Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017

Σπάνια συνέντευξη του αγωνιστή Λάκη Σάντα

Είχε μιλήσει στην Καθημερινή, στα 88 του.

Δεν ζήτησα ποτέ τίποτα για να μην έχω καμία εξάρτηση

Λάκης Σάντας, αντιστασιακός
Σεμνός, στα 88 του δηλώνει αριστερός, αλλά έξω από κόμματα και εξουσίες

Ο Λάκης Σάντας είναι ο ήρωας, που έγινε αντι-ήρωας όταν, το 1956, μετανάστευσε για τον Καναδά. Αφησε πίσω του μια σημαία, τη γερμανική, βαθιά στο ξεροπήγαδο του Εριχθόνιου στον Βράχο της Ακρόπολης -εκεί βρίσκεται ακόμη- και έναν αγώνα που είχε πιστέψει, τους φίλους του και συντρόφους του. Δεν ζήτησε ποτέ κάτι για εκείνη την τρέλα το βράδυ της 30ής Μαΐου 1941 όταν με τον Μαν. Γλέζο κατέβασαν τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη. Ο ήρωας δένεται μια για πάντα με την πράξη του, όχι όμως και ο αντιήρωας. «Εγώ, τότε που αποφάσισα να πάμε στον Καναδά, είχα μια βαθιά οργή μέσα μου. Διότι ο αγώνας που έζησα στα ελληνικά βουνά χάθηκε, το λαϊκό κίνημα υπέστη μεγάλη ήττα δυστυχώς και με ευθύνες της δικής μας ηγεσίας. Πολλά λάθη. Οταν πήγα στην Αμερική, το 1956, δεν θέλησα να οργανωθώ ξανά, δεν αναζήτησα εκεί κομματικές επαφές και πυρήνες».

«Εκεί γνώρισα σοβαρούς ανθρώπους. Δεν πίστευαν αυτά που τους έλεγα ότι συνέβαιναν στην Ελλάδα, τους φαίνονταν τόσο αδιανόητα και εξωπραγματικά... Δεν πίστευαν ούτε για τη Μακρόνησο ούτε για άλλα. Τότε αποφάσισα να μην ξαναμιλήσω. Και δεν ξαναμίλησα. Θυμάμαι και ένα περιστατικό που δεν το αναφέρω στο βιβλίο μου: Με πήγαν κάποιοι φίλοι σε έναν επιτυχημένο Ελληνα επιχειρηματία του Κεμπέκ, στο γραφείο του. Του εξήγησαν ποιος ήμουν και τότε αυτός μου λέει: «Ε, mister Santas, αφού λοιπόν ξέρεις από όπλα, έλα να σου δείξω την καινούργια κυνηγετική καραμπίνα μου να μου πεις τη γνώμη σου»... Τι να πω; Επιασα τις εφημερίδες την άλλη μέρα για να βρω δουλειά».

Δουλειές του ποδαριού

Ο Λάκης Σάντας της Αντίστασης και του Εμφυλίου μένει μόνος του σε μια χώρα που δεν τον πιστεύουν, τόσο διαφορετική απ' όσα καθόρισαν τη νεότητά του. «Σε μιαν άλλη κοινωνία, μάλλον απολίτικη, αλλά εκεί υπάρχει αξιοκρατία». Δεν λέει πόσες φορές σκέφτηκε τη θαμμένη γερμανική σημαία στην Ακρόπολη, δεν ανοίγεται. Εμαθε αλλιώς.

Ξεφόρτωσε καράβια ως λιμενεργάτης, έκανε δουλειές του ποδαριού, τελικά βρήκε μια καλή θέση λογιστή στον Καναδά. Αλλά έπειτα από εξίμισι χρόνια επιστρέφει πίσω. Πού ακριβώς; Στην Ελλάδα του Κυπριακού και του Ανένδοτου. Και μετά, της Χούντας. Επιμένει στη δύσκολη ισορροπία του πολίτη που θέλει να είναι ενεργός αλλά κομματικά ανένταχτος. Σήμερα είναι εύκολο, τότε δεν ήταν.

Ο Λάκης Σάντας (μαζί με τη μία από τις δύο κόρες του, την Αλεξάνδρα) μας υποδέχτηκε με τον φωτογράφο Νίκο Πηλό στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο. Κουστούμι το σκοτεινό κλασικό τριμμένο, φορεμένο με παππουδίστικη ατημελησία, το μουστάκι περιποιημένο και άψογα ψαλιδισμένο και το χαμόγελο του γέροντα που δεν φοβάται τίποτα. «Εμείς που γεννηθήκαμε ανάμεσα στους δύο πολέμους είμαστε δρακογενιά. Είμαστε παιδιά του δράκου. Αντρες και γυναίκες. Περάσαμε πολλά, αλλά τα αντέξαμε. Και τι δεν είδαμε».

- Και ο ήρωας;

- Ποιος ήρωας; Ρισκάραμε τόσες φορές τότε τη ζωή μας. Δεν ήταν απερισκεψία ή ηρωισμός να μεταφέρεις όπλα με ποδήλατο στη γερμανοκρατούμενη Αθήνα; Ενα μεγάλο μέρος του ιταλικού οπλισμού έτσι πέρασε στον ΕΛΑΣ. Βέβαια, καταλαβαίνω πως άλλη είναι η συμβολική σημασία της γερμανικής σημαίας.

«Του χρωστάμε τη ζωή μας»

Είναι, βέβαια, περήφανος για το βράδυ εκείνο. Αλλά περισσότερο το διασκεδάζει. Ισως επειδή ανακαλεί τόσο έντονα στα 88 του την τότε μετεφηβική χαρά του, όταν παρακολουθούσε τις επόμενες μέρες από τις εφημερίδες τη φρενήρη κινητοποίηση των Γερμανών να βρεθούν οι δράστες. Σαν να έπαιζε κρυφτό. Ομως, θα ανακαλέσει στη μνήμη του άλλες τόσες φορές, τον Ελληνα αστυνομικό που τους είδε να κατεβαίνουν εκείνο το βράδυ από την Ακρόπολη και δεν μίλησε ποτέ. «Του χρωστάμε τη ζωή μας, ο Μανώλης κι εγώ».

Το «σουβενίρ» από τον αγκυλωτό σταυρό της σημαίας θα το κάψει ο πατέρας του λίγες ώρες μετά άσπρος από την αγωνία του όταν «κατάλαβε τι είχαμε κάνει».

Στο πηγάδι όπου οι αρχαίοι τάιζαν τον Εριχθόνιο βρίσκεται, σκεπασμένη απ' όσα έφεραν τα χρόνια, μια τεράστια πολεμική σημαία από την οποία λείπουν δύο μικρά κομμάτια. «Προσπάθησε η Μελίνα στα χρόνια μετά το 1981 να βρει τρόπο για ανάσυρση, αλλά οι αρχαιολόγοι έκριναν -μάλλον έχουν δίκιο- ότι η επιχείρηση είναι επικίνδυνη για τον Ιερό Βράχο».

Τον επίλογό του τον έχει καταθέσει στο βιβλίο του. Σεμνό κι αυτό, μόλις 160 σελίδες (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα με τίτλο «Μια νύχτα στην Ακρόπολη»): «... Αυτά, λοιπόν. Τώρα εγώ μαζί με τους υπόλοιπους που ζουν ακόμα, συναγωνιστές μου, απλά γερασμένα παλικάρια, φθάσαμε στο τέλος. Ζήσαμε όμως μεγάλες και ωραίες στιγμές. Εσείς να δούμε».

Οντως δρακογενιά…

Η όμορφη «Σόνια», ο «Φον» και οι Εβραίοι συναγωνιστές

Δύο ιστορίες από το βιβλίο του Λάκη Σάντα είναι ξεχωριστές. Δεν τις βρίσκεις εύκολα, τόσο προβεβλημένες, σε βιογραφίες ή έργα για τα χρόνια της Κατοχής. Η πρώτη αφορά το ζήτημα των γυναικών που είχαν σχέσεις με τον κατακτητή (η γενικότερη πρωτοφανούς έκτασης βία σε βάρος γυναικών στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν έχει ακόμη εμπεδωθεί στη συλλογική συνείδηση) μέσα από ένα προσωπικό περιστατικό. Ο Λάκης Σάντας ήταν κρατούμενος, τον Απρίλιο του 1942, στη φυλακή του «Αβέρωφ». Βασανιστήρια, άθλιες συνθήκες, τις περιγράφει λιτά. Η μητέρα του έτυχε να γνωρίζει μια διάσημη ηθοποιό της εποχής τη «Σόνια» η οποία είχε σχέσεις με ένα Γερμανό αξιωματικό, πιθανόν γόνο της πρωσικής στρατιωτικής αριστοκρατίας. Την παρακάλεσε να μεσολαβήσει. Σε λίγες μέρες φωνάζουν τον Λάκη Σάντα στη Διοίκηση όπου εντυπωσιάζεται από τον φίλο της «Σόνιας». «Νεαρός, αλλά ήδη συνταγματάρχης, κάτι σε «Φον» και όλοι, και ο διοικητής, κλαρίνο μπροστά του».

Την αγαπούσε

Αφέθηκε ελέυθερος λίγες μέρες μετά. Δεν γράφει στο βιβλίο του ότι την ξαναείδε τη «Σόνια» πολλά χρόνια μετά, τυχαία, ένα μεσημέρι στην Πανεπιστημίου. «Αυτή με γνώρισε και με φώναξε. Πόσο είχε αλλάξει. Δεν θα την αναγνώριζα. Γιατί να έχει χαθεί εκείνη η ομορφιά; Είπαμε να βρεθούμε να πιούμε καφέ, δεν το κάναμε. Και, ξέρεις, συνειδητοποίησα πως ο Γερμανός έπρεπε να την αγαπούσε τη «Σόνια». Ναι, ήταν ερωτευμένος μαζί της».

Η δεύτερη ιστορία έχει τίτλο οι «Εβραίοι συναγωνιστές μου». Και γι' αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας μας δεν έχουν ακόμη αναγνωσθεί όσα το αξίζουν. Αναφέρεται στον «Μακαμπή, ο μόνος που επέζησε από την οικογένειά του κρυμμένος σε ένα κοτέτσι, «τύπος», μορφωμένο παιδί, μιλούσε τέσσερις γλώσσες, με χιούμορ, ήταν κι άλλος που ζει και είμαστε σε επαφή, ο Σαλβατόρ Μπακόλας, ο Λουίτζι Κοέν, ήταν κι ένας γιατρός, ο Μανώλης Αρούχ, νομίζω αυτός μου έβγαλε το βλήμα πάνω στο βουνό, δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς. Ηταν κι ένας άλλος Εβραίος ο Δαβίδ, έτσι νομίζω τον έλεγαν, που έκανε μια παλληκαριά, μπήκε στη γερμανοκρατούμενη Αμφισσα ντυμένος παπάς»...

Ούτε ο δρόμος του Μανώλη και τόσων άλλων ήταν εύκολος

Πιθανόν η πιο συνηθισμένη ερώτηση στον Λάκη Σάντα είναι γιατί τόσο διαφορετικοί οι δρόμοι που πήραν με τον Μανώλη Γλέζο. Μάλιστα, αρκετοί προσπάθησαν να εκμαιεύσουν απάντηση που να δικαιώνει την κακοπιστία τους. Δεν πέφτει εύκολα σε τέτοιες παγίδες ο Λάκης Σάντας. Τα 'χει ξεκαθαρίσει μέσα του εδώ και χρόνια. Η ζωή του συνδέθηκε με τον Μανώλη Γλέζο εκείνο το βράδυ. Απαξ και διά παντός. Και δεν συνδέθηκε από ένα «Θείο Σχέδιο» αλλά από κάτι σημαντικότερο: από την επιλογή τους το βράδυ της 30ής Μαΐου 1941. Από τη δική τους κοινή απόφαση και πράξη. «Τι κι αν πήραμε άλλους δρόμους; Ο Μανώλης στην πολιτική, εγώ όχι. Βρισκόμαστε, τα λέμε, μου τα λέει, του τα λέω. Οταν έγραψα το βιβλίο, το έστειλα πρώτα σ' αυτόν. Με πήρε αμέσως και μου είπε: «Ετσι έγιναν, καλά τα γράφεις Λάκη». Στο κάτω κάτω ούτε ο δρόμος του Μανώλη και τόσων άλλων ήταν εύκολος. Ηταν μάλλον θέμα ιδιοσυγκρασίας».

Δεν θέλει να συζητήσει τα προσωπικά οικονομικά του παρότι θα είχε και λόγο και αιτία, δεν είναι από τους γέροντες που αυτο-οικτίρονται για τη ζωή τους, την επέλεξε? και ο Λάκης Σάντας τις επιλογές του τις τίμησε και τις τιμά.

«Εχω ένα φίλο από εκείνα τα χρόνια. Με πολλή αγάπη, λοιπόν, μια μέρα μου λέει: «Γιατί ρε Λάκη δεν διευκολύνεις λίγο τη ζωή σου; Σου χρωστάει η χώρα στο κάτω κάτω». Δεν ζήτησα ποτέ από κανέναν το παραμικρό για να μην έχω καμία εξάρτηση. Θέλω να είμαι ενεργός πολίτης, πάντα στην Αριστερά, αλλά έξω από κόμματα και εξουσίες».

Είναι στιγμές στη συζήτηση που θα βγάλει πάθος, ιδίως για να περιφρουρήσει την εποχή του και τις κορυφαίες στιγμές της - για παράδειγμα ζήτησε έντονα να αναφερθούμε στη «μεγαλειώδη νίκη του σοβιετικού λαού απέναντι στους Ναζί» και θα ξεχωρίσει ως μία από τις αφανείς αλλά σημαντικές στιγμές της Εθνικής Αντίστασης «την απελευθέρωση της γυναίκας. Στο βουνό η Ελληνίδα απελευθερώθηκε και κοινωνικά και πολιτικά».

Εκτέλεση εν ψυχρώ

Ο Λάκης Σάντας το 'χει αυτό το χαρακτηριστικό: παρατηρούσε και παρατηρεί πολύ τους ανθρώπους, είδε τόσα και προβληματίζεται πολύ (και σήμερα) για την «ανθρώπινη φύση».

«Τι σόι άνθρωπος ήταν ο Γερμανός στρατιωτικός γιατρός που υπηρετούσε εδώ παρακάτω στο γυμνάσιο του Π. Φαλήρου - τότε οι Γερμανοί το είχαν μετατρέψει σε νοσοκομείο. Πήρε το ποδήλατό του να πάει στην αγορά κάτι να ψωνίσει κι εκεί είδε μερικά παιδιά να γράφουν συνθήματα. Γύρισε πίσω με το ποδήλατο, πήρε το αυτόματο, επέστρεψε και σκότωσε ένα 15χρονο κοριτσάκι, την Ηβη Αθανασιάδου. Πώς μπόρεσε; Βέβαια, υπήρξαν και Γερμανοί στρατιωτικοί που ήταν τιμή σου να τους έχεις αντιπάλους».

Αναφέρεται πολύ συχνά στο βιβλίο του, έχει μεγάλη χαρά με την έκδοσή του. (Νομίζω ότι μια - δυο φορές με «τσέκαρε» για να επιβεβαιωθεί ότι το είχα διαβάσει. Η αγωνία του είναι πιο σύνθετη από αυτήν ενός συγγραφέα. Αφησε σημαντικά πράγματα απέξω, μου αναφέρει μερικά από αυτά αλλά επιμένει ότι δεν θα γραφτούν. Απ' όσα μου είπε αντιλαμβάνομαι πως δεν θέλει να δώσει προσωπικό τόνο σε καμία από τις αντιπαραθέσεις της ζωής του). Στα 88 του, ζει σε ένα παλιό αλλά φροντισμένο σπίτι μιας τριώροφης μικρής πολυκατοικίας μαζί με δύο γενιές (κάποια στιγμή πέρασε για λίγο και ο εγγονός του) και εν μέσω φίλων. Αυτό φαίνεται να κέρδισε από τη ζωή του ο Λάκης Σάντας: Φίλους. Οι οποίοι ενδιαφέρονται γι' αυτόν, φρόντισαν τα της έκδοσης του βιβλίου του και του επιφυλάσσουν τώρα και μία έκπληξη. Που δεν θα μπορούσε παρά να έχει σχέση με την Ακρόπολη. (Οχι, μην πάει το μυαλό σας στη σημαία).

Oι σταθμοί του

1922
Στις 22 Φεβρουαρίου γεννιέται στην Πάτρα. Ο πατέρας του ήταν από τη Λευκάδα και η μητέρα του από τη Βυτίνα Αρκαδίας.

1940
Πρωτοετής φοιτητής στη Νομική Αθήνας.

1941
Στις 30 Μαΐου, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο κατεβάζουν την πολεμική γερμανική σημαία από τον Βράχο της Ακρόπολης.

1942
Στις 22 Απριλίου αποφυλακίζεται από του «Αβέρωφ» μαζί με τον Μανώλη Γλέζο.

1943
Συμμετέχει σε πολλές μάχες του ΕΛΑΣ σε Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο.

1944
Μετέχει στα Δεκεμβριανά, επικεφαλής αντάρτικου τμήματος.

1947
Εξορία - Μακρόνησος έως το 1949.

1956
Αρχίζει η περίοδος της σιωπής. Φεύγει στον Καναδά με την αγαπημένη του Κλεοπάτρα και τις δύο κόρες του.

1963
Επιστρέφει στην Ελλάδα.

1984
Η Μελίνα Μερκούρη αναζητεί, ματαίως, τρόπο ανάσυρσης της σημαίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου