Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Κοινωνική δικαιοσύνη στην Ελλάδα, 2008 - 2016


(Sustainable Governance Indicators - SGI) Το προφίλ της χώρας, σύμφωνα με τη νέα μελέτη του 2016
Η Ελλάδα κατατάσσεται ως η χώρα της EE με τη χειρότερη επίδοση ως προς την κοινωνική δικαιοσύνη. Σε όλους τους επί μέρους δείκτες-κριτήρια που συνδιαμορφώνουν τον γενικό δείκτη μας, η χώρα κατατάσσεται ανάμεσα στις πέντε τελευταίες. Σε δύο από αυτούς τους δείκτες (πρόσβαση στην αγορά εργασίας και διαγενεακή δικαιοσύνη) καταλαμβάνει την τελευταία θέση. Στον ειδικό υποδείκτη της φετινής έκδοσης της μελέτης, που αφορά τα τα παιδιά και τη νεολαία, η Ελλάδα έρχεται στην 23η θέση, με βαθμολογία 4,37.
Η κρίση είχε καταστροφικές επιπτώσεις σε ό,τι αφορά τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Τα μέτρα των πακέτων διάσωσης έχουν επιδεινώσει τα κοινωνικά προβλήματα που υπήρχαν ήδη πριν την κρίση. Το ποσοστό των ατόμων που απειλούνται από τη φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό παραμένει εξαιρετικά υψηλό: Τώρα πιά, το 35,7 % του συνολικού πληθυσμού αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού (2015).
Το ποσοστό των παιδιών που αντιμετωπίζουν τον παραπάνω κίνδυνο είναι 37,8 % και των ηλικιωμένων 22,8 %. Από την άποψη της φτώχειας, το χάσμα μεταξύ των μεγαλύτερων σε ηλικία και των νέων έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Οι νέοι πλήττονται σκληρότερα από τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Επιπλέον, το ποσοστό των παιδιών που ζουν κάτω από συνθήκες σοβαρής υλικής στέρησης έχει υπερδιπλασιαστεί: από το 10,4 % 2008 έχει φθάσει στο 25,7 % το 2015.

→ Η μελέτη (pdf, αγγλικά): Social Justice in the EU – Index Report 2016 ←



Για να υπάρχει μια ακμάζουσα και κοινωνικά δίκαιη οικονομία απαιτούνται υψηλά ποσοστά απασχόλησης σε καλές, δίκαια αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Όμως η Ελλάδα βρίσκεται απογοητευτικά κάτω απο αυτό το επίπεδο. Με βαθμολογία 3,32 στο πεδίο της πρόσβασης στην αγορά εργασίας, έρχεται τελευταία μεταξύ των 28 μελών της ΕΕ. Το 2015 μόνον το 50,8 % των Ελλήνων και Ελληνίδων εργάσιμης ηλικίας απασχολούνται, και είναι το χαμηλότερο ποσοστό στο δείγμα μας. Μολονότι το ποσοστό απασχόλησης παρουσιάζει κάποια βελτίωση σε σύγκριση με το 2014, εξακολουθεί να βρίσκεται 10 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το αντίστοιχο ποσοστό του 2008. Στο σύνολο των χωρών της ΕΕ, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία Έλληνες εργαζόμενοι, δηλαδή οι εργαζόμενοι μεταξύ 55-64 ετών, έχουν το μικρότερο ποσοστό μεταξύ των απασχολούμενων, μόλις 34,3 % από αυτούς απασχολούνται. Η αναλογία των γυναικών προς τους άνδρες στο σύνολο της εργασιακής δύναμης είναι επίσης χαμηλή (0,72 το 2015, πράγμα που φέρνει την Ελλάδα 27η στην κατάταξη, δηλαδή προτελευταία). Παρατηρώντας την ελληνική αγορά εργασίας υπό το πρίσμα της ανεργίας, είναι σαφές πόσα πολλά είναι ακόμη αναγκαίο να γίνουν. Το συνολικό ποσοστό ανεργίας, 25,1 % για το το 2015, είναι το υψηλότερο στην ΕΕ. Και πάλι, βλέπουμε μια κάποια μικρή βελτίωση σε σύγκριση με την κορύφωση της ανεργίας το 2013, ωστόσο ο αριθμός των ανέργων εξακολουθεί να είναι πάνω από 15 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος σε σύγκριση με το 2008 και πολύ υψηλότερος από το μέσο όρο του 9,8 % στο σύνολο της ΕΕ. Το μερίδιο των μακροχρόνια ανέργων, δηλαδή εκείνων που βρίσκονται εκτός εργασίας για ένα χρόνο ή και περισσότερο, έχει επίσης βελτιωθεί κάπως, αλλά παραμένει ανησυχητικά υψηλό: 18,3 %. Αυτοί οι μακροχρόνια άνεργοι διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Επιπλέον, πολλοί από αυτούς που απασχολούνται, εργάζονται σε θέσεις προσωρινής απασχόλησης. Και μάλιστα, το 83,3 % των Ελλήνων που απασχολούνται σε προσωρινή εργασία, βρίσκονται εκεί επειδή δεν μπορούν να βρούν μια μόνιμη θέση απασχόλησης. Ομοίως, οι νέοι Έλληνες εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν ένα αβέβαιο μέλλον. Το ποσοστό ανεργίας στους νέους 15 - 24 ετών έχει υπερδιπλασιαστεί σε σύγκριση με το 2008 και φθάνει τώρα στο 49,8 %.
Οι πολιτικές που εφαρμόζονται στην Ελλάδα απέτυχαν επίσης να διασφαλίσουν επαρκώς την κοινωνική συνοχή και τη μή διάκριση. Όσον αφορά τον συντελεστή Gini, ένα μέτρο της εισοδηματικής ανισότητας, η Ελλάδα κατατάσσεται 21η. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει τον δεύτερο υψηλότερο δείκτη ΝΕΕΤ στην ΕΕ. Το 2015, 26,1 % των νέων Ελλήνων μεταξύ 20 και 24 ετών δεν είχαν ούτε απασχόληση ούτε συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία ή σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης. Το ποσοστό αυτό συνέχισε να μειώνεται από την κορύφωσή του στο 31,3 % το 2013, αλλά παραμένει τρομακτικά μακριά από το 15,8 % του 2008. Αν δεν επιλυθεί το παραπάνω πρόβλημα, αυτή η υψηλή συχνότητα εμφάνισης ανενεργών νεαρών ενήλικων απειλεί να αποσταθεροποιήσει σοβαρά τη χώρα μακροπρόθεσμα. Με δεδομένες αυτές τις ήδη φτωχές επιδόσεις, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι κυβερνητικές πολιτικές κοινωνικής ένταξης αξιολογήθηκαν από τους ερευνητές του SGI ως οι χειρότερες επιδόσεις στην ΕΕ (βαθμολογία 3 με άριστα το 10). Οι ειδικοί κρίνουν ότι η αμέλεια «των προηγούμενων κυβερνήσεων να χαράξουν πολιτικές και να λάβουν μέτρα για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, έχουν εγκαταλείψει τους πιο ευάλωτους της ελληνικής κοινωνίας απροετοίμαστους να αντιμετωπίσουν και να αντέξουν τις εππτώσεις της οικονομικής κρίσης».[101]

«Συνολικά, φαίνεται ότι οι διαδοχικές κυβερνήσεις είτε δεν είχαν ολοκληρωμένο σχέδιο για την καταπολέμηση της φτώχειας, είτε δεν αντέδρασαν έγκαιρα στον αυξανόμενο κοινωνικό αποκλεισμό».[102] Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης και η Ορθόδοξη Εκκλησία έχουν εντατικοποιήσει το φιλανθρωπικό έργο τους και η «παραδοσιακά διευρυμένη ελληνική οικογένεια, η οποία συχνά περιλαμβάνει στους κόλπους της πάνω από τρεις γενιές και έτσι λειτουργεί ως δεξαμενή κοινών οικονομικών πόρων, χρησιμεύει ως λύση έσχατης ανάγκης για τους φτωχούς και τους κοινωνικά αποκλεισμένους».[103]
Οι πολιτικές μη διάκρισης στην Ελλάδα είχαν μόνον κάπως καλύτερες επιδόσεις, και η χώρα κατατάσσεται στην 19η θέση με βαθμολογία 6. Οι εμπειρογνώμονες επισημαίνουν ότι, αν και έχουν νομοθετηθεί μέτρα προστασίας τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο επίπεδο της ΕΕ, η «νομοθεσία κατά των διακρίσεων σπάνια εφαρμόζεται».[104] Ωστόσο,υπάρχουν λόγοι για αισιοδοξία, μετά «την άνοδο στην εξουσία ενός ισχυρού κόμματος της αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ, ...το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2015, όταν στην Ελλάδα συνέβη τεράστια εισροή προσφύγων από την Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν (210.000 πρόσφυγες έφθασαν ή πέρασαν από την Ελλάδα μόνον τον μήνα Οκτώβριο), παρατηρήθηκε το αντίθετο των ρατσιστικών διακρίσεων, δηλαδή ανοχή, αλληλεγγύη και υποστήριξη στους ξένους».[105]
Επίσης η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία από την άποψη της διαγενεακής δικαιοσύνης. Η χώρα είναι μια από τις πιό «γερασμένες» δημογραφικά χώρες της ΕΕ και επίσης κουβαλά στην πλάτη της το υψηλότερο ποσοστό δημόσιου χρέους (178,4 % του ΑΕΠ). Παρά το γεγονός ότι τα δημοσιονομικά ελείμματα έχουν μειωθεί μέσω της εφαρμογής σκληρών πολιτικών λιτότητας, το επίπεδο του χρέους παραμένει απογοητευτικά υψηλό. Τα δημοσιονομικά βάρη που φορτώνονται στην πλάτη των σημερινών νέων, καθώς και στις μελλοντικές γενιές, είναι λοιπόν τεράστια. Την ίδια στιγμή, οι επενδύσεις στην έρευνα και στην ανάπτυξη - ζωτικής σημασίας για μια μελλοντική οικονομική άνοδο - είναι πολύ χαμηλές (0,8 % του ΑΕΠ).

Σημειώσεις:
[101] Sotiropoulos, Featherstone and Karadag (2016), στο www.sgi-network.org.
[102] Στο ίδιο
[103] Στο ίδιο
[104] Στο ίδιο
[105] Στο ίδιο




Σχολιασμός της αποσιώπησης από τα ελληνικά ΜΜΕ και της αδιαφορίας που καταγράφεται γενικά στη δημόσια σφαίρα και ιδίως στον ακαδημαϊκό χώρο και τους Έλληνες «διανοούμενους» (πλην μεμονωμένων εξαιρέσεων) για τις πιο ουσιαστικές πτυχές της κοινωνικής ανισότητας και τη χαμηλή κοινωνική συνοχή στην Ελλάδα


[...] Και στην Ελλάδα, γνωρίσαμε για 2-3 δεκαετίες δύο από τα καθολικά διακριτικά γνωρίσματα των απανταχού νεοφιλελευθερισμών: Τόσο την παροδική, μη διατηρήσιμη στήριξη σε (και προς) ανερχόμενα μεσοαστικά στρώματα, ελευθεροεπαγγελματικά αλλά και «αριστοκρατίες μισθωτών», όσο και την έμμονη φιλο-κυκλική πολιτική άτακτης συσσώρευσης και πολιτικά υποβοηθούμενης διόγκωσης ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων, κινητών και ακίνητων, δηλαδή τις τυπικές νεοφιλελεύθερες φούσκες.
Με μόνη διαφορά ότι εδώ στο Νότο, όλα αυτά επιχορηγήθηκαν με δημόσιο δανεισμό και με τερατώδη υποφορολόγηση των μεγαλομεσαίων στρωμάτων και με την αντίστροφα αναδιανεμητική υπερτροφοδότηση των «ευγενών» μισθωτών συνιστωσών τους μέσω ειδικών μισθολογίων και συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Δηλαδή, και στις δύο περιπτώσεις, με ληστεία εις βάρος του μη εξασφαλισμένου τομέα των συνήθων μισθωτών (τυπικών ή «άτυπων») που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα [...]





από aftercrisis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου