωση έγινε δεκτή από τους Οθωμανούς, εκδόθηκε μάλιστα ιδιόγραφο σουλτανικό φιρμάνι (Χάτι Χουμαγιούν) ότι η Πελοπόννησος θα διοικείται στον αιώνα τον άπαντα με αυτόν τον τρόπο.

Όταν το στράτευμα του Τοπάλ πασά έφτασε το 1715 στο σύνορο του Μοριά, ο σερασκέρης θυσίασε δώδεκα κριάρια κατά το τουρκικό έθιμο και κατόπιν άνοιξε τον δρόμο στους βεζυράδες. Πράγματι η Πελοπόννησος κατελήφθη μέσα σε εκατό μέρες και διοικείτο «δημοκρατικά» μέχρι το 1821, χωρίς να μπορούν οι ντόπιοι Τούρκοι να αναμειγνύονται σε κανένα τοπικό διοικητικό αντικείμενο των επαρχιών, αλλά μόνο οι κοτζαμπάσηδες, οι πρόκριτοι και οι δημογέροντες κάθε κοινότητας αποφάσιζαν στις εκλογές και στην διανομή των επιτόπιων φόρων. Κατά τον Παπατσώνη: «..Αποκατασταθέντων των Τούρκων ευημερούσαν οι χριστιανοί, φυλάττοντες ακριβώς τας συνθηκολογίας, όσας έκαμαν εις τας Θήβας» (στου Βλαχογιάννη «Κλέφτες του Μοριά»).



Παράλληλα, αναγνωρίστηκαν νέα ειδικά προνόμια στους ραγιάδες κυριότερο των οποίων ήταν το δικαίωμα της εγγείου ιδιοκτησίας, το οποίο στους επιφανείς ισοδυναμούσε και με πολιτική εξουσία. Αυτή η εξουσία, δυναμώθηκε και με έναν άλλο θεσμό που είχε ξεκινήσει εντελώς διαφορετικά και ο οποίος ήταν ο θεσμός των βεκίληδων. Η Πύλη μετά τα Ορλωφικά, ζητούσε διακεκριμένα πρόσωπα ως ομήρους (ρεχέμια), εγγυήσεις δηλαδή, για την συμπεριφορά των υποδούλων. Οι οικογένειες των κοτζαμπάσηδων και των προκρίτων έπρεπε να στέλνουν στην Πόλη, ένα μέλος τους, όμηρο του Σουλτάνου, που σε περίπτωση που θα επαναλαμβανόταν κάποια κίνηση ανεξαρτησίας, αυτός θα εύρισκε σίγουρο θάνατο. Το μοραΐτικο δαιμόνιο όμως κατόρθωσε να μετατρέψει αυτή την άθλια ομηρία σε πρωτοφανές πλεονέκτημα. Οι περίφημοι βεκίληδες όχι μόνο έγιναν πληρεξούσιοι των επαρχιών τους, αλλά κατάφεραν μέσω υψηλών γνωριμιών και ανάλογων δωροδοκιών να υπερκεράσουν ακόμα και την εξουσία του βεζίρη.



Η μοραΐτικη ολιγαρχία χρησιμοποίησε αλλά και ενσωματώθηκε στο οθωμανικό διοικητικό και φορολογικό σύστημα, (χωρίς να διαφέρει ουσιαστικά από αυτό) συμμετέχοντας στις διοικητικές βαθμίδες της Οθωμανικής διοίκησης.

Στο Διβάνιον του Μορέως, το συμβουλευτικό σώμα που συνεδρίαζε μια φορά την εβδομάδα στην Τρίπολη, στο οποίο προήδρευε ο διοικητής της Πελοποννήσου (Μόρα βαλεσής), συμμετείχε εκτός των Οθωμανών αξιωματούχων – αγιάννηδων- (από το αχι: αδελφός) και ο Δραγουμάνος του Μορέως ο μόνος μη μωαμεθανός. Στο δεύτερο συμβούλιο του πασά, που συνερχόταν μια φορά το εξάμηνο, εκτός από τον δραγομάνο και τους Οθωμανούς, μετείχαν δικαιωματικά οι κοτζαμπάσηδες, οι λεγόμενοι και μοραγιάννηδες.

Όλες οι μεγάλες οικογένειες του τόπου έγιναν μεγάλες, χάρη στις περίπλοκες σχέσεις με τους Τούρκους. Η πολιτεία τους είχε να κάνει με πράξεις που εξευμένιζαν ή υπονόμευαν αγιάννηδες και μοραγιάννηδες.



Η συμφωνηθείσα δημοκρατική διοίκηση (Ραγιά ιμπαρέτ) εκφράστηκε μέσα από το καθεστώς της τοπικής αυτοδιοίκησης και ίσχυσε σαν αμυντικός μηχανισμός απέναντι στην τουρκική εξουσία. Μέσα στους κόλπους του θεσμού αυτού αναπτύχθηκε μια εξαίρετη πολιτική συνείδηση, καλλιεργήθηκε μέχρις ενός βαθμού η αλληλεγγύη και η διπλωματικότητα. Λειτούργησε βέβαια υπό μορφή υποτυπώδους δημοκρατίας γιατί δεχόταν επεμβάσεις που αλλοίωναν τον χαρακτήρα της. Περνώντας από την κοινότητα στην επαρχία και από την επαρχία στο σύνολο του Μοριά, η κατώτερη βαθμίδα δεν καθόριζε την ανώτερη.

Πέρα από τα οικονομικά τους προνόμια οι προεστοί κατείχαν διοικητική και δικαστική εξουσία ισοδύναμη με βοεβόδα και του καδή, αντιμετωπίζοντας τους Τούρκους ως ίσοι προς ίσους. Χωρίς την δική τους συναίνεση κανένας φόρος δεν μπορούσε να επιβληθεί.

Αλλά αφού οι μοραγιάννηδες είχαν διπλό ρόλο (αντιπρόσωποι των ντόπιων αλλά και ακροτελεύτιοι υπάλληλοι των Τούρκων), εύκολα συμπεραίνουμε το όργιο διπλοπροσωπίας, ραδιουργίας και πλειοδοσίας που πήγαζαν από τους παραπάνω ρόλους.

Η Πελοπόννησος από παλαιά ήταν ένα από τα πιο προσοδοφόρα πασαλίκια.

Ο Ibrahim Metin Kunt στο βιβλίο του «Οι υπηρέτες του Σουλτάνου», έχει καταγράψει τις προσόδους των 9 επαρχιών και των 120 πασαλικιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (από την Βαγδάτη, στο Κάιρο και σ’ όλα τα Βαλκάνια) το 1527: Η Πελοπόννησος κατείχε την 6η θέση.

Έτσι η εκλογική διαδικασία ήταν σκληρή. Δεν άργησε να δημιουργηθούν οι πρώτες ανάλογες συμμαχίες και συνεπώς τα αντίστοιχα κόμματα (ταράφια).

Από την μία ήταν το «Καρυτινο- μεσσηνιακό» κόμμα με αρχηγό τον Ι. Δεληγιάννη και συμπαραστάτες τον Σ. Χαραλάμπη (Καλάβρυτα), Θ. Κανακάρη (Πάτρα), Παπαλέξη (Ανδρίτσαινα), Σωτ. Κουγιά (Τρίπολη), Πανούτσο Νοταρά (Κορινθία) ενώ από την άλλη πλευρά ήταν το «Αχαϊκό» κόμμα, με αρχηγό τον Σωτηράκη Λόντο και συνοδοιπόρους τον Ασημάκη Ζαΐμη (Καλάβρυτα), τον Γεώρ. Σισίνη (Γαστούνη), τον Γ.Παπαφωτόπουλο (Αρκαδία), τον Γιαννούλη Καραμάνο (Άγιος Πέτρος), τον Αναγνώστη Κοπανίτσα (Μυστράς).

Τα κόμματα διακλαδίζονταν μέσα στους κόλπους του πληθυσμού και δεν εξαιρούσαν τους Τούρκους από τις συμμαχίες τους. Εφόσον το ζητούμενο ήταν η πλειοψηφία που έλυνε τα χέρια για τις οικονομικές καταχρήσεις, έδιναν και έπαιρναν τα συνοικέσια, τα συμπεθεριά, οι κουμπαριές: « ήτοι δι’ αναδοχής των βαπτιζομένων παιδίων εκ της Αγίας Κολυμβήθρας ή δια της εν γάμοις θέσεων παρανύμφων εις την των νεονύμφων ένωσιν» (Μ. Οικονόμου: Ιστορικά της Ελληνικής παλιγγενεσίας). Μέσα στις κοινωνίες του Μοριά η επιβίωση είχε ταυτιστεί με την προστασία μιας ισχυρής οικογένειας.

Το κόμμα που επικρατούσε έστελνε βεκίλη στην Πόλη. Συνάμα το αντίθετο κόμμα έστελνε κι αυτό τον παραβεκίλη του, ο οποίος πάσχιζε με κάθε μέσο να ανατρέψει τις υπάρχουσες συμμαχίες και να προβάλει τα δικά του συμφέροντα. Σαν διαπιστευμένοι πληρεξούσιοι του Μοριά, δαιμόνιοι ραδιούργοι και διπλωμάτες , οι βεκίληδες άφησαν εποχή με την πολιτεία τους. Ήταν πραγματικά τα μακριά χέρια των οικογενειών.

Χαρακτηριστικό απόσπασμα από τα «Απομνημονεύματα» του Φωτάκου: «Επειδή οι Έλληνες είχον πνεύμα περισσότερον των Τούρκων και εγνώριζον γράμματα, ένεκα τούτου εφαίνετο ότι και πολιτικώς αυτοί εδιοικούσαν διότι αυτοί έδιναν συμβουλάς και σχέδια δια να τα εφαρμόζουν οι Τούρκοι προς το συμφέρον των και δια να καταβάλουν τους εναντίον των, δήλαδη την φατρίαν των άλλων Τούρκων και των ακολουθούντων αυτούς Ελλήνων. Εκάστη φατρία ήθελε να έχει την εξουσίαν δια να διοικεί τον τόπον και να πλουτεί και δια να την αποκτήσει, έστελνε στην πρωτεύουσα έδρα του σουλτάνου πληρεξουσίους της, δια να προστατεύουσι κατά το φαινόμενον τους ραγιάδες από τας καταχρήσεις των τούρκων , ενώ αληθώς εστέλλοντο προς τον σκοπόν να απομακρύνουν τους αντιπάλους των απο την εξουσίαν και να την λάβωσι αυτοί.»

Δηλαδή Έλληνες μαζί με Τούρκους στρέφονται εναντίον άλλων Τούρκων και Ελλήνων.



Όταν το 1807 ο Βελής, (γιός του Αλή Πασά και εκλεκτός του Αχαϊκού κόμματος) κατόπιν ενεργειών του Γάλλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Σεμπαστιανί, διορίστηκε πασάς στην Τρίπολη, έλαβε μια επιστολή από τον Ι. Δεληγιάννη στην οποία εκτός των άλλων αναφέρονται: «… Ο μέγας αυτός αρχηγός αυτού του έθνους, ο Βοναπάρτης, όσα κράτη και όσους τόπους υπέταξε τους παρεχώρησε όλας τας ελευθερίας και κυβερνώνται μόνα τους, χωρίς να ανακατευτεί εις τα θρησκευτικά κανενός ή εις τας ιδιοκτησίας των οποιασδήποτε θρησκείας κι’ αν είναι. Αν η γνώμη αυτή γίνει παραδεκτή, φρονώ ότι είναι αναγκαίον να σχηματίσωμεν μίαν εταιρείαν, να θέσωμεν τους όρους με τους οποίους θα ζήσωμεν ως αδερφοί μιας οικογενείας και να ορκισθώμεν μεταξύ μας και να έμβωμεν εις ενέργειαν δια να αποπερατώσωμεν όσον το συντομώτερον αυτήν την υπόθεσιν» (Τ. Γριτσόπουλου, Ιστορία της Τριπολιτσάς κεφ. Η διοίκηση του Βελή Πασά).

Ο κατάλογος των ονομάτων που «εκατηχήθηκαν» στην εταιρεία – όλοι επιφανείς Τούρκοι και Μοραΐτες άρχοντες – είναι εντυπωσιακός, επαναλαμβάνει και εδραιώνει την άποψη ότι ο Μοριάς είχε δική του πολιτική, δική του αίσθηση αυτονομίας που

εκφράστηκε μέσα από την επιθυμία των χριστιανών και των Τούρκων της Πελοποννήσου «να ζήσουν υπό το σκήπτρο αυτού του μοναδικού και μεγαλεπηβόλου Αυτοκράτορος». Αλλά η κατάκτηση της Ζακύνθου το 1809 από τους Άγγλους , η σύλληψη του Κολοκοτρώνη και του Φαρμάκη ως γαλλιζόντων έθεσε τέρμα στο σχέδιο αυτό και (κατά τον Κ. Δεληγιάννη) « εμείναμεν εις τα κρύα του λουτρού». (Κάτι αντίστοιχο άλλωστε είχε συμβεί λίγα χρόνια νωρίτερα με το φιάσκο των Ορλωφικών και τον ρόλο της Ρωσίας).

Ακολούθησαν λυσσαλέες διαμάχες, ο Βελής αντικαταστάθηκε από τον προσκείμενο στο Καρυτινο- μεσσηνιακό» κόμμα Ίντζελη Αχμέτ και ο λογοθέτης του Βελή Σωτ. Λόντος αποκεφαλίστηκε τον Οκτώβριο του 1813.

Οι διαμάχες δεν σταμάτησαν βεβαίως και το 1815 το Αχαϊκό κόμμα κατόρθωσε να διώξει τον Ίντζελη Αχμέτ και στην θέση του ήρθε ο δικός τους Σακίρ Αχμέτ.



Μετά την επανακατάκτηση της Πελοποννήσου, οι Τούρκοι καταγράφουν και οριοθετούν την γη, την οποία ξαναδίνουν σε όσους από τους παλιούς Οθωμανούς ιδιοκτήτες επιστρέφουν όπως και στους Έλληνες που συνέβαλαν στην επανακατάκτηση.

Τα τσιφλίκια έγιναν λιγότερα αλλά λόγω των τάσεων και διαδικασιών συγκέντρωσης μεγαλύτερα. Στον ορεινό χώρο αντίθετα επικρατεί ο μικρός ελεύθερος κλήρος.

Η διάρθρωση της αγροτικής παραγωγής στην Πελοπόννησο στις αρχές του 19ου αιώνα τις οποίες επεξεργάστηκε ο Μ. Σακελλαρίου με βάση τα στοιχεία των Pouqueville, Leake και κάποια στοιχεία του Foreign Office, έχει ως εξής: δημητριακά 44,95%, λάδι, σύκα, καπνός 12,60%, Αμπελουργικά 10,30%, Τυρί 7,85%, Μέλι 3,40%, Μετάξι 8,50%, Δασοκομικά 5,35%, Μεταξωτά 2,90%, Λοιπά 4,15%.

Η αυξημένη παραγωγή αυτών των προϊόντων ήταν η βάση για την δραστηριοποίηση των ντόπιων αλλά και άλλων εμπόρων με αποτέλεσμα την εμφάνιση του εξαγωγικού εμπορίου με ανάλογες επιδράσεις στην ανάπτυξη της περιοχής. Οι αυξημένες εξαγωγές σημαίνουν και αύξηση των εισαγωγών, οι οποίες καλύπτουν βιοτεχνικά και αποικιακά προϊόντα και το ισοζύγιο είναι σταθερά πλεονασματικό.

Η ανάπτυξη του εμπορίου όπως ήταν φυσικό είχε σαν αποτέλεσμα την οικονομική δραστηριοποίηση και το άνοιγμα νέων αγορών και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ώθηση τεχνικών επαγγελμάτων και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων, όπως οι τομείς των μεταλλικών κατασκευών, της κατασκευής μπαρουτιού, των οικοδομικών κατασκευών, της κατεργασίας δερμάτων, κοπής και επεξεργασίας ξύλου, ο τομέας της συσκευασίας, κατασκευής κοσμημάτων, σαπωνοποιίας, μεταφορών κλπ. Στην αρχή η μορφή των περισσότερων βιοτεχνικών δραστηριοτήτων ήταν οικοτεχνική, αλλά αργότερα εμφανίστηκαν τα πρώτα εργαστήρια στα κέντρα των κωμοπόλεων, οπότε με ένα γοργό ρυθμό η οικονομία άρχισε να εκχρηματίζεται. Σημειώνουμε εδώ ότι το νόμισμα της εποχής ήταν το γρόσι. (1 γρόσι = 40 παράδες = 120 άσπρα).



Το σιτάρι και το λάδι αποτελούσαν αρχικά το 80% της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Το σιτάρι της Πελοποννήσου ήταν περιζήτητο στις ευρωπαϊκές αγορές και έτσι το ενδιαφέρον των εμπόρων διατηρείτο αμείωτο ολόκληρο τον 18ο αιώνα με αποτέλεσμα τον σκληρό ανταγωνισμό και την παράνομη διεξαγωγή αυτής της δραστηριότητας. Το φαινόμενο των λαθραίων παράκτιων μεταφορών ήταν συνηθισμένο, όπως και η εισαγωγή σιταριού από τον βορρά της Μαύρης Θάλασσας που στην συνέχεια βαφτιζόταν Πελοποννησιακό και εξαγόταν στην Ευρώπη (δεδομένης της άνετης φοροδιαφυγής). Την τελευταία δεκαετία του 18ου αι. παρατηρείται επίσης σημαντική αύξηση της συμμετοχής των κτηνοτροφικών προϊόντων στο εξαγωγικό εμπόριο. Το 1795 το ενδιαφέρον των Ιταλών κυρίως ανέβασε την αξία του εξαγόμενου τυριού στο επίπεδο της αξίας του σιταριού. Αρκετά μεγάλη συμμετοχή στις συνολικές εξαγωγές είχαν επίσης τα δέρματα, τα ζώντα ζώα, το μετάξι το οποίο εξαγόταν σ’ όλη την Ευρώπη αλλά και στην βόρεια Αφρική και η σταφίδα που η καλλιέργειά της είχε σχεδόν υποκαταστήσει όλες τις υπόλοιπες στην βόρεια Πελοπόννησο και το προϊόν κατευθυνόταν κυρίως στην Αγγλία.

Τα εισαγόμενα προϊόντα αποτελούνται κυρίως από υφάσματα, τα αποικιακά, τα είδη καπνιστού, τα διάφορα βιομηχανικά είδη και μέταλλα. Όπως είπαμε υπάρχει μόνιμο πλεόνασμα και το «πρόβλημα» κάποια στιγμή προσπάθησαν να λύσουν οι έμποροι της Πελοποννήσου με την αύξηση των εισαγωγών υφασμάτων και την διοχέτευσή τους στις αγορές της Λάρισας και της Θεσσαλονίκης σε τιμές κατώτερες από εκείνες που είχαν καθορίσει οι έμποροι της περιοχής.









Ο παρακάτω πίνακας δείχνει την αξία των εξαγωγών και εισαγωγών της Πελοποννήσου το 1797 (ποσά σε γρόσια):


Εξαγωγές Εισαγωγές

Αγγλία 558.320 558.320

Γερμανία 4.663.000 1.544.550

Ιταλία 1.150.000 644.400

Ολλανδία 140.000 100.400

Ρωσία 1.000.000 960.000

Γαλλία 1.310.000 1.163.000


Σύνολο 8.321.320 4.970.670






Η εσωτερική αγορά έχει τρείς τύπους: την διαρκή αγορά, την περιοδική και τα ετήσια πανηγύρια. Ανεπτυγμένες διαρκείς αγορές σημειώνονται στην Πάτρα, στην Τρίπολη και στο Ναύπλιο. Η περιοδική αγορά είναι η αγορά της αγροτικής περιφέρειας όπου οι αγρότες συγκεντρώνουν τα προϊόντα τους σε όλες τις κωμοπόλεις και τις πόλεις της Πελοποννήσου. Πανηγύρια λειτουργούν εδώ από πολύ παλιά, ονομαστά τα τρία των Καλαβρύτων (δύο τον Αύγουστο και ένα τον Σεπτέμβριο), της Τρίπολης της Γαστούνης αλλά και του Μυστρά. Ήταν τόσο μεγάλα που συγκρίνονται με τις σημερινές μεγάλες εμπορικές εκθέσεις. Συνέρεαν και υπέγραφαν συμφωνίες έμποροι όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από όλη την Ευρώπη – κάποιοι από την Τυνησία και την Αίγυπτο.

Από τη μελέτη φακέλων αλληλογραφίας εμπορικών οίκων προκύπτει μια άριστη οργάνωση διεξαγωγής εμπορίου (κεντρικό – υποκαταστήματα – αντιπρόσωποι - λογιστική οργάνωση).



Οι φόροι που επιβαρύνουν τον πληθυσμό κατά την περίοδο που αναφερόμαστε ανήκουν σε δυο βασικές κατηγορίες: α) στους καθαυτό φόρους και β) στις διάφορες κατά τόπους και κατά περίπτωση επιβαρύνσεις, οι οποίες κατανέμονταν με ευθύνη των κοτζαμπάσηδων. Κύριοι φόροι είναι η δεκάτη (15%), ο κεφαλικός φόρος, η εκκλησιαστική φορολογία (6%) και τα τελωνιακά τέλη (4%).

Από την συνολική φορολογία ποσοστό 10% περίπου αφορούσε στις δαπάνες της κεντρικής διοίκησης (Κωνσταντινούπολη) και το υπόλοιπο κατευθυνόταν στην κάλυψη των δαπανών της περιφερειακής διοίκησης Πελοποννήσου, στις δαπάνες της αυτοδιοίκησης, επιχορηγήσεις σε χωριά που αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν στην φορολογία, στην εξόφληση δανείων και σε διάφορες άλλες ανάγκες.

Το φορολογικό σύστημα προέβλεπε τρείς τάξεις: την ανώτερη (3-5% του πληθυσμού στην Πελοπόννησο το 1770), την μεσαία (30-35%) και την κατώτερη (50%), ενώ το υπόλοιπο 10-15% αποτελείται από τους απόρους που εξαιρούνται από την φορολογία.



Αυτή λοιπόν η έντονη οικονομική δραστηριότητα οδήγησε στην σταδιακή εγκατάσταση στην Πελοπόννησο προξενικών αρχών και ευρωπαίων εμπόρων και η όλο και πυκνότερη άφιξη ξένων πλοίων που μετέφεραν εισαγόμενα εμπορεύματα και φόρτωναν ντόπια για να τα μεταφέρουν στην Ευρώπη, ήταν από μόνα τους γεγονότα που διαμόρφωναν μια άλλη προοπτική για τον ελληνισμό του Μοριά.

Όλοι αυτοί, πρόξενοι, καράβια, έμποροι ήταν αδύνατο να κάνουν την δουλειά τους χωρίς τους ντόπιους. Ασήμαντες και σημαντικές εργασίες τους ανατέθηκαν: η εκφόρτωση και η φόρτωση του καραβιού, η μεταφορά του εμπορεύματος από τους όρμους στο καράβι και από τον τόπο παραγωγής του στο λιμάνι εξαγωγής, η μεσιτεία για την αγορά και πώληση του εμπορεύματος, η φρούρηση κατά την μεταφορά, η συνεννόηση με τους αλλόγλωσσους κ.α., ήταν δουλειές που αναγκαστικά διεκπεραιώνονταν από ντόπιους και με ντόπια μέσα. Αυτοί οι ντόπιοι λοιπόν, άρχισαν να κατακτούν νέα επαγγέλματα και να τα διευρύνουν. Άρχισαν να μαθαίνουν πρωτόγνωρες λειτουργίες της αγοράς, τα μυστικά της, και να απελευθερώνονται από ότι αναπαρήγε την ιδιότητά τους ως υπόδουλους. Μάθαιναν τις έννοιες της επένδυσης, της αγοράς, του κέρδους.

Ως αποτέλεσμα της συνθήκης του Κάρλοβιτς, που παραχώρησε στους Οθωμανούς υπηκόους το δικαίωμα να εμπορεύονται στην επικράτεια των Αψβούργων και ακόμα περισσότερο σαν συνέπεια της παρακμής της Βενετίας και της Γένοβας και της ρωσικής επέκτασης στην Μαύρη Θάλασσα, το εμπόριο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που με το πέρασμα του χρόνου διευρυνόταν συνεχώς, συγκεντρώθηκε όλο και πιο πολύ στα χέρια των Ελλήνων, οι οποίοι από το 1774, με την συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή η οποία έκλεισε τον πρώτο πόλεμο της Αικατερίνης της Ρωσίας εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, είχαν αποκτήσει το προνόμιο να φέρουν την ρωσική σημαία στα πλοία τους και να τελούν υπό την προστασία των προξένων της Ρωσίας.

Το ελληνικό εμπόριο έτσι απέκτησε γερά θεμέλια και πήρε μεγάλη εξάπλωση, ώστε όταν το βρετανικό ναυτικό έδιωξε τους Γάλλους από την ανατολική Μεσόγειο στους πολέμους μετά την γαλλική επανάσταση, οι Έλληνες κατέλαβαν την πρώτη θέση ως έμποροι στον χώρο της δύσης. Το 1813 διέθεταν τουλάχιστον 615 πλοία, μερικά από τα οποία ήταν κατασκευασμένα σύμφωνα με τα καλύτερα αμερικανικά πρότυπα, με συνολικό εκτόπισμα 153.580 τόνους και έδιναν δουλειά σε 17.500 ναύτες περίπου.

Το αποτέλεσμα ήταν η σχετική ευημερία και η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού της Πελοποννήσου που το 1820 υπολογίζεται σε 440.000 κατοίκους από τους οποίους οι 40.000 είναι Τούρκοι. Ρώσοι αξιωματικοί που είχανε επισκεφτεί την Πελοπόννησο εκείνη την εποχή ομολογούσανε πως τους φάνηκε σαν ένας «κήπος γελαστός». (Το ημερομίσθιο στις αρχές του 19ου αιώνα των εργατών γης ήταν περίπου 20 παράδες, των τεχνιτών 30-40, το ψωμί έκανε 4 παράδες η οκά, ενώ το βοδινό 6 και το αρνί 12).



Ο Ντάγκλας Νταίικιν στο έργο του «Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία» αναφέρει τα εξής: « Το Ελληνικό εμπόριο είχε αποκτήσει τόση σπουδαιότητα ώστε μπορεί να πει κανείς χωρίς υπερβολή ότι η Ελλάδα είχε γίνει εμπορική αυτοκρατορία προτού γίνει κράτος. Και μπορεί να ειπωθεί ότι οι Έλληνες ως έμποροι, αποτελούσαν ένα είδος κράτους μέσα στο Οθωμανικό κράτος». (Αντίστοιχα και στο έργο του Β. Κρεμμυδά «Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο»)

Ο Agostino Garzoni σε μια έκθεσή του προς τη Βενετική Γερουσία παρουσιάζει επιπλέον και μια ενδιαφέρουσα άποψη για την οπισθοχώρηση του δυτικού γενικά εμπορίου στην Ανατολή: Θεωρεί ως κύρια αιτία τη νόθευση και κατ’ ακολουθία υποτίμηση του οθωμανικού νομίσματος. Το γρόσι περιείχε ολιγότερο άργυρο και δεν γινόταν δεκτό με την προηγούμενη ισοτιμία του από τους Δυτικούς. Πράγματι αυτό άρχισε να συμβαίνει από τα μέσα του 18ου αιώνα, επί Μουσταφά Γ', και είχε ως συνέπεια την αύξηση της τιμής των δυτικών προϊόντων έως 30%. Από το τελευταίο τέταρτο του αιώνα οι τιμές αυξήθηκαν και κατά 50%. Το γεγονός αυτό έσπρωξε τους ντόπιους να στραφούν στα τοπικά είδη, παρά το γεγονός ότι οι Δυτικοί είχαν αρχίσει να πωλούν φθηνότερα, απομιμούμενοι τα ξένα ή υποβαθμίζοντας ποιοτικά τα δικά τους. Εξηγείται έτσι το επίπεδο του ποσοστού επιτοκίου δανεισμού της εποχής που ανερχόταν κατά μέσο όρο στο 20-25%.

Ο προεστός της Γαστούνης Γεώργιος Σισίνης ήταν ξακουστός κιβδηλοποιός. Προσέφερε όμως και μεγάλη υπηρεσία στην επανάσταση γιατί κατά την διάρκειά της προμηθεύτηκε σύγχρονα μηχανήματα που του επέτρεψαν να κατασκευάσει τουρκικά νομίσματα, τα έστελνε στην Τουρκία και τα αντάλλασε με τρόφιμα και πολεμοφόδια.

Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του παραδέχεται ότι η τροφή όλου του στρατεύματος ερχόταν από την Γαστούνη. «Τέσσερις χιλιάδες σφαχτά, ογδόντα κεφάλια γελάδια, ψωμί. Η Γαστούνη ήτο μελίσσι άτρυγο».



Στον δευτερογενή τομέα της οικονομίας οι ανεπτυγμένοι κλάδοι ήταν η ναυπηγική και η νηματουργία. Η δεύτερη συνδυασμένη πολλές φορές με την βαφική. Ακολούθησε η σαπωνοποιία. Επισημαίνεται και εδώ ότι η παραγωγή ήταν οργανωμένη σε εταιρείες που λειτουργούσαν με την λογική του εμπορίου, όχι με την λογική παραγωγής και αναπαραγωγής βιομηχανικού κεφαλαίου. Βιομηχανία με εμπορικό κεφάλαιο , όχι με βιομηχανικό.

Και στον αγροτικό τομέα, τον πρωτογενή, έχουμε σημαντικές αλλαγές. Αύξηση του όγκου παραγωγής και αναπροσανατολισμό των καλλιεργειών, που οφείλονταν στους όρους διεξαγωγής του εξαγωγικού εμπορίου, δηλαδή την αύξηση της ζήτησης ορισμένων προϊόντων. Επρόκειτο για εκτατική αύξηση της παραγωγής, η εντατική δεν ήταν ακόμα δυνατή. Ένα παράδειγμα είναι στην Πελοπόννησο η εγκατάλειψη της παραγωγής λαδιού που ήταν η προτίμηση των Γάλλων, με την παραγωγή σταφίδας όταν κυριάρχησαν οι Άγγλοι μετά την ήττα του Ναπολέοντα.

Πάντως οι αλλαγές στον πρωτογενή τομέα δεν αποδέσμευσαν παρά ελάχιστα καπιταλιστικές λογικές και επιχειρηματικότητα, κυρίως επειδή αυτά εμποδίζονταν από τις φεουδαρχικές λογικές του σουλτάνου.



Το 1789 στον θρόνο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ανέβηκε ένας μεταρρυθμιστής σουλτάνος, ο Σελίμ Γ΄ ο οποίος επιχείρησε να επιφέρει πολλές αλλαγές στο εσωτερικό του κράτους του, για τις οποίες μάλιστα χαρακτηρίστηκε από τους φανατικούς μουσουλμάνους ως «άπιστος σουλτάνος». Μια από αυτές ήταν η ελευθερία στα θέματα της παιδείας. Όπως μας πληροφορεί ο Νερουλός, ο Σελίμ Γ΄ διόρισε ένα Φαναριώτη, τον Δημήτριο Μουρούζη, (ο οποίος από το 1806 διατέλεσε Μέγας Δραγουμάνος της Υψηλής Πύλης) ως γενικό διευθυντή των Ελληνικών σχολείων και νοσοκομείων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βελτιωθούν κατά πολύ οι συνθήκες επιβίωσης του Ελληνισμού και να επέλθει ανάπτυξη της παιδείας του και αισθητή αύξηση των σχολείων και έτσι «η δημόσιος διδασκαλία, επισήμως προστατευομένη, προώδευσε πολύ εν Ελλάδι».

Και στην Πελοπόννησο η ανάπτυξη της παιδείας πήρε μεγάλη έκταση. Σε όλες τις περιοχές του Μοριά άρχισαν να λειτουργούν ελληνικά σχολεία. Οι πηγές χρηματοδότησης ήταν τα έσοδα από την επιβολή κοινοτικών φόρων ή δασμών σε συγκεκριμένα προϊόντα, οι επιχορηγήσεις από διάφορες επαγγελματικές συντεχνίες βιοτεχνών ή εμπόρων, μερικές φορές ο δανεισμός, δωρεές ευπόρων Ελλήνων, η εκκλησία και κάποτε τα δίδακτρα. Κάπου λειτουργούσαν και ιδιωτικά σχολεία: Τα παιδιά των αξιωματούχων και των ευπόρων έκαναν μαθήματα στο σπίτι τους μόνα τους ή σε μικρές ομάδες μαθητών βάσει της ίδιας οικογενειακής ή κοινωνικής προέλευσης. Οι Νοταράδες συμφωνούν με τον δάσκαλό τους στα Τρίκαλα, τα παιδιά τους να διδάσκονται άλλα πληρέστερα μαθήματα από εκείνα που διδάσκονταν στα παιδιά των κοινών σχολείων. Στην Ζάχολη λειτουργούσε τέτοιο σχολείο για παιδιά εύπορων οικογενειών όπου τρείς Ζαχολίτες , ο Κων/νος Τσέτουλας, ο Γεώργιος Παπαβασιλείου και κάποιος Δημακόπουλος κατέβαλαν 30 γρόσια μηνιαίως για πληρωμή των δασκάλων.

Εκτός από την Ελληνική γλώσσα, ιστορία και τα θρησκευτικά, άρχισαν να διδάσκονται φιλοσοφία, μαθηματικά, φυσική και χημεία, γεωγραφία και ξένες γλώσσες.



(Στην «Ιστορία της εκκλησίας της Κορίνθου» του Μεθοδίου Φούγια αναφέρεται ότι στο σχολείο της Ζάχολης δίδαξαν ο ιερέας Βησσαρίων Ευσταθιάδης και ο αδελφός του, έχοντες ως υποδιδάσκαλο τον Γκολφίνο Παπαδόπουλο.

Αρχαιότερο όμως απ’ όλα ήταν το σχολείο που λειτουργούσε στον Κούτο, στον πύργο των Μαμωνάδων. Τελευταίος δάσκαλος ήταν ο Παλάσης Μαμωνάς που το έτος 1719 παρέδωσε τους μαθητές του στο μοναστήρι. Πρώτος δάσκαλος είναι εδώ ο Γαβριήλ Ζαγκρίδης, έπειτα ο Ζαχαρίας και τελευταίος και διάσημος για την μόρφωσή του Γερβάσιος Βουλούμπασης που μετά την απελευθέρωση χρημάτισε Ελληνοδιδάσκαλος).



Παράλληλα άρχισε να εμφανίζεται και ένα υποτυπώδες σύστημα κοινωνικής πρόνοιας που απευθυνόταν σ’ όλους τους χριστιανούς του Μοριά, απεικονίζοντας μια νέα διάσταση στην καθημερινή ζωή.

«Οι άρχοντες της πολιτείας του Άργους Παναγιώτης Ιωαννούσης και Παναγιώτης Πασχαλδής συμφώνησαν με τον δόκτορα Χριστόδουλο Σεβαστό να έχει την επιστασία της πολιτείας αυτής και να κουράρει τους τυχόν ασθενείς που θα τον πληρώνουν από δικά τους έξοδα για φάρμακα. Οι άρχοντες του κόβουν κοντότα (μισθό) κατ’ έτος 1000 γρόσια και ένα κονάκι να κάθηται».

Ο ανωτέρω ιατρός λειτουργούσε σε επίπεδο κοινότητας, παρέχοντας ιατρική κάλυψη σε όλους ανε­ξαιρέτως τους κατοίκους της, μισθοδοτούνταν από τους πόρους της και ήταν μόνιμος κάτοικος της περιοχής. Οι ασθενείς επιβαρύνονταν με τη δαπάνη του φαρμάκου, για το ύψος της οποίας δεν υπάρχουν στοιχεία.

Τις ιατρικές υπηρεσίες προσέφεραν παραλλήλως και ιδιώτες γιατροί, που αμείβονταν από τους ασθενείς και μπορούσαν να είναι και αλλοεθνείς, όπως προκύπτει από το γράμμα ενός άλλου γιατρού του Ά­ργους, του Αυγουστίνου Λιβαθηνού προς τον άρχοντα της Ζαρούχλας Σωτήρη Χαραλάμπη: «Πείτε τι έπραξε ο νεωστί φερμένος Άγγλος ιατρός περί της κατα­στάσεως ποδός του αφεντός μας».

Κατά τον 18ου αιώνα στην Πελοπόννησο εντοπίζονται μέτρα πρόληψης της επιδημίας της ευλογιάς με εμπειρικό εμβολιασμό - ευλογιασμό – για προφύλαξη των πληθυσμών: Οι γυναίκες έπαιρναν πύον από καλοήθους και ελαφράς μορφής ευλογιά από ασθενή εύρω­στο και κατά τα άλλα υγιή, το έκλειναν ερμητικά σε μπουκαλάκι καθαρό και ζεστό, που το κρατούσαν στον κόλπο τους για να διατηρείται θερμό μέχρι να το μεταφέρουν στο σπίτι του υποψηφίου να εμβολιαστεί. Τον εμβολιαζόμενο τρυπούσαν με βελόνα πλαγίως στο μέτωπο, το πηγούνι, τα μάγουλα, την παλάμη και τα πόδια όπου έριχναν το πύον. Κατόπιν τα κάλυ­πταν και διάταζαν να μην τα βρέξουν ή ξύσουν και να ακολουθήσουν αυστηρή δίαιτα για 40 ημέρες. Η θνητότητα από τον εμβολιασμό αυτό κυμαινόταν σε 1-2 στα 300. Την μέθοδο αυτή παρακολούθησαν ο αρχίατρος πολλών ηγεμόνων και του Μ. Πέτρου, Ιάκωβος Πυλαρινός και ο ιατρός Εμμανουήλ Τιμόνης, οι οποίοι αφού μελέτησαν και σπούδασαν την εφαρμογή της, την ανακοίνωσαν με σχετικά έργα. (Ιάκωβος Πυλαρινός, «Περί νέας και ασφαλούς μεθόδου του προξενείν την ευλογίαν δί εγκεντρώσεως, νεωστί ανακαλυφθείσης και συνήθως εκτελουμένης, δι’ ης τα σώματα προφυλάσσονται από επιγενούς μολύνσεως».)

Στο περιοδικό «Λόγιος Ερμής» δημοσιεύεται το 1816 η εργασία του γιατρού Πέτρου Ηπήτη «Φυσική ανατροφή των παίδων» προς ενημέρωση των γονέων για τα πλεονεκτήματα του μητρικού θηλασμού, την ημερήσια συχνότητα, την διάρκειά του, την διατροφή της θηλαζούσης, τους κινδύνους από την αποφυγή του θηλασμού, αλλά και σε ποιες περιπτώσεις πρέπει ο θηλασμός να αποφεύγεται ή να διακόπτεται.

Παρατηρεί πως «των πλουσιοτέρων οι γυναίκες αποφεύγουν να θηλάσουν τα παιδιά τους και αυτό το κάμνουν όχι από φυσικά εμπόδια, αμμή από φόβον μη μαραθούν σύγκαιρα τα βυζία των». Ακόμα τονίζει ότι η θηλάζουσα δεν θα εμποδίζεται από «της απολαύσεως του έρωτος» αλλά συμπληρώνει πως αρκεί «η μετριότης και φρόνιμος υπουργία μεταξύ του συζυγικού χρέους και του γαλακτισμού».



Η ανάπτυξη των εμπορικών ανταλλαγών λοιπόν ήταν η σημαντικότερη αλλαγή που οδήγησε τον ελληνισμό σε νέες θεωρήσεις των νέων επίσης πραγματικοτήτων και δημιούργησε νέες κοινωνικοοικονομικές πραγματικότητες.

Το πιο ουσιαστικό αποτέλεσμα ήταν ότι συσσωρεύτηκε επιτόπου ένας μεγάλος πλούτος που δεν ήταν φεουδαλικός, αλλά προερχόταν από την λειτουργία της αγοράς, ήταν εμπορικό κέρδος δηλαδή, που επανεπενδυόμενο αναπαραγόταν και αύξανε: Ήταν κεφάλαιο.

Η επένδυση αυτού του πλούτου, που ήταν συγκεντρωμένος στα χέρια των υπόδουλων Ελλήνων, δεν μπορούσε να υπερβεί τα όρια και να παρακάμψει τις πραγματικότητες που διαμόρφωναν από την μια μεριά η οθωμανική κατάκτηση και από την άλλη οι φαρδύτεροι δρόμοι της εμπορικής ανταλλαγής. Βιομηχανική επανάσταση δεν μπορούσε να γίνει στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Απέμενε η επένδυση σε εμπορικού – καπιταλιστικού τύπου οικονομικές δραστηριότητες. Βιομηχανία αναπτύχθηκε (εκτός της ναυπηγικής) με παραδοσιακά εργαλεία και με την λογική του εμπορικού κεφαλαίου, όχι του βιομηχανικού.

Η ήττα του Ναπολέοντα επέφερε και την ανατροπή της πολιτικής συγκυρίας με την οποία συναρτήθηκε όπως αναφέραμε η δραστηριότητα του ελληνικού καραβιού και το εμπόριο του Έλληνα εμπόρου. Τα καράβια και οι εμπορικές κοινότητες των ευρωπαϊκών χωρών ανακατέλαβαν τις θέσεις που είχαν εγκαταλείψει λόγω των πολέμων, των αποκλεισμών και της κουρσάρικης δράσης, οπότε η τροφοδοσία των ευρωπαϊκών αγορών ξανάρχισε να εξασφαλίζεται με εθνικά μέσα. Το ελληνικό καράβι δεν είχε να προσφέρει καμιά υπηρεσία στην Ευρώπη, και έτσι τα ταξίδια του περιορίστηκαν στις κοντινές αποστάσεις.

Επρόκειτο για κρίση όγκου εμπορικών εργασιών και όχι για κρίση τιμών. Το ελληνικό εμπόριο δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί το εμπόριο των Ευρωπαίων κυρίως επειδή δεν υπάκουε σε κανενός είδους πολιτικές και θεσμούς.

Το ελληνικό καράβι θα μπορούσε να υπερβεί την κρίση, αλλά κάτι τέτοιο απαιτούσε και προϋπέθετε θεσμική – κρατική στήριξη. Όμως το κράτος που λειτουργούσαν και είχαν την έδρα τους οι ναυτιλιακές και εμπορικές επιχειρήσεις των Ελλήνων, το Οθωμανικό κράτος δηλαδή, ουδέποτε οργάνωσε πολιτικές με βάση τις αρχές του μερκαντιλισμού και του λιμπεραλισμού, γιατί αυτές ήταν έξω από τις λογικές του για τον ρόλο και την κοινωνική λειτουργία της οικονομίας.

Έτσι αυτό που κάποτε έμοιαζε ευτυχής διέξοδος ελευθερίας, έγινε τώρα ασήκωτο βάρος: Η έξοδος από μια τέτοια κρίση, μόνο με κρατικές πολιτικές προστασίας θα μπορούσε να επιτευχθεί.

Όπως ήταν επόμενο, σε κρίση βυθίστηκαν και όσες, μικρές ή μεγάλες, επιχειρήσεις είχαν συνδεθεί με την ναυτιλία και το εμπόριο που αυτή ασκούσε. Η κάμψη της ζήτησης προϊόντων αγροτικής παραγωγής, οδήγησε στην μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και σε καταστροφές γεωργικών και κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων.

Κρίση έπληξε και τις εμπορικές επιχειρήσεις των Ελλήνων έξω από τον κατακτημένο ελληνικό χώρο, όχι μόνο γιατί η άνθηση πολλών απ’ αυτές είχε συνδεθεί με την ακμή της ελληνικής ναυτιλίας και εμπορίου, αλλά επειδή η κρίση συνέπεσε με την πρώτη έγερση του εθνικισμού στις ευρωπαϊκές χώρες που επέφερε και την πρώτη περιθωριοποίηση των οικονομικών δραστηριοτήτων των ξένων. (Ιδού και η απαρχή της Φιλικής Εταιρείας).



¨Όλος αυτός ο κόσμος λοιπόν, ο οποίος είτε είχε ενταχθεί πλήρως, είτε απλά συμμετείχε στις νέες οικονομικές δραστηριότητες του ελληνικού χώρου και του ελληνισμού και είχε συγκροτήσει επομένως τις νέες κοινωνικές πραγματικότητες, υπέστη αμέσως τον κλονισμό από την κρίση, την οποία δεν είχε δυνατότητα να την αντέξει επί μακρό χρονικό διάστημα. Έτσι βρέθηκε σε αδιέξοδο, όπως σε αδιέξοδο βρέθηκε και το κεφάλαιο.

Γρήγορα η αρχική λαϊκή δυσαρέσκεια μετατράπηκε σε κοινωνική αναταραχή.



Για το κεφάλαιο δύο διέξοδοι υπήρχαν (με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα και περιεχόμενο):

Η μία συνιστούσε ένα είδος «επιστροφής» και υποδήλωνε αποδοχή της «ήττας», δηλαδή να επενδυθούν τα αργούντα συσσωρευμένα κεφάλαια σε γη- κάτι όμως που δεν αποτελούσε απάντηση ούτε για τα ήδη επενδυμένα κεφάλαια (το είπαμε: πλοία, εγκαταστάσεις κ.λπ.), ούτε για το κοινωνικό πρόβλημα.

Η δεύτερη δεν βρισκόταν σε τίποτε άλλο απ' αυτό που έλειψε την ώρα της κρίσης: στην κρατική προστασία. Η δημιουργία εθνικού κράτους όμως σήμαινε επανάσταση.



Η Επανάσταση ενσωμάτωσε, πράγματι, την κοινωνική ένταση, απορρόφησε τα αργούντα πλοία, όπως και τα αργούντα κεφάλαια και την ανεργία.

Για τα κεφάλαια, επενδυμένα και αργούντα, προσφέρθηκε ως μια ενδιαφέρουσα

επένδυση και ανέλαβε να εξοφλήσει το υλικό και το ιδεολογικό κόστος της οικονομικής κρίσης.

Στο αίτημα για ίδρυση μοντέρνου εθνικού, δηλαδή αστικού, κράτους, εμπεριέχεται

η ανάγκη για οργάνωση εθνικής αγοράς, όχι με την περιοριστική έννοια

του εθνικού χώρου ανταλλαγής εμπορευμάτων —το εμπόριο και η ναυτιλία

είναι περισσότερο διεθνικές οικονομικές δραστηριότητες—, αλλά κυρίως με

την έννοια της θεσμικής οργάνωσης των «εθνικών» οικονομικών δραστηριοτήτων.

(κάτι που αφορούσε και ενδιέφερε και τον, σε κρίση επίσης, αλλά για διαφορετικούς

λόγους, εκτός ελληνικού χώρου ελληνισμό).



Αξίζει στο σημείο αυτό να διαβάσουμε μια σχετική με αυτό το ζήτημα

παρατήρηση του Κ. Παπαρρηγόπουλου: «Μετά την ειρήνην του 1815, επειδή

εξέλιπον αι αφορμαί των δαψιλών κερδών, οι ναυτικοί όχλοι, οι αποταμιεύματα

μη έχοντες, εδυσφόρουν επί τη αργία αυτών και απορία, ου μόνον εν Ύδρα,

αλλά και εν Σπέτσαις. Εν Ύδρα δε επί τοσούτον αφήνιασαν, ώστε αυτοί πρώτοι

εκήρυξαν την έναρξιν του αγώνος του 1821. Και όμως οι πρόκριτοι αμφοτέρων

των νήσων, προϊσταμένου του περιφανούς Υδραίου Λαζάρου Κουντουριώτου, κατώρθωσαν δι' όλης της Επαναστάσεως να πηδαλιουχήσωσιν... τα πλήθη δια μόνης της ηθικής επιρροής, ην ανέκαθεν εκτήσαντο, πολιτευθέντες προς τον λαόν ως πατέρες και αδελφοί και σύντροφοι».



Μια συνηθισμένη λαθροχειρία ορισμένων αστών Τούρκων ιστορικών είναι ο ισχυρισμός ότι οι Έλληνες δεν είχαν λόγο να «αποστατήσουν» από την αυτοκρατορία, αφού μέσα στα πλαίσιά της περνούσαν καλά.

Πέρα από το γεγονός ότι δεν περνούσαν όλοι οι Έλληνες καλά (ούτε εξ άλλου όλοι οι Μωαμεθανοί ή οι άλλοι Βαλκάνιοι) στην οθωμανική αυτοκρατορία, ακριβώς επειδή μια όχι ασήμαντη μερίδα των Ελλήνων «περνούσε καλά» (και αναφέρομαι στην αστική τάξη) ακριβώς γι’ αυτό «όφειλαν», με ιστορικούς όρους, να επαναστατήσουν και να συγκροτήσουν δικό τους, εθνικό κράτος.



Οι ιδέες του ελληνικού αστικού εθνικισμού έγιναν θρύλος και πηγή έμπνευσης των απανταχού εθνικιστών και φιλελευθέρων, μιας και η ελληνική επανάσταση ήταν η πρώτη επιτυχημένη στην Ευρώπη και εύλογα ταυτίστηκε με την υπόθεση της (τότε) ευρωπαϊκής αριστεράς.

Αν και ο ελληνικός εθνικισμός αποδείχτηκε αρκετός για να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία, ο συνδυασμός αστικής ηγεσίας, κοτσαμπάσικης και κλέφτικης αποδιοργάνωσης και επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων, γέννησε μια μικροκαρικατούρα του δυτικού φιλελεύθερου ιδεώδους.



Η εργασία αυτή βασίστηκε στα έργα:



E.J. Hobsbawm Η Εποχή των επαναστάσεων

Βασίλης Κρεμμυδάς Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (1700 - 1821)

Βασίλης Κρεμμυδάς Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο 1793-1821

Νίκος Γ. Σβορώνος Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας

Βασ. Βλ. Σφυρόερας Επισκόπηση -Οικονομική και Δημογραφική- του Τουρκοκρατούμενου ελληνικού χώρου (1669-1821)

Μ. Οικονόμου Ιστορικά της Ελληνικής παλιγγενεσίας

Φωτάκος Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως

Γεώργιος Φίνλευ Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως

Κων/νος Βακαλόπουλος Το νέο Ελληνικό Έθνος

Ντάγκλας Νταίικιν Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία

Νταγκλας Νταίικιν Η ενοποίηση ης Ελλάδας

Κ. Παπαρρηγόπουλος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους

Γ. Κορδάτος Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας

Θ. Κολοκοτρώνης Διήγησις των συμβάντων της ελληνικής φυλής

Τσοτσορός Στάθης Οικονομικοί και κοινωνικοί Μηχανισμοί στον Ορεινό Χώρο

Κωστής Παπαγιώργης Κανέλλος Δεληγιάννης

Τ. Γριτσόπουλος Ιστορία της Τριπολιτσάς

Όλγα Καραγιώργου – Κουρτζή Ιατρική στην Αργολίδα 1800-1820 (Άρθρο σε περιοδικό της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης και Πολιτισμού).

Π. Δορμπαράκης Η περιοχή της Ευρωστίνης Κορινθίας

Πέτρος Ηπήτης Άρθρο περί θηλασμού (στο περιοδικό Λόγιος Ερμής)

Δώρα Μόσχου Η Γένεση της Ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της Περιοδικό ΚΟΜΕΠ τ. 1/2001

Φελίξ Μπωζούρ Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία (1787-1797)

Ibrahim Metin Kunt Οι υπηρέτες του Σουλτάνου



Μεθόδιος Φούγιας Ιστορία της εκκλησίας της Κορίνθου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου