Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Γιώργος Κοτζιούλας «Θα μιλήσω για τον Άρη όπως τον γνώρισα εγώ»

Ο Γιώργος Κοτζιούλας έγραψε τις αναμνήσεις του για τον Άρη Βελουχιώτη στο βιβλίο του Όταν ήμουν με τον Άρη. Στον πρόλογο εξηγεί τους λόγους που τον ώθησαν να μιλήσει για τον « πρωτοστάτη της ανταρτοσύνης» ένα χρόνο μετά το θάνατό του.
«Γράφοντας τα παρακάτω εκπληρώνω μια υποχρέωση, ένα μνημόσυνο για το χτεσινό μας αρχηγό, για το μεγάλο μου φίλο» σημειώνει ο Κοτζιούλας.
Παρατίθενται ο...
πρόλογος και το πρώτο κεφάλαιο:
«Κοντεύει να κλείσει πια ένας χρόνος από τότε που μαθεύτηκε ο σκοτωμός του Άρη.
Στην αρχή κανένας δε θέλησε να πιστέψει το απαίσιο μαντάτο. Για βδομάδες και μήνες έλεγαν πως θα ήταν ψέμα, θα είχε γίνει λάθος` ίσως επίτηδες το έγραψαν οι φημερίδες για να κρύψουν τη διαφυγή του στο εξωτερικό ή κάτι τέτοιο. Ήταν των αδυνάτων αδύνατο να σκοτωθεί ο Άρης, ο πρωτοστάτης της ανταρτοσύνης. Τόσο πολύ τον είχε πιστέψει ο λαός, είχε συνδέσει τ’ όνομά του με την ιδέα της παλικαριάς, με το μεγαλείο του αγώνα.
Και όμως το φριχτό μήνυμα επιβεβαιώθηκε με τον καιρό. Ήταν αλήθεια: ο Άρης είχε σκοτωθεί! Το είπαν άνθρωποι που πολέμησαν ως τα τελευταία μαζί του. Άλλοι είχαν ιδεί με τα μάτια τους το κομμένο κεφάλι του. Και όλοι πια άρχισαν να δέχονται το θάνατό του σαν ένα γεγονός. Μονάχα λίγοι πιστοί, φανατικοί λάτρες του, που τον γνώρισαν από κοντά, ή τον άκουγαν από μακρυά, μόνο αυτοί δεν εννοούν ακόμα να το παραδεχτούν. Γι’ αυτούς ο Άρης ζει ακόμα. Οι ήρωες, οι υπεράνθρωποι δεν πεθαίνουν σαν τους άλλους ανθρώπους.

Στο μεταξύ, γύρω από το πρόσωπο του σκοτωμένου αρχηγού άναψε μια φοβερή πολεμική από μέρος της αντίδρασης που, για να πούμε το σωστό, πάντα τον είχε καρφί στο μάτι της τον Άρη. Πόσα δεν έγραψαν με φαρμακερό μελάνι, πόσα δεν αλύχτησαν γι’ αυτόν οι εχτροί του, κι όταν ακόμα ζούσε κι ύστερα απ’ το θάνατο του. Συγκεντρώνουν απάνω του τα πυρά, γιατί ξέρουν πως αυτός αντιπροσώπευε την επανάσταση καλύτερα από κάθε άλλον, σαν αρχηγός του λαϊκού στρατού μας στα βουνά.
Οι φίλοι τον λατρεύουν. Οι αντίπαλοι τον αναθεματίζουν. Τ’ όνομά του απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ. Τον ξέρουν γέροι και παιδιά, έγινε το θιάμασμα των γυναικών. Έκανε τόσους ανθρώπους να δακρύσουν, από χαρά, από συγκίνηση, από περηφάνια. Και οι αντίθετοι τον παρουσιάζουν σαν άσπλαχνο κακούργο, σαν έναν ματοβαμμένο αρχιληστή. Το μίσος κ’ η χολή τους δεν ξεθύμαναν ούτε με το θάνατό του.
Τι νάταν απ’ όλ’ αυτά ο Άρης Βελουχιώτης;
Πώς φερνόταν σαν άνθρωπος, τι γνωρίσματα είχε; Αξίζει πραγματικά να γίνεται τόσος λόγος γι’ αυτόν; Πώς δικαιολογείται ο φωτοστέφανος, ο θρύλος που τον τύλιξε από τόσο νωρίς;
Στα παραπάνω ρωτήματα αισθάνθηκα πως είχα χρέος ν’ απαντήσω κι εγώ, αφού μου δόθηκε η σπάνια τύχη να τον γνωρίσω από σιμά και μάλιστα να συνδεθώ μαζί του. Το κάνω και για τους φίλους που θέλουν ν’ απαθανατιστεί μια τέτια φυσιογνωμία, μα, και για όσους δεν αποκρυστάλλωσαν αντίληψη γι’ αυτόν, με το να τον ξέρουν μόνο από διαδόσεις κι αφηγήσεις.
Γράφοντας τα παρακάτω εκπληρώνω μια υποχρέωση, ένα μνημόσυνο για το χτεσινό μας αρχηγό, για το μεγάλο μου φίλο. Μα απ’ την άλλη μεριά έχω τη συναίσθηση πως προσφέρω και μερικά στοιχεία για την αυριανή του ιστορία.
Δεν πρόκειται να μιλήσω για τη στρατιωτική του δράση ούτε για την πολιτική πλευρά του. Αυτά δε με αφορούν. Άλλοι τα κατέχουν καλύτερα. Εγώ θα διηγηθώ αναμνήσεις μου, καθημερινά επεισόδια ή συνομιλίες, όπως μούρχονται στο νου. Θα προσπαθήσω να δώσω μια εικόνα του ανθρώπου , όσο γίνεται πιστή.
Σ’ αυτό δε θα παρασυρθώ ούτε απ’ το σύνδεσμό μου μ’ εκείνον ούτε απ’ τις πολιτικές μου πεποιθήσεις. Φρονώ πως η αλήθεια, όταν λέγεται καθαρή, ποτέ δε ζημιώνει. Αν το γραφτό μου δεν έχει άλλη αξία, κανένας ας μην του αρνηθεί τουλάχιστον την αξιοπιστία.
Θα μιλήσω για τον Άρη όπως τον γνώρισα εγώ, με απόλυτη ειλικρίνεια.
ΠΩΣ ΠΡΩΤΑΚΟΥΣΤΗΚΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ
Εκεί απάνου στ’ απόκεντρα Τζουμέρκα, όπου βρέθηκα κι εγώ αποκλεισμένος το δεύτερο χειμώνα της σκλαβιάς, δεν είχαμε επικοινωνία ταχτική με τις πόλεις ούτ’ ερχόταν ακόμα παράνομος τύπος για να μαθαίνουμε τι γίνεται και παραπέρα.
Τ’ όνομα του Άρη το πρωτακούσαμε Πρωτοχρονιά του 42.
Τότε βγήκε η πρώτη αντάρτικη ομάδα της περιοχής μας, οι πρώτοι Ελασίτες με τον καπετάν Τζαβέλα. Την παραμονή του νέου χρόνου σκότωσαν έναν προδότη από γειτονικό χωριό, που κατατυραννούσε την περιφέρεια και τον μισούσαν όλοι εκεί γύρω. Γι’ αυτό οι αντάρτες έγιναν δεχτοί με ανυπόκριτο ενθουσιασμό απ’ τους χωριάτες, επειδή [τους] γλύτωσαν από έναν πράχτορα των Ιταλών που η παρουσία του ήταν ένας εφιάλτης για όλους.
Στην αυθόρμητη συγκέντρωση που έγινε με το πέρασμα των ανταρτών, ο αρχηγός μάς μίλησε στο μεσοχώρι για τους σκοπούς του ΕΑΜ ( τότε τ’ άκουγαν κι αυτό οι περσότεροι, εξόν από μας τους λίγους, τους μυημένους να πούμε). Θέλοντας έπειτα να δείξει πως η κίνηση αυτή δεν είχε περιορισμένο χαρακτήρα, παρά απλωνόταν σε όλη τη σκλαβωμένη χώρα, προπάντων στ’ απροσκύνητα βουνά, είπε τα εξής:
– Ολούθε ξεπρόβαλαν αντάρτες. Τα γενναία Ελληνόπουλα, οι απόγονοι του Εικοσιένα, βγήκαν πάλι στο κλαρί. Νέα κλεφτουριά σχηματίζεται, αλλά με καινούργιες βάσεις, με οργάνωση και πειθαρχία. Από τα βουνά του Ραντοβιζιού ως πέρα στ’ Άγραφα και στη Γκιώνα κι ακόμα μακρύτερα, δημιουργείται ο καινούργιος στρατός μας, όλο από εθελοντές. Άναψε πάλι το ντουφέκι, ξαναζεί το κλέφτικο των προγόνων μας. Ο Άρης στον Παρνασσό, ο Ερμής στο Καρπενήσι…
Αυτοί είχαν πρωτοβγεί ως τότε απ’ τη Ρούμελη την ανταρτομάνα. Ο Όλυμπος , η Μακεδονία ήταν πολύ μακριά από μας και δε μπορούσαμε να ξέρουμε τι γίνεται κειπέρα. Γι’ αυτό κι ο καπετάνιος μας ανάφερε μόνο δυο γνωστά του ονόματα, που είχαν προηγηθεί απ’ αυτόν στην κοινή δράση,
Η εύηχη δισύλλαβη ονομασία δεν άργησε ν’ ακουστεί και πάλι στα βουνά μας, λίγο αργότερα, με το κατόρθωμα του Γοργοπόταμου. Είναι γνωστό πως η επιχείρηση αυτή, που έγινε σε απόλυτη τότε συνεργασία με τους Άγγλους αξιωματικούς, οφείλεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της στην παρουσία του Άρη και των γενναίων συντρόφων του.
Και η φήμη άρχισε από τότε να τον παίρνει στα φτερά της:
– Σπουδαίος θάναι αυτός ο Άρης! λέγαν οι χωριάτες ο ένας με τον άλλον.
Και οι αντάρτες καμάρωναν:
– Τέτια παλικάρια βγάζει ο λαός.
Αλλά κανένας δεν ήξερε ακόμα την ταυτότητά του.
– Άκουσα πως είναι ταγματάρχης, έλεγε ο ένας.
– Μου φαίνεται πως σπούδασε στη Μόσχα πρόσθετε ο άλλος.
Τους άρεσε να τον φαντάζονται για σπουδαίο επαναστάτη, μα και γι’ άνθρωπο των όπλων. Το ένοπλο κίνημα ζητούσε τον ηγέτη του, οι αντάρτες ήθελαν τον αρχηγό τους.
Πέρασε η άνοιξη, έμπαινε το καλοκαίρι. Δεν είχε σχηματιστεί ακόμα η Μεραρχία Ηπείρου. Ήταν ένα μεγάλο συγκρότημα με έδρα Πράμαντα – Μελισσουργούς. Τότε έγινε στα βουνά της Πίνδου και το Α’ Πανθεσσαλικό Συνέδριο. Από τους δικούς μας είχε πάει εκεί ο στρατηγός Ν.
Γύρισε από το συνέδριο ενθουσιασμένος. Μου διηγόταν τις εντυπώσεις του για τον Ιωακείμ Κοζάνης, για τα στελέχη των αρχηγείων μας, για τους ξένους αντιπροσώπους.
– Κρίμα που δεν ήσουν κι εσύ. Πέρασα νύχτα από δω, αλλιώς θα σ’ έπαιρνα μαζί μου…
Εντύπωση προπάντων του είχε κάμει ο Καραγιώργης, που οργάνωνε τότε το αντάρτικο της Θεσσαλίας.
– Και ο Άρης; τον ρώτησα
Ο στρατηγός σκέφτηκε λίγο:
– Από ρητορική δε διακρίνεται και τόσο. Αλλά έχει θέληση, πυγμή. Φαίνεται άνθρωπος επιβολής. Θ’ αξίζει για να τον έχουν εκεί…
Εννοούσε το Γενικό Στρατηγείο, όπου ο Άρης είχε το αξίωμα του καπετάνιου. Αλλά κι ο ίδιος δεν ήξερε ακόμα με ποιον είχε να κάμει.
– Από στρατιωτικά που μιλήσαμε, καταλαβαίνει καλά. Φαίνεται γι’ ανώτερος αξιωματικός, ίσως του πυροβολικού.
Άλλοι έλεγαν πως είχε λάβει μέρος στον ισπανικό πόλεμο. Μα θα είχε λόγους να κρύβει ακόμα τ’ όνομά του.
Στο μεταξύ από στόμα σε στόμα διαδόθηκε ως τα χωριά μας κι ένα περιστατικό που έδειχνε καλά τι ήταν ο Άρης.
Όταν το χειμώνα του 42 κατέβηκε ο Άρης απ’ τη Ρούμελη για να σμίξει το Ζέρβα που είχε στήσει το λημέρι του στα χωριά του Ραντοβιζιού κι ο δεύτερος καλού κακού, υποχωρώντας στρατηγικά, έφτασε στο μοναστήρι της Ρουβέλιστας, δίπλα απ’ το Βελεντζικό, (πέρασα αργότερα κι ο ίδιος από κει), όπου περίμενε οχυρωμένος τον – ανάλογα με τα σημάδια – συνεργάτη ή αντίπαλό του, ο Άρης, λέμε, είχε τότε μαζί του καμιά τετρακοσαριά οπλοφόρους. Τον είχαν ακολουθήσει αυθόρμητα. Μα οι περσότεροι απ’ αυτούς ήταν ξυπόλυτοι και πεινασμένοι. Το αντάρτικο δεν είχε ακόμα πόρους, βρισκόταν στα πρώτα του βήματα.
Εκεί λοιπόν που περνούσαν από τα χωριά, κάποιος απ’ αυτούς τους ξενηστικωμένους πήρε μια κότα από ένα χωριάτη και την έφαγε μοναχός του, χωρίς να ρωτήσει κανέναν. Αντάρτης δεν ήταν; Πεινούσε, τι νάκανε! Ποτέ του δε φανταζόταν πως θα γίνει ζήτημα για ένα κοτόπουλο, ένα τσιροπούλι.
Και όμως η πράξη του αυτή μαθεύτηκε , δεν ξέρω πώς. Ο χωριάτης κάπου το ανάφερε, ίσως να παραπονέθηκε, αλλά χωρίς να φαντάζεται τις συνέπειες. Μόλις το έμαθε ο Άρης , κάλεσε το χωριάτη μπροστά του.
– Τον γνωρίζεις, του λέει, αυτόν που σούκλεψε την κότα;
– Άμα τον ιδώ, καπετάνιε μ’…
– Εγώ θα φέρω όλους τους αντάρτες εδώ και θα τους κοιτάξεις έναν έναν. Πρόσεξε όμως. Αν μου πεις ψέματα, θα το πληρώσεις με το κεφάλι σου.
Ο χωριάτης τα χρειάστηκε, μα τι να κάμει. Είχε εκτεθεί πια.
Ο Άρης αράδιασε τους οπαδούς του κι ο ένοχος βρέθηκε.
– Τι τον έκαμε; θα ρωτήστε.
Την απάντηση θα σας τη δώσω με το στόμα ενός καθοδηγητή μας εκεί πέρα, που άμα έβλεπε καμιά μικροπαράβαση από νεοσύλλεχτο, μεγαλοποιώντας το φταίξιμό του, ακούγονταν να φοβερίζει:
– Τι να σας κάμω! Έπρεπε νάχουμε δω τον Άρη. Αυτός ξέρει και τιμωρεί. Για μια κότα, μωρέ,- καταλαβαίνεις; για μια κότα έσφαξε άνθρωπο, και μάλιστα πεινασμένο. Τούκοψε το λαρύγγι και σπαρταρούσε καταγής, μπροστά στους άλλους…
Ίσως αυτό να μην έγινε έτσι, αποκλείεται πάντως να τον σκότωσε ιδιόχειρα ο Άρης, μα η σκληρή τιμωρία διαδόθηκε παντού κι αναφερόταν πια σαν παράδειγμα.
Όχι, ο Άρης δε χαριζόταν σε κανέναν, ούτε σ’ εχτρό, ούτε σε φίλο.
Οι αντάρτες δεν είχαν δικαίωμα ν’ απλώνουν το χέρι τους εδώ κι εκεί με το έτσι θέλω.
Ο λαός έπρεπε να το νιώσει μια για πάντα πως οι αντάρτες είχαν βγει για να τον ξεσκλαβώσουν, να του βγάλουν τα δεσμά, όχι να του αρπάξουν κι εκείνο το λίγο που όριζε.
Αυτή την έννοια είχε η καταδίκη του άμυαλου αντάρτη και μ’ αυτό το πνεύμα τη δέχονταν, την επιδοκίμαζαν όλοι, όσο σκληρή κι αν φαινόταν στην αρχή.
Οι Ελασίτες έπρεπε να συνηθίσουν στην πειθαρχία, ν’ αφήσουν τα παλιά τους. Η ασυδοσία, το ρεμπελιό, ήταν για τους άλλους. Εμείς έπρεπε να γίνουμε υπόδειγμα στρατού, στήριγμα και καμάρι του λαού, όχι μπουλούκι από νταήδες, μάστιγες της υπαίθρου.
Έτσι έμαθαν ν’ ακούν οι αντάρτες τον Άρη. Τον σέβονταν από μακριά και μαζί τον φοβούνταν, χωρίς να τον έχουν ιδεί. Χωρίς αυτή την επιβολή δε μπορούσε να σταθεί ούτε μια μέρα επικεφαλής ατίθασων στοιχείων.
« Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου…»


(έχει διατηρηθεί η ορθογραφία και η σύνταξη του συγγραφέα)
Γ. Κοτζιούλα, Όταν ήμουν με τον Άρη, αναμνήσεις. Επιμέλεια κειμένου Κώστας Κουλουφάκος, Θεμέλιο 1974, 2η έκδοση

"atexnos"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου