Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ – ΕΛΥΤΗΣ, ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

της Ανθούλας Δανιήλ

Κι οι ποιμένες σ’ είδανε της Πρεμετής

Μεσ’ στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος

(Οδυσσέας Ελύτης, «Γιώργος Σαραντάρης»)

Όταν ο Οδυσσέας Ελύτης, σχολιάζοντας τους κριτές του έργου του για την «αισιοδοξία» που βρίσκουν στους στίχους του, μεταξύ άλλων γράφει: Πολλές έννοιες που δεν υπάρχουν στο λεξιλόγιό μου, η αισιοδοξία π.χ., ή η χαρά (εκτός και αν πρόκειται για την «άλλη») ή η γραφικότητα (τι σημαίνει αλήθεια;) επανέρχονται κατά κόρον στους σχολιαστές των γραφτών μου, επιλέγει τις λέξεις «χαρά» και «άλλη» (η υπογράμμιση δική μου), προφανέστατα από τον τίτλο του Σαραντάρη, «Στους φίλους μιας άλλης χαράς». Κι αυτή η «άλλη χαρά» δεν είναι «χαρά» του κόσμου τούτου, όπως την αντιλαμβανόμαστε στην καθημερινή μας ζωή.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Μια μνεία του Γιώργου Σαββίδη είναι ενδιαφέρουσα για τη σχέση των δύο ποιητών: στα πρώτα του λογοτεχνικά φανερώματα, ο Ελύτης, μόνος αυτός, έχει το προνόμιο να ποδηγετείται στοργικά από τον Γιώργο Σαραντάρη[1]. Η αλήθεια είναι πως ο Ελύτης είχε εντυπωσιαστεί πολύ από τον Σαραντάρη, τον οποίο γνώρισε όταν ήρθε στην Ελλάδα για να κάνει τη στρατιωτική του θητεία και εμφανίστηκε και στην ποιητική συντροφιά. Για τούτο και οι μνείες στα κείμενά του είναι πολλές. Εκτός από το ποίημα «Γιώργος Σαραντάρης», που περιλαμβάνεται στη συλλογή Τα Ετεροθαλή, από όπου και το παραπάνω μότο, ο Ελύτης μνημονεύει συχνά στα Ανοιχτά Χαρτιά τον νεοφερμένο ποιητή που έγραφε «ποιήματα παράξενα», τον εκτιμά πάρα πολύ, τον σέβεται και τον θαυμάζει.

Ο Σαραντάρης τού χάρισε ένα βιβλιαράκι με τον τίτλο Οι Αγάπες του Χρόνου, ποιήματα στα οποία ο Ελύτης διαπίστωνε ότι ήταν «ένας άλλος τρόπος να βλέπεις και να στοχάζεσαι τα πράγματα, το αναποδογύρισμά τους και η ίσια τους μεριά, ταυτόχρονα και αξεχώριστα». Αυτός ο άλλος τρόπος είναι που τον γοητεύει, ενώ πιστεύω πως εκείνη την περίοδο επίσης τον επηρεάζει. Όσον αφορά, λοιπόν, στους καλλιτεχνικούς τρόπους, ο Ελύτης αφομοιώνει και αναχωνεύει τέλεια. Σαραντάρης και Σεφέρης ανήκουν στην πρωτοπορία της εποχής. Κι ο Ελύτης την ακολουθεί με πίστη και αγάπη. Και ειδικά τον Σαραντάρη, με τον οποίο αισθανόταν ότι ταίριαζε και για τη νέα αντίληψη που είχε για την ποίηση, αλλά και για την κάπως απαξιωτική άποψη του νεοφερμένου για τους Ευρωπαίους, για τους οποίους έλεγε ότι «έπαιζαν ζάρια μέσα στο παρελθόν». Η εκτίμησή του στο πρόσωπο του Σαραντάρη φαίνεται και από το ότι σ’ αυτόν εμπιστεύθηκε τα πρώτα του «καλλιγραφημένα χειρόγραφα».

Μιαν άλλη πιο συναισθηματική, αλλά και στοχαστική και απολογιστική, αποτίμηση δείχνει η παρακάτω καταχώριση: Οι επιτελικοί του Φασισμού… κόψανε τον καιρό στα δυο κι από το κομμάτι όπου μέναμε βλέπαμε ξαφνικά το άλλο, χωρίς να βουλιάζει, ν’ απομακρύνεται παίρνοντας μαζί του τον Παλαμά, τον Δροσίνη, τον Γρυπάρη, τον Λαπαθιώτη, τον Άγρα. Έτσι αποκτούν τα τυχαία γεγονότα ένα συμβολισμό που δεν τον είχε κανένας επιδιώξει.

Όταν ξαναβγήκαμε από την πρώτη φάση της θύελλας, ήταν άνοιξη και στην Αθήνα είχαμε αποκτήσει μια Kommandatur. Τι σήμαινε αυτό θα το μαθαίναμε σε λίγο. Εκείνη τη στιγμή μετρηθήκαμε κι ήμασταν –απίστευτο– περίπου ίδιοι. Μονάχα κάπως αλλιώτικοι, παραζαλισμένοι, εγώ βαδίζοντας μ’ ένα μπαστούνι, ο Αντωνίου χωρίς καράβι, ο Σεφέρης μακριά μέσα στους αγάπανθους κι ο Σαραντάρης αυτός ακόμα πιο μακριά (Ανοιχτά Χαρτιά, σ. 284). Ο Σαραντάρης, λοιπόν, «ακόμα πιο μακριά» γιατί ο Σαραντάρης πέθανε μόλις το χειμώνα που πέρασε και βρισκόμαστε ήδη στην άνοιξη.

Πάλι στα Ανοιχτά Χαρτιά και στο κεφάλαιο «Τα Όνειρα» ο Ελύτης καταγράφει μια εν ονείρω συνάντηση με τον Σαραντάρη.

Σ’ ένα καράβι, παλιό, του περασμένου αιώνα, κάποιοι τον παροτρύνουν να βγει να δει τον Γιώργο Σαραντάρη. Εκείνος τους λέει πως πάνε πολλά χρόνια που ο Σαραντάρης έχει πεθάνει. Όχι, επιμένουν εκείνοι, τον είδανε, κάθεται έξω και με περιμένει. Τέλος πάντων συναντώνται οι δύο. Ο Ελύτης τού λέει: «Έχω αλλάξει…» «Ναι, έχεις αλλάξει και η ποίησή σου έχει αλλάξει…» «Γιώργο, Γιώργο… πες μου κι εμένα σε παρακαλώ, πες μου κι εμένα». Μα εκείνος με απωθεί ευγενικά. «Δε γίνεται αυτό», μου λέει, «δεν μπορεί ποτέ να γίνει – καταλαβαίνεις;» Στη συνέχεια προσπαθούν να ανεβούν και οι δύο στο καράβι, ο Σαραντάρης δεν μπορεί να επιβιβαστεί γιατί «μόνον οι ζωντανοί ταξιδεύουν», λέει κάποιος από το πλήθος και ο Σαραντάρης γελάει ηχηρά, μ’ αυτό τον χαρακτηριστικό ιταλιάνικο τρόπο που είχε. «Είδες τι αλαζόνες που είναι οι ζωντανοί; …Νομίζουν ότι ταξιδεύουν…» βγαίνει τρέχοντας. Ο Ελύτης τον ακολουθεί. Εκείνος καμιά εκατοστή μέτρα πιο μπροστά… τρέχει ανάλαφρος, σχεδόν πετάει πάνω από τα εμπόδια. Η γκαμπαρντίνα του είναι ανοιχτή στον αέρα κι από το κεφάλι του κρέμεται και τινάζεται πάνω στους ώμους μια χαίτη ωραία μακριά μαλλιά σαν κοπέλας.

Με τα ανωτέρω σαν προεισαγωγικό άλμα, περνάμε στην καλαίσθητη συλλογή, Στους φίλους μιας άλλης χαράς, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Ιωλκός το 2012, για να ανακαλύψουμε ψήγματα αυτής της φιλίας, λέξεις και φράσεις, κάποιο σκηνικό, μια απροσδιόριστη ποιητικότητα στην ατμόσφαιρα, που θυμίζει τη σχέση του ενός με τον άλλο.

Γενικώς, η ήχοι της συλλογής Στους φίλους μιας άλλης χαράς είναι εμφανείς, εκτός των άλλων, κυρίως στους Προσανατολισμούς. Στα γενικά χαρακτηριστικά αυτής της συναισθηματικής συγγένειας μπορούμε να συμπεριλάβουμε την απροσδιοριστία του χώρου και του χρόνου, τις ρευστές και διάχυτες καταστάσεις, την αναφορά στο όνειρο και στον ύπνο, στον ύπνο-θάνατο, το όνειρο, την ιδεαλιστική θέαση του κόσμου, την παρουσία του ανέμου, την αγαπητική σχέση με τον ήλιο και τη θάλασσα.

Σε καμαρώνω θάλασσα δική μου

Που μοιάζεις μ’ ενός αγγέλου την αίγλη

Κι έχεις φτερά για να μην αποθάνω

Αν με ζεστάνει ο πόθος της ζωής σου

Και μαζί σου τραβήξω στον ουρανό

Μέσα στα μάτια του αγέρα ταξιδεύοντας

Και με λουλούδια την ανάσα των πουλιών.

(Σαραντάρης, «Σε καμαρώνω»)

Είναι ίσως περιττό να απαριθμήσουμε τους στίχους του Ελύτη, όπου η θάλασσα έχει παρεμφερή εικόνα και ρόλο. Ας αρκεστούμε σε δύο αποσπάσματα:

«Φίλησέ με θάλασσα προτού σε χάσω»

(Τρία Ποιήματα με Σημαία Ευκαιρίας, Ad libitum, 6)

και

«Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο»

(Ημερολόγιο, «Κυριακή (Πάσχα), 26»).

*

Μια άλλη πολύ συγγενική αίσθηση μας παρέχουν οι στίχοι:



Μέσα στη μουσική υπάρχει χώρος

Να κοιμηθεί ο άνεμος

Μαζί του συνταξιδεύουμε κι εμείς



Κάπου ο κίνδυνος είναι μεγάλος

Όμως αυθόρμητα τραβάμε ίσια

Προχωρούμε όχι πια μέσα στη μουσική

Αλλά μέσα στο θάνατο



Κι ο δρόμος δεν έχει τέλος.

(«Μέσα στη Μουσική»)



Κι ο Ελύτης αντιπαραθέτει:



Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε

(«Η συναυλία των γυακίνθων, VIII»).



Επίσης:



Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική

διαβάτισσα όσων μας κρατούν στον κόσμο ακόμα

(«Ελένη»)

*

Το μοτίβο ύπνος-θάνατος κάνει την εμφάνισή του στο ποίημα:

Ο ύπνος μέσα στα μάτια κελαϊδά

Σα να είταν το νερό της βρύσης

Σα να είταν ο βοσκός του παραμυθιού

Και έτρεφε γένεια ολόασπρα

Και μάζευε παιδιά να τα στείλει στον ουρανό

Να τα δει εκεί πριν αυτός πεθάνει.

(«Ο ύπνος μέσα στα μάτια»)

Και ο Ελύτης παρεμφερώς: Ο Έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει σαν παιδιά μεσ’ στην αγκαλιά της Γης! («Διόνυσος, στ΄»). Εννοείται ότι ο ουρανός του ενός και η γη του άλλου τον ίδιο ρόλο επιτελούν στη συγκεκριμένη περίσταση. Παρεμφερής και η Σαπφώ:

Έσπερε που τη δύναμη κατέχεις όλα τα

πράγματα να φέρνεις πίσω αυτά που με το

χάραμα η Αυγή σκόρπισε πέρα: φέρνεις πίσω το πρόβατο· φέρνεις πίσω την αίγα·

φέρνεις και το μικρό παιδί στην αγκαλιά

της μάνας του.

(μετ. Οδυσσέα Ελύτη).

*

Στην εικόνα:

Τον άνθρωπο

Που αν τον φέρει η ανάμνηση

θα μοιάζει κοπέλα

(Σαραντάρης, «Νοσταλγία»)

αναγνωρίζουμε τον Σαραντάρη στο όνειρο του Ελύτη με «χαίτη ωραία μακριά μαλλιά σαν κοπέλας».

*

Την περίπτωση των καλλιτεχνικών τρόπων του Σαραντάρη, τους οποίους θαυμάζει ο Ελύτης και συνίστανται στο να βλέπεις και να στοχάζεσαι τα πράγματα στην ίσια τους μεριά, ταυτόχρονα και αξεχώριστα με την ανάποδη –κάτι σαν αντινομία– βρίσκουμε στους στίχους:

Η μέρα απόψε είναι σαν άσπιλη παρθένα

Η μέρα απόψε γλεντάει σ’ ένα της ύπνο

Σ’ ένα της ύπνο κοιμάται τον ύπνο των ανθρώπων

Κι οι άνθρωποι όλοι στον ύπνο τους ξυπνάνε

Ξυπνάνε και αγκαλιάζονται

(«Η μέρα απόψε»)

«Δε φεύγει δεν επιστρέφει» (Ελύτης, «Παράθυρα προς τη Πέμπτη Εποχή ΙV») ή «τίποτα να μην έρχεται, τίποτα να μη φεύγει» (Ελύτης, «Κλίμα Απουσίας ΙΙΙ»).

*

Στο ερώτημα του Σαραντάρη:

Ποιος έντυσε τα μάτια

Και ήρθανε απροσκάλεστα

Σε μια γιορτή…

(«Ποιος έντυσε τα μάτια»)

ο Ελύτης αντιπαραθέτει τους στίχους: «Όνειρα κι όνειρα ήρθανε/ Στα γενέθλια των γιασεμιών» («Επτά Νυχτερινά Επτάστιχα»). Όπου συγγενικά φαίνονται τα «γενέθλια» του ενός με τη «γιορτή» του άλλου, χωρίς να παραβλέπουμε και το ρόλο των «ματιών», στον έναν, και των «ονείρων», στον άλλο.

*

Είταν γυναίκα, είταν όνειρο, είτανε και τα δυο

Σα να είταν άνεμος και να είταν σάρκα

Μούλεγε, πως μ’ αγαπούσε, αλλά δεν το άκουγα καθαρά

(Σαραντάρης, «Είταν γυναίκα, είταν όνειρο»).

Γυναίκα, όνειρο και σάρκα, η ίσια και ανάποδη του ίδιου πράγματος και φυσικά μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ως η ελυτική «κόρη που ’φερνε ο Βοριάς» (Φωτόδεντρο), ενώ στη φράση «δεν άκουγα τίποτα» ακούγεται εκείνος ο ελλιπής διάλογος όπου ο ερωτών δεν ακούει και ο απαντών δεν ακούγεται (Φωτόδεντρο, «Τρεις φορές η αλήθεια»).

*

Η «παλάμη» επίσης κάνει συχνά την εμφάνισή της και στους δύο: Έφυγε η ζωή μας ή έφυγαν πουλιά απ’ την παλάμη του Θεού; (Σαραντάρης, «Τρία ποιήματα της θάλασσας»), ο Ελύτης: Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια («Άνεμος της Παναγίας»), Θα πρέπει και το μικρό/ Τριανταφυλλί που κάποτε/ Στην παλάμη σου κράτησες, βότσαλο και αυτό/ Κάπου, χιλιετηρίδες μακριά, ν’ αποσυντίθεται (Τα Ετεροθαλή, «VILLA NATACHA ΙΙ»). Φεύγει ο κόσμος άλλος έρχεται στην παλάμη του διαβάζει ρόδα και γιορτές («Οι κλεψύδρες του Αγνώστου»).

Μια εμπεριστατωμένη μελέτη θα είχε πολλά ενδιαφέροντα να ανασύρει. Για την ώρα ας αρκεστούμε στο ωραίο ποίημα, με τον λιτό, δωρικό τίτλο «Γιώργος Σαραντάρης», σαν να ’ναι τ’ όνομα γραμμένο επί τάφου, σήμα επί σήματος:

Θ’ ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός

Μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις

Μέσ’ απ’ τα δέντρα που σε γνώρισαν και που γι’ αυτό

Τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος

Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης αλλ’

Ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα

Τόλμησες. Κι οι ποιμένες σε είδανε της Πρεμετής

Μεσ’ στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος

Τι κι αν ο κόσμος μάταιος

Έχεις μιλήσει ελληνικά

Ως «εις τον έπειτα χρόνον»

Κι από την ομιλία σου ακόμη

Βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι

Και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά σε

Μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου.

Ο Σαραντάρης πέταξε από τη ζωή, με την καμπαρντίνα ανοιχτή σαν τα φτερά του Αγγέλου, «ομόθρησκος των αετών», το 1941. Ο Ελύτης χρειάστηκε μισόν αιώνα ακόμα για να τον συναντήσει τελικά το 1996. Τώρα, ο ένας, με τα μακριά μαλλιά κοπέλας κι ο άλλος, με το ναυτικό κασκέτο, από εκείνο το θρυλικό μπαλκόνι της Μεσογείου, «μέσ’ στης άλλης χαράς το φως» ουρανοδρομούν επισκοπώντας τη γη που άφησαν πίσω τους.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου