Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Βρίσκεται στο τέλος του ο “προοδευτικός κύκλος” της Νότιας Αμερικής;

Tου Κλάουντιο Κατς

Το 2015 τελείωσε με σημαντικές επιτυχίες της Δεξιάς στη Νότια Αμερική. Ο Μαουρίτσιο Μάκρι εκλέχτηκε πρόεδρος στην Αργεντινή, η αντιπολίτευση κέρδισε την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο της Βενεζουέλας και η Βίλμα Ρούσεφ διώκεται ανελέητα από τη δικαιοσύνη στη Βραζιλία. Υπάρχει επίσης η εκστρατεία των συντηρητικών στο Εκουαδόρ και μένει να δούμε εάν ο Έβο Μοράλες θα λάβει νέα εντολή στη Βολιβία.[1][Δεν την έλαβε –σ.τ.μ.]

Ποιος είναι ο χαρακτήρας της τρέχουσας περιόδου στην περιοχή; Έφτασε στο τέλος της η περίοδος κατά την οποία οι κυβερνήσεις αποστασιοποιήθηκαν από τον νεοφιλελευθερισμό; Η απάντηση απαιτεί την περιγραφή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της τελευταίας δεκαετίας.

Αιτίες και αποτελέσματα

Ο προοδευτικός κύκλος στηρίχτηκε σε λαϊκές εξεγέρσεις που ανέτρεψαν τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις (Βενεζουέλας, Βολιβίας, Εκουαδόρ και Αργεντινής) ή υπέσκαψαν τη συνέχειά τους (στη Βραζιλία και την Ουρουγουάη). Αυτές οι εξεγέρσεις τροποποίησαν το συσχετισμό δυνάμεων, αλλά δεν άλλαξαν τη θέση της Νότιας Αμερικής στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Αντιθέτως, σε μια δεκαετία ανόδου των τιμών των πρώτων υλών όλες οι χώρες ενίσχυσαν τη θέση τους ως εξαγωγείς πρωτογενών προϊόντων.

Οι δεξιές κυβερνήσεις (του Σεμπάστιαν Πινιέρα στη Χιλή, των Άλβαρο Ουρίμπε-Χουάν Μανουέλ Σάντος στην Κολομβία, των Βισέντε Φοξ- Ενρίκε Πένια Νέτο στο Μεξικό) χρησιμοποίησαν την πληθώρα ξένου συναλλάγματος για να σταθεροποιήσουν το μοντέλο που βασιζόταν στην ανοικτή οικονομία, το ελεύθερο εμπόριο και τις ιδιωτικοποιήσεις. Οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις (των Νέστορ και Κριστίνα Κίρχνερ στην Αργεντινή, των Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα- Ντίλμα Ρούσεφ στη Βραζιλία, των Ταμπαρέ Βάσκες-Χοσέ “Πέπε” Μουχίκα στην Ουρουγουάη και του Ραφαέλ Κορέα στο Εκουαδόρ) προώθησαν την αυξημένη εσωτερική κατανάλωση, τις επιδοτήσεις στους εγχώριους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων και τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας. Οι ριζοσπάστες πρόεδροι (Ούγο Τσάβες-Νικολάς Μαδούρο στη Βενεζουέλα, Έβο Μοράλες στη Βολιβία) εφάρμοσαν μοντέλα ουσιαστικότερης αναδιανομής εισοδήματος και ήλθαν σε οξεία σύγκρουση με τις άρχουσες τάξεις.

Η αφθονία δολαρίων, ο φόβος νέων εξεγέρσεων και η επίδραση της επεκτατικής πολιτικής στην περιοχή οδήγησαν στην αποφυγή των μεγάλων νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων που κυριάρχησαν σε άλλες περιοχές του κόσμου. Οι κλασικές κακοποιήσεις που είχαν υποστεί στο παρελθόν οι χώρες του Νέου Κόσμου μεταφέρθηκαν στη Γηραιά Ήπειρο, στην Ευρώπη. Η χειρουργική επέμβαση στην Ελλάδα δεν έχει παραλληλισμό με τη Λατινική Αμερική της τελευταίας δεκαετίας ούτε βιώσαμε την οικονομική αγωνία της Πορτογαλίας, της Ισλανδίας ή της Ιρλανδίας.

Αυτή η ανακούφιση ήταν επίσης αποτέλεσμα της ήττας του σχεδίου για τη Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας και Νότιας Αμερικής (FTAA). Το σχέδιο για τη δημιουργία μιας ηπειρωτικών διαστάσεων περιοχής ελεύθερου εμπορίου αναστάλθηκε και αυτό άνοιξε το δρόμο για μια παραγωγική ανάπαυλα και για βελτιώσεις στον τομέα του κοινωνικού κράτους.[2]

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας αυτής, σημειώθηκε σημαντικός περιορισμός των παρεμβάσεων των ΗΠΑ. Οι πεζοναύτες και ο Πέμπτος Στόλος συνέχισαν τις επιχειρήσεις τους, αλλά δεν διεξήγαγαν τις επεμβάσεις που χαρακτηρίζουν την πολιτική της Ουάσιγκτον. Αυτός ο περιορισμός επιβεβαιώθηκε με την παρακμή του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών. Με το ότι το υπουργείο Αποικιών έχασε την επιρροή του, ενώ νέοι οργανισμοί (UNASUR, CELAC) παρενέβαιναν στις μείζονες συγκρούσεις (όπως στην Κολομβία).

Η αναγνώριση της Κούβας από τις ΗΠΑ αντανακλούσε αυτή τη νέα κατάσταση. Επί 53 χρόνια οι ΗΠΑ δεν μπόρεσαν να κατατροπώσουν το νησί. Επέλεξαν λοιπόν τις διαπραγματεύσεις και τη διπλωματία, ελπίζοντας να αποκαταστήσουν την εικόνα τους και να ξανακερδίσουν την ηγεμονία στην περιοχή.

Αυτή η προσεκτική προσέγγιση εκ μέρους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ έρχεται σε έντονη αντίθεση με το μένος του σε άλλα μέρη του κόσμου. Για να υπογραμμίσουμε τη διαφορά, αρκεί να παρατηρήσουμε τη συνέχιση των σφαγών στον αραβικό κόσμο όπου το Πεντάγωνο διασφαλίζει τον αμερικανικό έλεγχο του πετρελαίου, καταστρέφοντας κράτη και στηρίζοντας κυβερνήσεις που συντρίβουν δημοκρατικά κινήματα. Στη Νότια Αμερική της εν λόγω δεκαετίας, δεν υπήρξε τίποτε παρόμοιο μ' αυτή η καταστροφή (ή με τους πολέμους λεηλασίας της Αφρικής).

Ο προοδευτικός κύκλος έδωσε τη δυνατότητα για δημοκρατικές κατακτήσεις και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις (Βολιβία, Βενεζουέλα, Εκουαδόρ) εισάγοντας δικαιώματα που τα αρνούνταν επί δεκαετίες οι άρχουσες τάξεις. Και επιδείχθηκε πολύ μεγαλύτερη ανοχή προς τις κοινωνικές διαμαρτυρίες. Από αυτή την άποψη, η αντίθεση με τα καταπιεστικά καθεστώτα (Κολομβίας και Περού) ή με κυβερνήσεις που χρησιμοποιούσαν τον πόλεμο κατά των ναρκοβαρόνων για να τρομοκρατούν τον πληθυσμό (Μεξικό) είναι πολύ έντονη.

Η προοδευτική περίοδος περιλάμβανε επίσης την ανάκαμψη των αντιιμπεριαλιστικών ιδεολογικών παραδόσεων. Αυτή η επανιδιοποίηση ήταν ορατή στους εορτασμούς των δύο αιώνων ανεξαρτησίας, που τώρα έχει επικαιροποιηθεί ως η ατζέντα της Δεύτερης Ανεξαρτησίας. Σε ορισμένες χώρες αυτή η ατμόσφαιρα συνέβαλε στην επανεμφάνιση του σοσιαλιστικού ορίζοντα.

Ο προοδευτικός κύκλος είχε ως συνέπεια μετασχηματισμούς που έλκυσαν τη διεθνή εκτίμηση εκ μέρους των κοινωνικών κινημάτων. Η Νότια Αμερική έγινε σημείο αναφοράς σε λαϊκά προγράμματα.

Όμως, τώρα έχουν έλθει στην επιφάνεια τα όρια των αλλαγών που έλαβαν χώρα σ' αυτό το στάδιο.

Αποτυχίες στην περιφερειακή οικονομική ολοκλήρωση

Κατά τη διάρκεια του 2015 οι εξαγωγές της Λατινικής Αμερικής μειώθηκαν για τρίτο συνεχές έτος. Η επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης στην Κίνα, η μικρότερη ζήτηση για βιοκαύσιμα και η επιστροφή της κερδοσκοπίας στους χρηματοπιστωτικούς τίτλους υποβαθμίζουν την αγοραία αξία των πρώτων υλών.

Η πτώση των τιμών θα ενισχυθεί εάν συνυπάρξει το σχιστολιθικό με το παραδοσιακό πετρέλαιο και αν αναπτυχθούν άλλες πηγές που θα υποκαταστήσουν τους βασικούς πόρους. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο καπιταλισμός αναπτύσσει νέες τεχνικές για να αντιδράσει στην άνοδο των τιμών των πρώτων υλών. Αυτές οι τάσεις έχουν τη δυναμική να υπονομεύσουν σοβαρά όλες τις λατινοαμερικάνικες οικονομίες που βασίζονται στις εξαγωγές αγροτικών και μεταλλευτικών προϊόντων.

Η μειούμενη οικονομική μεγέθυνση επιβεβαιώνει τις δυσκολίες της νέας κατάστασης. Όσο το δημόσιο χρέος είναι χαμηλότερο από ό,τι στο παρελθόν, οι παραδοσιακές οικονομικές καταρρεύσεις δεν αποτελούν ακόμη αιτία ανησυχίας. Όμως, οι δημοσιονομικοί πόροι μειώνονται και το περιθώριο για άσκηση αναπτυξιακής πολιτικής προκειμένου να αναζωογονηθεί η οικονομία στενεύει.

Ο προοδευτικός κύκλος δεν κατόρθωσε να αλλάξει την ευάλωτη θέση όλης της περιοχής. Αυτή η αδυναμία συνεχίζεται με την επέκταση των συμφωνιών για πρώτες ύλες εις βάρος της ολοκλήρωσης και της παραγωγικής διαφοροποίησης. Τα σχέδια συνεργασίας των χωρών της Νότιας Αμερικής υπερκεράστηκαν και πάλι μέσω των εθνικών εξαγωγικών δραστηριοτήτων που προωθούν την εμπορική βαλκανιοποίηση και την επιδείνωση των βιομηχανικών διαδικασιών.

Μετά την αποτροπή της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου Βόρειας και Νότιας Αμερικής (FTAA), ελήφθησαν πολλές πρωτοβουλίες για τη δημιουργία κοινών δομών σε όλη την περιοχή. Συμπεριλάμβαναν κοινούς στόχους εκβιομηχάνισης, κυκλώματα ενέργειας και δίκτυα επικοινωνιών. Αλλά αυτά τα προγράμματα έμεναν πίσω χρόνο με το χρόνο.

Η περιφερειακή τράπεζα, το αποθεματικό ταμείο και το συντονισμένο σύστημα νομισματικών ανταλλαγών δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Οι κανόνες για την ελαχιστοποίηση της χρήσης του δολαρίου στις εμπορικές συναλλαγές και η προτεραιότητα των σχεδίων περιφερειακών υποδομών έμειναν στα χαρτιά.

Δεν ενεργοποιήθηκε η συντονισμένη προστασία έναντι της πτώσης των τιμών των εξαγωγών. Κάθε κυβέρνηση επέλεξε να διαπραγματευτεί με τους δικούς της πελάτες, βάζοντας στο ράφι τα σχέδια για τη δημιουργία ενός περιφερειακού μπλοκ.

Αυτή η αδυναμία εκφράζεται με το πάγωμα της Τράπεζας του Νότου. Εμποδίστηκε κυρίως από τη Βραζιλία, που προωθεί αντ' αυτής τη δική Τράπεζα Κοινωνικής και Οικονομικής Ανάπτυξης [3] και επίσης την τράπεζα των BRICS. Η απουσία κάποιου κοινού χρηματοπιστωτικού θεσμού υπονόμευσε τα προγράμματα συναλλαγματικής σύγκλισης και ένα κοινό νόμισμα.

Οι διαπραγματεύσεις με την Κίνα αποκαλύπτουν το ίδιο περιφερειακό ρήγμα. Κάθε κυβέρνηση υπογράφει μονομερείς συμφωνίες με την ασιατική δύναμη που μονοπωλεί τις αγορές πρώτων υλών, τις πωλήσεις βιομηχανικών αγαθών και την παροχή πιστώσεων.

Η Κίνα δίνει προτεραιότητα σε συμφωνίες για πρωτογενή προϊόντα και τσιγκουνεύεται στη μεταφορά τεχνολογίας. Την ασυμμετρία που έχει εγκαθιδρύσει μ' αυτήν την περιοχή την ξεπερνά μόνο η υποταγή που επιβάλλει στην Αφρική.

Οι συνέπειες αυτής της ανισότητας άρχισαν να γίνονται αισθητές το περασμένο έτος, όταν η Κίνα μείωσε την επέκταση και τα αποκτήματά της στη Λατινική Αμερική. Επιπλέον, άρχισε να υποτιμά το γουάν προκειμένου να αυξήσει τις εξαγωγές της και να προσαρμόσει την συναλλαγματική της ισοτιμία στις αναγκαιότητες ενός παγκόσμιου νομίσματος. Αυτά τα μέτρα ανέδειξαν τη θέση της ως πηγής φθηνών εμπορευμάτων στη Νότια Αμερική.

Μέχρι στιγμής, η Κίνα έχει επεκταθεί χωρίς να επιδεικνύει γεωπολιτικές ή στρατιωτικές φιλοδοξίες. Κάποιοι αναλυτές ταυτίζουν αυτή τη συμπεριφορά με φιλικές πολιτικές προς την περιοχή. Άλλοι βλέπουν σ' αυτή μια νεοαποικιακή στρατηγική ιδιοποίησης φυσικών πόρων. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση της εξάρτησης των χωρών της Νότιας Αμερικής από τις εξαγωγές πρώτων υλών.

Αντί της δημιουργίας έξυπνων διασυνδέσεων με τον ασιατικό γίγαντα ως αντίβαρο στη βορειοαμερικανική κυριαρχία, οι προοδευτικές κυβερνήσεις επέλεξαν τη χρέωση και τον εμπορικό περιορισμό. Στην UNASUR (Ένωση των Νοτιοαμερικανικών Κρατών) ή τη CELAC (Κοινότητα των Λατινοαμερικανικών Κρατών και των Κρατών της Καραϊβικής) δεν έγινε ποτέ συζήτηση για το πώς θα διαπραγματευτούν με την Κίνα ως μπλοκ, προκειμένου να υπογράψουν πιο ισότιμες συμφωνίες.

Οι αποτυχίες στον τομέα της ολοκλήρωσης εξηγούν τη νέα ορμή που έχει δοθεί στην Εμπορική Συμφωνία των Χωρών του Ειρηνικού. Επανεμφανίζονται οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με μια ένταση που ανταγωνίζεται μόνο τη μείωση της νοτιοαμερικανικής συνοχής. Οι ΗΠΑ έχουν σκοπούς πολύ πιο σαφείς από την εποχή της FTAA. Προωθούν μια συμφωνία με την Ασία (TPP) και άλλη μία με την Ευρώπη (TTIP)[4] προκειμένου να διασφαλίσουν την υπεροχή τους σε στρατηγικούς τομείς ( στα ερευνητικά εργαστήρια, στους υπολογιστές, στα φάρμακα, στον στρατιωτικό τομέα). Μετά την οικονομική κατάρρευση του 2008, το ελεύθερο εμπόριο προωθείται με καινούργια ένταση.

Η Νότια Αμερική είναι μια αγορά που την εποφθαλμιούν όλες οι πολυεθνικές επιχειρήσεις. Αυτές οι εταιρείες θέλουν να συνάψουν συμφωνίες που εμπεριέχουν τη μέγιστη ευελιξία στις σχέσεις εργασίας και σαφή πλεονεκτήματα στις δικαστικές προσφυγές για τη ρύπανση του περιβάλλοντος. Οι ΗΠΑ και η Κίνα ανταγωνίζονται μεταξύ τους όσον αφορά τη χρήση αυτών των εργαλείων για να χαλαρώσουν τους εμπορικούς περιορισμούς.

Η Χιλή, το Περού και η Κολομβία έχουν ήδη υπογράψει τις απαιτήσεις όσον αφορά το ελεύθερο εμπόριο στα πνευματικά δικαιώματα, στις πατέντες και στις προμήθειες του Δημοσίου. Απλά θέλουν να αποκτήσουν καλύτερες αγορές για τις εξαγωγές των αγρο-μεταλλευτικών προϊόντων τους. Το καινούργιο στοιχείο είναι όμως η ετοιμότητα της νέας κυβέρνησης της Αργεντινής να συμμετάσχει σ' αυτού του τύπου τις διαπραγματεύσεις.

Ο Μάκρι ισχυρίζεται ότι θα χαλαρώσει τη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι θα πείσει τη Βραζιλία να συμμετάσχει με κάποιον τρόπο στη Συμμαχία του Ειρηνικού. Έχει επισημάνει ότι στο υπουργικό συμβούλιο της Ρούσεφ συμμετέχουν αντιπρόσωποι της αγροβιομηχανίας που είναι πιο δεκτικοί στη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου από ό,τι στις βιομηχανικές δραστηριότητες της MERCOSUR.

Οι ζώνες ελεύθερου εμπορίου θα δοκιμαστούν επίσης στη διαπραγμάτευση άλλης μίας συμφωνίας που συζητείται μυστικά από 50 χώρες, και η οποία περιέχει ευρύτατες διατάξεις για τη φιλελευθεροποίηση των υπηρεσιών (η λεγόμενη TISA, ή Συμφωνία για τον Εμπόριο Υπηρεσιών). Αυτή η πρωτοβουλία έχει ήδη απορριφθεί από την Ουρουγουάη, αλλά οι προσπάθειες συνεχίζονται. Ο προοδευτικός κύκλος απειλείται άμεσα από τη χιονοστιβάδα του ελεύθερου εμπορίου που προωθούν οι ΗΠΑ.

Αποτυχίες του νεο-αναπτυξιακού μοντέλου

Τα όρια του προοδευτισμού [αναφέρεται στις αντί ή μετά-νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις ] έγιναν πιο ορατά στις προσπάθειες του κάθε κράτους να εφαρμόσει νεο-αναπτυξιακές πολιτικές. Οι προσπάθειες αυτές είχαν ως στόχο τη στροφή προς την εκβιομηχάνιση και πάλι χρησιμοποιώντας στρατηγικές που βασίζονταν στη μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση, κατά μίμηση της ανάπτυξης των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Σε αντίθεση με την κλασική αντίληψη για την αναπτυξιακή πολιτική, προώθησαν συμμαχίες με τον ιδιωτικό αγροβιομηχανικό τομέα αποβλέποντας σε μια μακρά περίοδο κατά την οποία θα μπορούσαν να αντιστρέψουν την επιδείνωση των όρων του εμπορίου.

Ύστερα από μια δεκαετία, δεν κατάφεραν να επιτύχουν κανέναν από τους βιομηχανικούς τους στόχους. Η προσδοκία της εξίσωσης με τις ανεπτυγμένες ασιατικές χώρες διαλύθηκε λόγω των υψηλότερων κερδών που δημιουργούσε η εκμετάλλευση των εργατών στην Άπω Ανατολή. Η ελπίδα για την επέκταση των εγχώριων επιχειρήσεων έσβησε, καθώς αυτές συνέχισαν να απαιτούν κρατική βοήθεια. Η προώθηση αποτελεσματικών δημόσιων υπηρεσιών εξουδετερώθηκε από την αναδημιουργία αδέξιων γραφειοκρατιών.

Η μείζων νεο-αναπτυξιακή προσπάθεια έλαβε χώρα στην Αργεντινή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που ακολούθησε την κοινωνική έκρηξη του 2001. Αυτό το πείραμα υπονομεύτηκε από πολλές ανισορροπίες. Οι προσπάθειες διαχείρισης του αγροτικού πλεονάσματος με παραγωγικό τρόπο μέσω κρατικής διεύθυνσης του εξωτερικού εμπορίου εγκαταλείφθηκαν. Αντίθετα, εμπιστεύθηκαν τους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων οι οποίοι χρησιμοποίησαν τις επιδοτήσεις για να βγάζουν κεφάλαια στο εξωτερικό αντί να κάνουν επενδύσεις. Επιπλέον, υπήρχε η ελπίδα για έναν ενάρετο κύκλο ζήτησης βασισμένης στη συμβολή των καπιταλιστών, αλλά οι τελευταίοι προτιμούσαν βεβαίως να αυξάνουν τις τιμές.

Το μοντέλο διατήρησε όλες τις δομικές ανισορροπίες της οικονομίας της Αργεντινής. Αύξησε κατά πολύ την εξάρτηση από τις πρώτες ύλες, ευνόησε τη στασιμότητα στην προσφορά ενέργειας, διαιώνισε μια συγκεντρωτική βιομηχανική δομή και διατήρησε ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που ήταν εχθρικό προς τις επενδύσεις. Η διατήρηση ενός φορολογικού συστήματος που αντλούσε περισσότερους φόρους από τα χαμηλά εισοδήματα (ενιαίους συντελεστές για όλους, ανεξαρτήτως εισοδήματος) εμπόδισε την τροποποίηση των βασικών παραμέτρων της κοινωνικής ανισότητας.

Οι συσσωρευμένες εντάσεις οδήγησαν σε μια αντιλαϊκή στροφή από την οποία ο υποψήφιος του κόμματος της Κ. Κίρχνερ, Ντανιέλ Σκιόλι, ξέφυγε χάνοντας τις εκλογές. Ο Σκιόλι πρότεινε ένα σταδιακό πρόγραμμα διαρθρωτικής προσαρμογής, με την ανάληψη νέου χρέους, την υποτίμηση του νομίσματος, το διακανονισμό τους χρέους με τα αρπακτικά κεφάλαια και την επιβολή υψηλότερων εισφορών και περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες.

Στη Βραζιλία, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το εάν η κυβέρνηση του Κόμματος των Εργαζομένων διαχειρίζεται μια συντηρητική παραλλαγή της νεο-αναπτυξιακής πολιτικής ή μια ρυθμισμένη εκδοχή νεοφιλελευθερισμού. Καθώς η βραζιλιάνικη κυβέρνηση δεν είχε βιώσει μια κρίση και λαϊκή εξέγερση παρόμοια μ' αυτήν που συγκλόνισε την Αργεντινή, οι αλλαγές στην οικονομική πολιτική ήταν πιο περιορισμένες.

Αλλά στο τέλος της δεκαετίας, τα αποτελέσματα είναι παρόμοια και στις δύο χώρες. Η οικονομία της Βραζιλίας είναι στάσιμη και η επέκταση της κατανάλωσης δεν μείωσε την κοινωνική ανισότητα ούτε αύξησε το μέγεθος της μεσαίας τάξης. Υπάρχει μεγαλύτερη εξάρτηση από τις εξαγωγές πρωτογενών αγαθών και μαρασμός της βιομηχανίας. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο διατηρεί τα προνόμιά του και οι αγροβιομηχανικές επιχειρήσεις πνίγουν κάθε ελπίδα για αγροτική μεταρρύθμιση.

Η Ρούσεφ εφάρμοσε τη συντηρητική στροφή που απέφυγαν οι προοδευτικοί στην Αργεντινή. Κέρδισε τις εκλογές διαφωνώντας με τον αντίπαλό της (Αέσιο Νέβες) στο θέμα της διαρθρωτικής προσαρμογής και στη συνέχεια αποποιήθηκε τις υποσχέσεις της υπό την πίεση των αγορών. Διόρισε έναν ακραία φιλελεύθερο υπουργό Οικονομικών (Χοακίμ Λέβι[5]), μια επανάληψη της πρώτης προεδρικής θητείας του Λούλα που άρχισε με προσωπικότητες του ίδιου τύπου (Αντόνιο Παλόκι[6]).

Στη διάρκεια του 2015, αυτή η ορθόδοξη διαχείριση επέφερε αυξημένα τέλη και εισφορές. Η Ρούσεφ δικαιολόγησε τις περικοπές στις κοινωνικές πολιτικές και διατήρησε τα πλεονεκτήματα των χρηματιστών που δημιουργούσαν περιουσίες. Αλλά με το ξεκίνημα του νέου έτους αντικατέστησε τον άνθρωπο των τραπεζών με έναν πιο ετερόδοξο οικονομολόγο (Νέλσον Μπαρμπόσα) που υπόσχεται πιο βραδεία διαρθρωτική προσαρμογή για να αμβλύνει την ύφεση. Αυτή η στροφή δεν προμηνύει την έξοδο από το χάος που δημιούργησαν οι συντηρητικές πολιτικές.

Το Εκουαδόρ βίωσε την ίδια υποχώρηση από τις νεο-αναπτυξιακές πολιτικές. Ο Κορέα άρχισε με μια αναδιοργάνωση του κράτους που ενίσχυσε την εσωτερική αγορά. Αύξησε τα φορολογικά έσοδα, παρείχε βελτιωμένα κοινωνικά προγράμματα και διοχέτευσε μέρος των κρατικών προσόδων σε δημόσιες επενδύσεις.

Αργότερα, όμως, αντιμετώπισε τους περιορισμούς των ανάλογων πειραμάτων και επέλεξε να αυξήσει το χρέος και να προωθήσει τις εξαγωγές. Υπέγραψε συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Ευρώπη, διευκόλυνε την ιδιωτικοποίηση των εθνικών οδών και παραχώρησε τα πλήρως αναπτυγμένα πετρελαϊκά κοιτάσματα σε μεγάλες εταιρείες.

Οι αποτυχίες της νεο-αναπτυξιακής πολιτικής μπλοκάρισαν τον προοδευτικό κύκλο. Αυτό το μοντέλο επιχείρησε να διοχετεύσει τα πλεονάσματα των εξαγωγών σε παραγωγικές δραστηριότητες. Αλλά ενθάρρυνε την αντίσταση της οικονομικής εξουσίας και παραδόθηκε σ' αυτές τις πιέσεις.

Νέος τύπος κοινωνικών διαμαρτυριών

Κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, οι λαϊκές εκρήξεις δυσαρέσκειας ήταν όλο και λιγότερο συχνές. Όλες οι κυβερνήσεις εξέλαβαν τη χρήση των αυξημένων δημοσίων εσόδων ως σημαντικό στοιχείο αντιμετώπισης των κοινωνικών απαιτήσεων. Η Δεξιά κατέφυγε στις θεωρίες περί γενικής κοινωνικής ευημερίας, η Κεντροαριστερά βελτίωσε τα υπάρχοντα προγράμματα ,χωρίς να θίξει τα ισχυρά συμφέροντα, και οι κυβερνήσεις που στηρίχθηκαν σε ριζοσπαστικές διαδικασίες διευκόλυναν κατακτήσεις μεγαλύτερης σπουδαιότητας.

Σε όλη την περιοχή, σημειώθηκε χαλάρωση των κοινωνικών εντάσεων και οι μεγάλες συγκρούσεις εκφράστηκαν στην πολιτική σφαίρα, όπως ήταν η μεγάλη αντίσταση ενάντια στις απόπειρες της Δεξιάς να απομακρύνει αριστερές κυβερνήσεις και οι μεγάλες κινητοποιήσεις υποστήριξης υποψηφίων στις εκλογικές μάχες. Αλλά δεν έγιναν εξεγέρσεις αντίστοιχες με εκείνες της προηγούμενης περιόδου. Η πιο κοντινή ήταν η ηρωική αντίδραση στο πραξικόπημα της Ονδούρας.

Το μαχητικό πνεύμα των μαζών εκφράστηκε σε άλλα πεδία, όπως στις μαζικές διαδηλώσεις των Χιλιανών φοιτητών για δωρεάν παιδεία, στη μεγάλη γενική απεργία της Παραγουάης ή στις ενεργητικές απαιτήσεις των χωρικών, ιθαγενών και περιβαλλοντιστών στην Κολομβία και στο Περού.

Αλλά το βασικό καινούργιο στοιχείο αυτής της περιόδου ήταν οι κοινωνικές διαμαρτυρίες στις χώρες όπου κυβερνούσε η Κεντροαριστερά. Στο πλαίσιο των ισχυρών πολιτικών πιέσεων από τη Δεξιά, το ξέσπασμα από τα κάτω υπογράμμισε τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Η αψηφισιά αυτή ήταν πολύ εντυπωσιακή στην Αργεντινή. Πρώτα ήλθε το παρατεταμένο κύμα απεργιών των καθηγητών και των εργαζομένων στο Δημόσιο, ακολούθησε η άρνηση πληρωμής φόρου που επιβλήθηκε στους μισθωτούς με τους ψηλότερους μισθούς. Αυτή η δυσαρέσκεια πυροδότησε τέσσερις γενικές απεργίες στα 2014-2015. Το μέγεθος αυτών των δράσεων εξέπληξε τους ηγέτες των επίσημων συνδικάτων οι οποίοι εναντιώθηκαν στις διαμαρτυρίες.

Στη Βραζιλία, η δυσαρέσκεια ήλθε στην επιφάνεια τον Ιούλιο του 2013. Οι μεγάλες διαδηλώσεις που ζητούσαν βελτίωση στα δημόσια μέσα μαζικής μεταφοράς και στην εκπαίδευση συγκλόνισαν τα αστικά κέντρα. Δεν ήταν ακριβώς απαιτήσεις “δεύτερης γενιάς” πάνω από αυτά που ήδη είχαν κατακτηθεί. Εξέφραζαν την απογοήτευση για τις συνθήκες ζωής. Αυτή η δυσαρέσκεια εκδηλωνόταν με την αμφισβήτηση των παραπανίσιων δαπανών για τη διεξαγωγή των αγώνων του Παγκόσμιου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου που θα μπορούσαν να διοχετευτούν σε επενδύσεις για την εκπαίδευση.

Τέλος, στο Εκουαδόρ οι κοινωνικές κινητοποιήσεις και οι κινητοποιήσεις των ιθαγενών στους δρόμους ήταν συχνότερες και το τελευταίο έτος έφτασαν σε μια κορύφωση από την άποψη του αριθμού των συμμετεχόντων. Ο Κορέα αντέδρασε με σκληρό και αυταρχικό τρόπο, διευρύνοντας το χάσμα που χωρίζει την κυβέρνηση από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.

Γιατί κερδίζει έδαφος η Δεξιά;

Η εκλογή του Μάκρι στην προεδρία της Αργεντινής αντιπροσωπεύει την πρώτη εκλογική ανατροπή κεντροαριστερής κυβέρνησης από τους συντηρητικούς αντιπάλους της. Αυτή η στροφή δεν είναι συγκρίσιμη με αυτό που συνέβη στη Χιλή όταν ο Πινιέρα νίκησε τη Μισέλ Μπασελέ. Εκείνη ήταν μια κυβερνητική αλλαγή εντός των ορίων των ίδιων νεοφιλελεύθερων κανόνων.

Ο Μάκρι είναι ένας σκληρός εκφραστής της Δεξιάς. Κατέφυγε στη δημαγωγία, στην αποπολιτικοποίηση και στις ψευδαισθήσεις περί ομοψυχίας. Με κενές υποσχέσεις μετέτρεψε τις διαδηλώσεις κατσαρόλας της μεσοαστικής τάξης σε κατακλυσμό ψήφων.

Ο νέος πρόεδρος διόρισε ένα υπουργικό συμβούλιο αποτελούμενο από μάνατζερ, προκειμένου να διοικεί το κράτος όπως διοικούνται οι επιχειρήσεις. Εγκαινίασε δραστική αντιλαϊκή αναδιανομή εισοδημάτων μέσω της υποτίμησης και της αύξησης των τιμών. Εκδίδει διατάγματα που ποινικοποιούν τις κοινωνικές διαμαρτυρίες και προετοιμάζεται να ακυρώσει τα δημοκρατικά δικαιώματα που κερδήθηκαν τα τελευταία χρόνια.

Ο θρίαμβος του Μάκρι δεν ήταν τυχαίος. Είχε προηγηθεί η άρνηση της κυβέρνησης της Κίρχνερ να δεχθεί πολλά λαϊκά αιτήματα που η Δεξιά τα υιοθέτησε με στρεβλό και δημαγωγικό τρόπο. Οι υποστηρικτές της Κίρχνερ δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν την ευθύνη τους.

Ορισμένοι οπαδοί του προοδευτισμού βλέπουν τη νίκη του κόμματος του Μάκρι σαν μια παροδική ατυχία και ελπίζουν να ξαναπάρουν την κυβέρνηση σε λίγα χρόνια. Δεν καταλαβαίνουν τις αλλαγές στον πολιτικό χάρτη που πιθανώς θα επέλθουν στο μεσοδιάστημα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι εκλογές χάθηκαν λόγω κακής τύχης ή της διάβρωσης στην υποστήριξη της προηγούμενης κυβέρνησης που προκάλεσε το μακρύ διάστημα της δωδεκαετούς διακυβέρνησης, σαν η κόπωση να συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη χρονολογία.

Εκείνοι που αποδίδουν το εκλογικό αποτέλεσμα στην οξεία κριτική --αναμφίβολα αποτελεσματική-- των ηγεμονικών ΜΜΕ δεν δέχονται ότι η εναλλακτική που εκφωνούσε η επίσημη προπαγάνδα απέτυχε επίσης. Το ίδιο ισχύει και για όσους μιλούν σκωπτικά για τον “μετα-πολιτικό” λόγο του Μάκρι, χωρίς να αντιλαμβάνονται τη μειωμένη αξιοπιστία του λόγου της Κίρχνερ. Η νίκη του Μάκρι μπορεί να αποδοθεί στην απογοήτευση από τη διαφθορά, τις πελατειακές σχέσεις, την περονιστική κουλτούρα του ελέγχου από τα πάνω προς τα κάτω και της νομιμοφροσύνης.

Η αντιδραστική επίθεση που εκφράζεται στη δίωξη της Ντίλμα Ρούσεφ δεν έφερε τα αποτελέσματα που παρατηρούνται στην Αργεντινή, αλλά αποδιοργάνωσε τη βραζιλιάνικη κυβέρνηση όλο το 2015. Οι δεξιοί άρχισαν να πραγματοποιούν μεγάλες διαδηλώσεις τον Μάρτιο που ήταν αδύνατον να διατηρηθούν μέχρι τον Αύγουστο και ακόμη λιγότερο μέχρι τον Δεκέμβριο. Ακολούθησαν κοινωνικές κινητοποιήσεις ενάντια στο θεσμικό πραξικόπημα και αντί να φθίνουν μεγάλωναν με το πέρασμα του χρόνου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει προς το παρόν μπλοκάρει την πολιτική δίκη και η κυβέρνηση έχει κερδίσει μια ανάπαυλα που τη χρησιμοποιεί για να αναδιοργανώσει τις συμμαχίες με αντάλλαγμα μια ορισμένη δημοσιονομική ανακούφιση. Όμως η Ρούσεφ έχει πετύχει απλώς μια εκεχειρία με τους αντιπάλους της στο Κογκρέσο και στα ΜΜΕ [η βραζιλιάνικη βουλή, με 367 ψήφους έναντι 137, ψήφισε την παραπομπή της Ρούσεφ και την προώθηση της υπόθεσης στη Γερουσία-- σ.τ.μ.] .

Όπως στην Αργεντινή, οι προοδευτικές δυνάμεις απέφυγαν να εξηγήσουν αυτή την υποχώρηση. Απλώς ελίχθηκαν για να διασφαλίσουν την επιβίωση της κυβέρνησης μέσω νέων συμφωνιών με το επιχειρηματικό λόμπι, τις επαρχιακές ελίτ και την partidocracia, τις γραφειοκρατικές κομματικές δομές.

Δεν μπήκαν στον κόπο να διερευνήσουν την υποχώρηση του Κόμματος των Εργαζομένων, το οποίο υπονόμευσε την κοινωνική του βάση συμφωνώντας στις διαρθρωτικές προσαρμογές. Στις τελευταίες εκλογές, η Ρούσεφ επικράτησε με πολύ μικρή διαφορά, αντισταθμίζοντας τις απώλειές της στο νότο με ψήφους από τα βορειοανατολικά. Η υποστήριξη από την παλιά εργατική βάση του Κόμματος των Εργαζομένων έχει μειωθεί και έχει υποσκελιστεί από τις παραδοσιακές πελατειακές σχέσεις.

Επιπλέον, η κυβέρνηση ταλανίζεται από σοβαρά σκάνδαλα διαφθοράς. Σκοτεινά δούναι και λαβείν με τη βιομηχανική ελίτ ήλθαν στο φως και απεικονίζουν τις συνέπειες της διακυβέρνησης μέσω συμμαχιών με τους πλούσιους. Αντί να αναλύσουν την τραγική μετάλλαξη, οι θεωρητικοί του προοδευτισμού επαναλαμβάνουν τα ίδια και απαράλλακτα στο χρόνο μηνύματα φόβου για τη δεξιά παλινόρθωση.

Παρόμοια υποχώρηση παρατηρείται στο Εκουαδόρ. Η διαχείριση του Κορέα σηματοδοτείται από ένα μεγάλο διαζύγιο ανάμεσα στην πολεμική ρητορική του και στη διοίκησή του υπέρ του status quo. Ο πρόεδρος πολεμά τους δεξιούς και αποκηρύσσει με αδιαλλαξία την ιμπεριαλιστική παρέμβαση. Αλλά μέρα με τη μέρα καταρρίπτει και ένα νέο εμπόδιο όσον αφορά την αποδοχή του ελεύθερου εμπορίου και την αντιπαράθεσή του με τα κοινωνικά κινήματα.

Και εδώ οι αναλύσεις των προοδευτικών είναι περιορισμένες και επαναλαμβάνουν τις προειδοποιήσεις ενάντια στη Δεξιά. Παραβλέπουν την απογοήτευση που δημιούργησε ένας πρόεδρος που συμβιβάζεται με την ατζέντα του κατεστημένου. Αυτή η στροφή εξηγεί την πρόσφατη απόφαση του Κορέα να μην επιδιώξει νέα εντολή.

Η μεγάλη σημασία της Βενεζουέλας

Η έκβαση του προοδευτικού κύκλου διακυβεύεται κυρίως στη Βενεζουέλα. Το τι συμβαίνει εκεί δεν είναι ισοδύναμο με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες. Αυτές οι διαφορές δεν εκτιμούνται από εκείνους που συγκρίνουν τους πρόσφατους θριάμβους της Δεξιάς στη Βενεζουέλα και στην Αργεντινή. Οι δύο καταστάσεις δεν είναι συγκρίσιμες.

Στη Βενεζουέλα, οι εκλογές διεξάχθηκαν εν μέσω οικονομικού πολέμου, με ελλείψεις, υπερπληθωρισμό και λαθρεμπόριο επιδοτούμενων προϊόντων. Ήταν μια καμπάνια με σφαίρες, παραστρατιωτικούς, συνωμοτικές ΜΚΟ και εγκληματικές προκλήσεις.

Η Δεξιά προετοίμαζε τις συνήθεις κατηγορίες της για νοθεία, προκειμένου να δυσφημήσει ένα δυσμενές γι' αυτήν αποτέλεσμα. Αλλά πλειοψήφησε και στη συνέχεια ήταν ανίκανη να εξηγήσει πώς μπόρεσε να πετύχει αυτή τη νίκη με καθεστώς “δικτατορίας”, όπως υποστήριζε. Για πρώτη φορά σε 16 χρόνια πήρε την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και τώρα προσπαθεί να προκαλέσει δημοψήφισμα για την ανάκληση της εντολής του Μαδούρο.

Εφόσον δεν είναι πρόθυμη να περιμένει μέχρι το 2018, που εκπνέει η θητεία του Μαδούρο, στον ορίζοντα προβάλλει μια τεράστια σύγκρουση με την εκτελεστική εξουσία. Στην Εθνοσυνέλευση προωθεί απαράδεκτες απαιτήσεις – απελευθέρωση των καταδικασμένων πραξικοπηματιών, των κερδοσκόπων που αποκαλύφθηκαν, την ακύρωση κοινωνικών κατακτήσεων-- με σαφή στόχο την παρενόχληση του προέδρου.

Στην Αργεντινή, δεν υπάρχει κανένα από αυτά τα στοιχεία. Δεν είναι μόνο το ότι ο Καπρίλες [επικεφαλής ενός κόμματος του δεξιού συνασπισμού στη Βενεζουέλα που θεωρείται γενικώς ως ο ηγέτης του] έχει προτεραιότητες πολύ διαφορετικές από αυτές του Μάκρι, και το κίνημα του Τσάβες διαφέρει σημαντικά από το κόμμα της Κίρχνερ. Το πρώτο αναδύθηκε από μια λαϊκή εξέγερση και διακήρυξε την πρόθεσή του να επιτύχει σοσιαλιστικούς σκοπούς. Το δεύτερο περιορίστηκε στο να καρπωθεί τα αποτελέσματα ενός ξεσηκωμού και μονίμως να δοξάζει τον καπιταλισμό.

Στη Βενεζουέλα, έγινε αναδιανομή των κρατικών προσόδων με υπονόμευση των προνομίων των κυρίαρχων τάξεων. Στην Αργεντινή αυτό το πλεόνασμα διανεμήθηκε χωρίς να αλλάζει σημαντικά τα πλεονεκτήματα της αστικής τάξης. Η λαϊκή ενδυνάμωση που επέφερε το τσαβίστικο κίνημα δεν συγκρίνεται με την επέκταση του καταναλωτισμού που προωθήθηκε από το κόμμα της Κίρχνερ. Και το αντι-ιμπεριαλιστικό σχέδιο της ALBA (Μπολιβαριανής Συμμαχίας για την Αμερική) είναι εντελώς αντίθετο με το συντηρητισμό της MERCOSUR -- Κοινής Αγοράς του Νότου (Cieza, 2015; Mazzeo, 2015; Stedile, 2015).

Η μοναδικότητα, όμως, της Βενεζουέλας προκύπτει από τη θέση που κατέχει στο σύστημα ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Οι ΗΠΑ έχουν βάλει στο στόχαστρο αυτή τη χώρα, ελπίζοντας να ανακτήσουν τον έλεγχο των μεγαλύτερων πετρελαϊκών κοιτασμάτων στην ήπειρο. Ακολουθούν πάντα επιθετική στρατηγική απέναντί της.

Ο πόλεμος του Πενταγώνου στη Μέση Ανατολή –που κατεδάφισε το Ιράκ και τη Λιβύη-- αρκεί για να δείξει τη σημασία που αποδίδουν οι ΗΠΑ στο αργό πετρέλαιο. Μπορεί το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να αναγνωρίζει τώρα την Κούβα και να συζητά με αντίπαλους προέδρους, αλλά η Βενεζουέλα είναι μια μη διαπραγματεύσιμη λεία.

Γι' αυτό τα ηγεμονικά ΜΜΕ σφυροκοπούν μέρα νύχτα αυτή τη χώρα, παρουσιάζοντας μια καταστροφή που απαιτεί να έλθουν σωτήρες από μακριά. Οι πραξικοπηματίες παρουσιάζονται σαν αθώα θύματα διώξεων, παραλείπεται το γεγονός ότι ο Λεοπόλντο Λόπες [επικεφαλής ακραίου δεξιού κόμματος] καταδικάστηκε για φόνους που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια βίαιων διαδηλώσεων στους δρόμους. Οποιοδήποτε δικαστήριο των ΗΠΑ θα είχε αποφασίσει ποινές πολύ πιο σκληρές για τέτοιες πράξεις. Η δαιμονοποίηση της Βενεζουέλας από τα ΜΜΕ είναι σχεδιασμένη για να απομονώσει το κίνημα των τσαβιστών και να προκαλέσει την περαιτέρω καταδίκη του από τη Σοσιαλδημοκρατία.

Αυτή η εκστρατεία είχε αποτύχει μέχρι την πρόσφατη εκλογική νίκη της Δεξιάς. Τώρα η Δεξιά είναι αποφασισμένη να ξεσκονίσει τα παλιά πραξικοπηματικά σχέδια για να ανατρέψει τον Μαδούρο, συνδυάζοντας μια τακτική υπονόμευσης της υποστήριξής του που προωθεί ο [υποτίθεται μετριοπαθής] Καπρίλες με τη βίαιη απομάκρυνση που επιδιώκει ο Λόπες. Προσπαθούν να ωθήσουν την κυβέρνηση σε χαοτική κατάσταση, προκειμένου να επαναλάβουν το θεσμικό πραξικόπημα που διαπράχθηκε εναντίον του Φερνάντο Λούγκο στην Παραγουάη.

Ο Μάκρι είναι ο διεθνής συντονιστής αυτής της συνωμοσίας. Ηγείται όλων των προκλήσεων απέναντι στη Βενεζουέλα, ενώ ποινικοποιεί τις διαδηλώσεις στην Αργεντινή. Κυβερνά τη χώρα του με διατάγματα, αλλά απαιτεί σεβασμό των κοινοβουλευτικών σε μια άλλη χώρα.

Ο Μάκρι έχει ήδη ζητήσει να επιβληθούν κυρώσεις στη Βενεζουέλα, που είναι νέο μέλος της MERCOSUR, αλλά δεν λέει λέξη για το Γκουαντάναμο, ούτε αναφέρεται στα βασανιστήρια πολιτικών κρατουμένων στα αμερικανικά αναμορφωτήρια. Ανέβαλε την πρότασή του για κυρώσεις περιμένοντας τη Ρούσεφ να πάρει πιο αποφασιστική στάση. Αλλά θα επανέλθει στη σκληρή γραμμή, εάν θεωρήσει ότι αυτή εξυπηρετεί τις προκλήσεις του Λόπες.

Αποφάσεις που δεν πρέπει να αναβληθούν

Το κίνημα του τσαβισμού αντιμετωπίζει μεγάλες επιθέσεις λόγω του ριζοσπαστισμού του, της οργής της αστικής τάξης και της αποφασιστικότητας των ΗΠΑ να ελέγχουν την παραγωγή πετρελαίου. Η αντίθεση με τη Βολιβία είναι έντονη. Και εκεί υπάρχει μια αντι-ιμπεριαλιστική κυβέρνηση. Αλλά το βολιβιανό υψίπεδο δεν έχει τη στρατηγική σημασία της Βενεζουέλας και βρίσκεται σε ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο υπανάπτυξης.

Ο Έβο Μοράλες διατηρεί την πολιτική ηγεμονία και έχει επιτύχει σημαντική οικονομική μεγέθυνση. Έχει διαμορφώσει ένα πολυεθνοτικό κράτος, εκτοπίζοντας τις παλιές ρατσιστικές ελίτ και επέβαλε για πρώτη φορά την πραγματική εξουσία αυτού του οργανισμού σε όλη την επικράτεια.

Μέχρι αυτή τη στιγμή, η Δεξιά στάθηκε ανίκανη να αμφισβητήσει την κυβέρνηση, αλλά η μάχη ήδη έχει αρχίσει με την επανεκλογή του Μοράλες. Όπως και να έχει, η Βολιβία δεν αντιμετωπίζει τις κρίσιμες αποφάσεις που πρέπει να πάρουν οι τσαβίστες.

Από τότε που άρχισαν να πέφτουν οι τιμές του πετρελαίου, η Βενεζουέλα υπέστη δραστική μείωση των κρατικών εσόδων που απειλεί την πρόσβασή της σε εισαγωγές οι οποίες είναι αναγκαίες για την καθημερινή λειτουργία της οικονομίας. Σ' αυτό προστίθενται η τεράστια αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και η αποτυχία όσον αφορά τον έλεγχο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, του πληθωρισμού και της προσφοράς χρήματος.

Δεν αρκεί να επισημαίνει κανείς απλώς την ύπαρξη του οικονομικού πολέμου. Πρέπει επίσης να πει ότι η κυβέρνηση απέτυχε να τον αντιμετωπίσει . Ο Μαδούρο δεν είχε τη σταθερότητα που επέδειξε ο Φιντέλ κατά τη διάρκεια της “ειδικής περιόδου” της Κούβας. Το οικονομικό σαμποτάζ είναι αποτελεσματικό επειδή η κρατική γραφειοκρατία συνεχίζει να στηρίζει με τα δολάρια της κρατικής εταιρείας πετρελαίου (PDVSA) ένα συναλλαγματικό σύστημα που διευκολύνει την οργανωμένη υπεξαίρεση δημόσιων πόρων (Gómez Freire, 2015; Aharonian, 2016; Colussi, 2015).

Αυτή η έλλειψη ελέγχου επιτείνει τη στασιμότητα του αναδιανεμητικού μοντέλου που αρχικά διοχέτευε τις προσόδους από το πετρέλαιο σε κοινωνικά προγράμματα, αλλά στη συνέχεια απέτυχε να δώσει ώθηση στη δημιουργία μιας παραγωγικής οικονομίας.

Η τρέχουσα κατάσταση προσφέρει μια νέα (και ίσως τελευταία) ευκαιρία να αναδιοργανωθεί η οικονομία. Αυτό, αναπόφευκτα, οδηγεί στο να σταματήσει η χρήση αμερικανικών δολαρίων για το λαθρεμπόριο εμπορευμάτων και την είσοδο υπερτιμολογημένων εισαγωγών. Η απάτη αυτή πλουτίζει τις αστικοποιημένες δημόσιες υπηρεσίες και εξοργίζει το λαό. Δεν αρκεί η αναδιοργάνωση της PDVSA, ο έλεγχος των συνόρων ή η φυλάκιση λίγων παραβατών. Αν δεν απομακρυνθούν εντελώς οι διεφθαρμένοι αξιωματούχοι, η μπολιβαριανή διαδικασία θα καταδικαστεί σε παρακμή.

Για να κερδίσει ξανά το κίνημα του τσαβισμού τη λαϊκή υποστήριξη χρειάζεται μια αντεπίθεση. Πολλοί και διάφοροι οικονομολόγοι έχουν διατυπώσει λεπτομερή προγράμματα για μια εναλλακτική διαχείριση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, με βάση την εθνικοποίηση των τραπεζών και του εξωτερικού εμπορίου. Εφόσον δεν υπάρχουν πια αρκετά δολάρια για να πληρώνονται οι εισαγωγές και το χρέος, υπάρχει επίσης η ανάγκη να ελεγχθούν λογιστικά αυτές οι υποχρεώσεις.

Ο Μαδούρο δήλωσε ότι δεν θα παραδοθεί. Αλλά στην τρέχουσα ευαίσθητη κατάσταση δεν είναι αρκετά τα μέτρα από τα πάνω. Η επιβίωση της μπολιβαριανής διαδικασίας απαιτεί την οικοδόμηση της λαϊκής εξουσίας από τα κάτω. Ήδη έχει θεσπιστεί νομοθεσία που ορίζει τις ιδιότητες της κοινοτικής εξουσίας. Μόνο αυτοί οι θεσμοί [κοινοτικά συμβούλια και κομμούνες] μπορούν να δώσουν με διάρκεια τη μάχη εναντίον των καπιταλιστών που ξεγλιστρούν από τους ελέγχους συναλλάγματος και αρπάζουν τα πλεονάζοντα πετρελαϊκά κέρδη.

Η άσκηση της κοινοτικής εξουσίας εμποδίστηκε επί αρκετά χρόνια από τη γραφειοκρατία που οδηγεί σε εκπτώχευση το κράτος. Αυτός ο τομέας θα ήταν ο πρώτος που θα επηρεαζόταν δυσμενώς από τη δημοκρατία των κάτω. Ο Μαδούρο έχει εγκαταστήσει μια εθνική συνέλευση της κοινοτικής εξουσίας. Αλλά η κάθετη λειτουργία του PSUV[7] και η εχθρότητα προς τα πιο ριζοσπαστικά ρεύματα [μέσα στο τσαβίστικο κίνημα] εμποδίζουν αυτή την πρωτοβουλία (Guerrero, 2015; Iturriza, 2015; Szalkowicz, 2015; Teruggi, 2015).

Όποια ώθηση δοθεί στην κοινοτική οργάνωση θα διπλασιάσει τις κατηγορίες στα διεθνή ΜΜΕ για “παραβιάσεις της δημοκρατίας” στη Βενεζουέλα. Αυτή η προπαγάνδα θα εξαπλωθεί από τους ομοίους όσων ήταν πίσω από το πραξικόπημα των ΗΠΑ στην Ονδούρα ή τη θεσμική φάρσα που ανέτρεψε τον Λούγκο στην Παραγουάη.

Τα ίδια πρόσωπα δεν λένε λέξη για την κρατική τρομοκρατία που ενδημεί στο Μεξικό ή στην Κολομβία. Μπορεί να ανέχονται τη συμμετοχή της Κούβας στον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών ή στη CELAC,αλλά δεν πρόκειται να ανεχθούν την πρόκληση που συνιστά η Βενεζουέλα. Η αντιμετώπιση του κατεστημένου των ΜΜΕ αποτελεί προτεραιότητα για όλη την ήπειρο.

Τι συγκαλύπτουν οι δεξιοί

Η νέα κατάσταση στη Νότια Αμερική έκανε πιο τολμηρή τη Δεξιά. Θεωρεί ότι έχει έλθει η ώρα της και υπόσχεται να τερματίσει τον “λαϊκίστικο” κύκλο και να αντικαταστήσει τον “κρατικό παρεμβατισμό” με την “αγορά” και τον “αυταρχισμό” με την “ελευθερία”.

Αυτό που αποκρύπτουν αυτά τα μηνύματα είναι οι ευθύνες της Δεξιάς για την καταστροφή των δεκαετιών 1980 και 1990. Οι προοδευτικές κυβερνήσεις τις οποίες αμφισβητεί η Δεξιά ανήλθαν ακριβώς λόγω της οικονομικής κατάρρευσης και της κοινωνικής αιματοχυσίας που επέφεραν οι νεοφιλελεύθεροι. Η Δεξιά δεν παρουσιάζει απλώς το παρελθόν ως διαδικασία άσχετη με τα καθεστώτα της, συγκαλύπτει επίσης τι ακριβώς συνέβη στις χώρες τις οποίες κυβερνούσε.

Τα προβλήματα της Λατινικής Αμερικής εμφανίζονται σαν να βρίσκονται εκτός αυτής της ακτίνας. Αυτή η εξαπάτηση οικοδομήθηκε από τα ηγεμονικά ΜΜΕ, τα οποία αγνοούν οποιαδήποτε πληροφορία θεωρείται δυσμενής για τις δεξιές κυβερνήσεις.

Η κάλυψη είναι αδιάντροπη και οι περισσότεροι άνθρωποι κρατούνται σε πλήρη άγνοια ειδήσεων που σχετίζονται με χώρες τις οποίες βάζει στο στόχαστρό του ο κυρίαρχος Τύπος. Τα ΜΜΕ περιγράφουν τον πληθωρισμό και τις νομισματικές εντάσεις που παρατηρούνται υπό αυτές τις κυβερνήσεις, αλλά δεν αναφέρουν τίποτε για την ανεργία και την έλλειψη εργασιακής ασφάλειας που κυριαρχούν στις νεοφιλελεύθερες οικονομίες.

Υπογραμμίζουν επίσης την “απώλεια ευκαιριών” που προκαλείται από τους ελέγχους κίνησης κεφαλαίων, ενώ σιωπούν για τις αναταραχές που προκαλεί η απορρύθμιση. Παραληρούν ενάντια στον “απερίσκεπτο καταναλωτισμό”, αλλά κρύβουν τη βλάβη που προκαλεί η ανισότητα.

Η μέγιστη όμως παράλειψη αφορά τη λειτουργία του κράτους. Η Δεξιά καταγγέλλει τον “πατερναλισμό των διακρίσεων” [υπέρ των φτωχών] που ασκούν τα προοδευτικά καθεστώτα, αλλά αποκρύπτει την κοινωνική κατάρρευση των ναρκο-κρατών που έχει επέλθει σε συνδυασμό με το ελεύθερο εμπόριο και τη χρηματοπιστωτική απορρύθμιση. Τρεις οικονομίες γνωστές για το άνοιγμά τους και την προσέλκυση κεφαλαίων -- το Μεξικό, η Κολομβία και το Περού-- έχουν υποστεί αυτή τη διάβρωση του κράτους.

Στο Μεξικό σημειώνεται το υψηλότερο επίπεδο βίας στην περιοχή. Κανένας υψηλά ιστάμενος αξιωματούχος δεν έχει φυλακιστεί και πολλές περιοχές της χώρας ελέγχονται από εγκληματικές συμμορίες. Στην Κολομβία τα καρτέλ των ναρκωτικών χρηματοδοτούν προέδρους, κόμματα και τμήματα του στρατού. Στο Περού, η επίσημη συνέργεια στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε να έχουν μετατραπεί οι ποινές 3.200 ανθρώπων που καταδικάστηκαν γι΄ αυτή την εγκληματική πράξη.

Καμία από αυτές τις πληροφορίες δεν παρουσιάζεται με τόση επιμονή όση δίνεται στα κακοπαθήματα της Βενεζουέλας. Τα δύο μέτρα και δύο σταθμά εκτείνονται και σε θέματα διαφθοράς. Η Δεξιά παρουσιάζει τη διαφθορά σαν μια γάγγραινα που χαρακτηρίζει τις προοδευτικές κυβερνήσεις, συγκαλύπτοντας την πρωταγωνιστική συμμετοχή των καπιταλιστών στα σοβαρά επεισόδια καταχρήσεων σε όλες τις χώρες.

Τα μεγάλα ΜΜΕ παρουσιάζουν σκοτεινές λεπτομέρειες του κρατικού χειρισμού δημόσιου χρήματος στη Βενεζουέλα, τη Βραζιλία ή τη Βολιβία. Αλλά δεν αναφέρονται καθόλου στις πιο σκανδαλώδεις υποθέσεις όπου αναμειγνύονται οι προστατευόμενοί τους. Η καθολική κατακραυγή που προκάλεσε την πρόσφατη παραίτηση του προέδρου της Γουατεμάλας δεν βρήκε θέση στους πηχυαίους τίτλους τους.

Η Δεξιά καταφεύγει στην ίδια μονομέρεια των ΜΜΕ για να ωραιοποιήσει το οικονομικό μοντέλο της Χιλής , το οποίο εξυμνείται για τις ιδιωτικοποιήσεις, χωρίς να γίνεται αναφορά στο στραγγαλιστικό χρέος των νοικοκυριών, στις άθλιες συντάξεις που παρέχουν τα ιδιωτικά συστήματα ασφάλισης, στην επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης και στην αύξηση της διαφθοράς που θέτουν σε κίνδυνο την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και την κοινωνική ασφάλιση που υποσχέθηκε η Μπασελέ.

Η αντίθεση ανάμεσα στον νεοφιλελεύθερο παράδεισο και την μη νεοφιλελεύθερη κόλαση συνεπάγεται επίσης την αποσιώπηση της μοναδικής περίπτωσης κρατικής χρεοκοπίας το 2015. Το Πουέρτο Ρίκο δεν είχε πλέον χρήματα για να χρηματοδοτήσει τη λεηλασία των ανθρώπινων πόρων του (μετανάστευση) , των φυσικών πόρων του (αντικατάσταση της τοπικής γεωργίας με εισαγόμενα τρόφιμα) και των οικονομικών πόρων του (μετεγκατάσταση της βιομηχανίας και του τουρισμού).

Στις εφημερίδες και τα δελτία δεν υπάρχει θέση για τις συνέπειες του νεοφιλελευθερισμού. Η Δεξιά συζητεί το τέλος του προοδευτικού κύκλου, ενώ αποκρύπτει τι συμβαίνει έξω από αυτό το σύμπαν.

Μια μετα-φιλελεύθερη περίοδος;

Η παραπλανητική άποψη της Δεξιάς σχετικά με τον προοδευτικό κύκλο έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη σημαντική συζήτηση που βρίσκεται τώρα υπό εξέλιξη μεταξύ των θεωρητικών της Αριστεράς εάν αυτός ο κύκλος θα συνεχιστεί ή έχει εξαντληθεί.

Όσοι υποστηρίζουν τη θέση περί συνέχισης επισημαίνουν την εδραίωση των μετασχηματισμών της τελευταίας δεκαετίας. Δίνουν έμφαση στα κοινωνικο-οικονομικά επιτεύγματα, στην πρόοδο της οικονομικής ολοκλήρωσης σε ηπειρωτικό επίπεδο, στις γεωπολιτικές επιτυχίες και στις εκλογικές νίκες (Arkonada, 2015a; Sader, 2015a).

Η συνέπεια την οποία βλέπουν στις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν καθιερώνεται με τη χρήση του επιθέτου “μετα-φιλελεύθερος” για να περιγράψουν αυτό τον κύκλο. Πιστεύουν ότι ένα στάδιο “μετά” έχει αφήσει πίσω την προηγούμενη φάση λόγω του χαρακτήρα των αλλαγών που σημειώθηκαν. Αυτό αποτελεί το κεντρικό σημείο στην πολεμική τους εναντίον εκείνων που δίνουν έμφαση στην παρακμή αυτής της διαδικασίας (Itzamná, 2015; Sader, 2016b; Rauber, 2015).

Ο θρίαμβος του Μάκρι, η προώθηση των Καπρίλες-Λόπες και η παράλυση της Ρούσεφ ή του Κορέα έχουν μετριάσει αυτές τις εκτιμήσεις και έχουν ενθαρρύνει ορισμένες κριτικές. Κάποιοι παραθέτουν τις επιβλαβείς συνέπειες της γραφειοκρατίας ή τις ανεπάρκειες της πολιτισμικής μάχης (Arana, 2015; Arkonada, 2015b).

Γενικά όμως, επιμένουν στο χαρακτηρισμό της περιόδου και δίνουν έμφαση στους περιορισμούς που αντιμετωπίζει η συντηρητική επίθεση. Υπογραμμίζουν την αδυναμία αυτού του δεξιού σχεδίου, την προσωρινότητα των επιτυχιών του ή το ότι θα εκφραστεί άμεσα μια μεγάλη κοινωνική αντίσταση (Puga Álvarez, 2015; Arkonada, 2015b).

Αυτή η άποψη δεν κατορθώνει να αντιληφθεί το βαθμό στον οποίο έχει υπονομεύσει τον προοδευτικό κύκλο η εδραίωση του οικονομικού προτύπου που στηρίζεται στις εξαγωγές αγροτικών και μεταλλευτικών πρώτων υλών (εξορυκτικό πρότυπο). Η σχέση ανάμεσα σ' αυτό το οικονομικό πρότυπο και στις δεξιές κυβερνήσεις δεν επεκτείνεται ώστε να περιλάβει τις κεντροαριστερές . Αυτές οι κυβερνήσεις επηρεάζονται πολύ πιο δυσμενώς από τις συνέπειες ενός μοντέλου που μειώνει την απασχόληση και απαγορεύει την παραγωγική ανάπτυξη. Αυτή η αντίφαση είναι πολύ πιο σοβαρή κατά τη διάρκεια ριζοσπαστικών διαδικασιών.

Η υπόθεση μιας μετα-φιλελεύθερης περιόδου παραβλέπει αυτές τις εντάσεις. Όχι μόνο ξεχνά ότι το ξεπέρασμα του νεοφιλελευθερισμού σημαίνει την έναρξη μιας διαδικασίας αντιστροφής στην εξάρτηση της περιοχής από τις εξαγωγές πρώτων υλών, εμπεριέχει επίσης μια σοβαρή έλλειψη σαφήνειας στον χαρακτηρισμό της περιόδου. Δεν εξηγείται ποτέ εάν ο μετα-φιλελευθερισμός αναφέρεται στις κυβερνήσεις ή στα πρότυπα συσσώρευσης.

Μερικές φορές υποδεικνύεται ότι ο όρος μετα-φιλελευθερισμός αναφέρεται σε μια περίοδο που αντιπαρατίθεται με την Συναίνεση της Ουάσιγκτον. Σ' αυτή την περίπτωση όμως, δίνεται έμφαση στην πολιτική στροφή προς την αυτονομία, ενώ αγνοείται η μονιμότητα του προτύπου εξαγωγής πρώτων υλών.

Ή υποστηρίζεται ότι μια πιο ουσιώδης αλλαγή στο οικονομικό μοντέλο θα υπερέβαινε αυτό που είναι δυνατόν να γίνει στη Λατινική Αμερική. Μια τέτοια στροφή θα συνεπαγόταν πιο ουσιαστικές αλλαγές στην κατεύθυνση ενός πολυπολικού καπιταλιστικού κόσμου που λέγεται ότι πρόκειται να αναπτυχθεί. Ωστόσο, ουδείς εξηγεί πώς θα άλλαζαν αυτοί οι διεθνείς μετασχηματισμοί την παραδοσιακή φυσιογνωμία της περιοχής. Ό,τι έλαβε χώρα την προηγούμενη δεκαετία απεικονίζει μια πορεία ανάπτυξης βασισμένη στις πρώτες ύλες, σε αντίθεση με ενέργειες που θα έπρεπε να είχαν αναληφθεί στην περιοχή ώστε να δημιουργηθεί μια βιομηχανική, διαφοροποιημένη και ολοκληρωμένη οικονομία.

Οι οπαδοί του προοδευτισμού υπερασπίζονται τη νεο-αναπτυξιακή οικονομική βάση της τελευταίας δεκαετίας, σημειώνοντας την έντονη αντίθεσή της με τον νεοφιλελευθερισμό. Αλλά αγνοούν τους πολλούς τομείς συμπληρωματικότητας μεταξύ των δύο μοντέλων. Αγνοούν επίσης το ότι καμιά απόπειρα μεγαλύτερης κρατικής ρύθμισης δεν αντέστρεψε ριζικά τις ιδιωτικοποιήσεις, ούτε εξάλειψε ριζικά την εργασιακή ανασφάλεια ούτε τροποποίησε τις πληρωμές του χρέους.[8]

Αυτές οι ανεπάρκειες δεν αποτελούν το “τίμημα που πληρώνεται ” για την ανάπτυξη ενός μετα-φιλελεύθερου σεναρίου. Διαιωνίζουν την εξάρτηση και την εξειδίκευση στις εξαγωγές πρωτογενών προϊόντων.

Βεβαίως, την τελευταία δεκαετία , σημειώθηκαν βελτιώσεις στον κοινωνικό τομέα, μεγαλύτερη κατανάλωση και κάποια οικονομική μεγέθυνση. Αλλά αυτό το είδος ανάκαμψης έχει συμβεί και σε άλλους κύκλους επιχειρηματικής ανάκαμψης και υψηλότερων τιμών των εξαγωγών. Εκείνο που δεν άλλαξε είναι το προφίλ του περιφερειακού καπιταλισμού και η προσαρμογή του στις τρέχουσες απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης.

Όταν αγνοείται αυτό το γεγονός υπάρχει η τάση να βλέπουμε προόδους εκεί που υπάρχει στασιμότητα και διαρκή επιτεύγματα εκεί που κυριαρχούν τα λάθη. Το υπόβαθρο του προβλήματος είναι η καθαγίαση του καπιταλισμού ως του μόνου εφικτού συστήματος. Οι θεωρητικοί του προοδευτισμού αποκλείουν την εκπλήρωση σοσιαλιστικών προγραμμάτων ή, στην καλύτερη περίπτωση, αποδέχονται την πιθανότητά τους σε κάποιο μακρινό μέλλον.

Με αυτή την προκείμενη, φαντάζονται ότι μπορεί να έχουν βιωσιμότητα τα ετερόδοξα, συμπεριληπτικά ή παραγωγικά σχήματα ενός λατινοαμερικανικού καπιταλισμού. Κάθε απόδειξη αποτυχίας αυτού του μοντέλου αντικαθίσταται από άλλη μια ελπίδα του ίδιου τύπου που καταλήγει στις ίδιες απογοητεύσεις.

Ασυλλόγιστος μανδαρινισμός

Τα πραγματικά προβλήματα που μαστίζουν τον προοδευτισμό συχνά δεν γίνονται αντιληπτά και η κριτική επικεντρώνεται αποκλειστικά στη γραφειοκρατία, τη διαφθορά ή την αναποτελεσματικότητα. Ξεχνιέται ότι αυτά τα προβλήματα μπορούν να εμφανιστούν κάθε στιγμή σε όλα τα οικονομικά μοντέλα και δεν αποτελούν το ιδιαίτερο στοιχείο της τελευταίας δεκαετίας.

Και εφόσον υποτίθεται ότι η μοναδική εναλλακτική σ' αυτές τις κυβερνήσεις [προοδευτικές] είναι μια επιστροφή της Δεξιάς, δικαιολογείται μια συμπεριφορά που καταλήγει να διευκολύνει την δεξιά παλινόρθωση.

Αυτή η συμπεριφορά παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια των διαμαρτυριών που ξέσπασαν υπό τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Οι υποστηρικτές των κυβερνήσεων αντέδρασαν βάσει της υπόθεσης ότι πίσω από τις διαμαρτυρίες ήταν η Δεξιά. Αμφισβήτησαν τους “αγνώμονες” που πήραν τους δρόμους, αλλά αγνόησαν τα λάθη που έκαναν οι προοδευτικές κυβερνήσεις.

Στη διάρκεια των απεργιών του 2014 και 2015 στην Αργεντινή, οι οπαδοί του προοδευτισμού επανέλαβαν τα παραδοσιακά επιχειρήματα του κατεστημένου. Κατήγγειλαν τον “πολιτικό” χαρακτήρα των απεργιών, σαν αυτό να μείωνε τη νομιμοποίησή τους. Επιτέθηκαν στον “εκβιασμό των πικετοφόρων”, παραβλέποντας το ότι τα αφεντικά και όχι οι αγωνιστές εμπλέκονται σε εκβιασμούς και ότι κινητοποιήσεις όπως το κλείσιμο οδών είναι τακτικές που χρησιμοποιούνται από τους εργάτες του ανεπίσημου τομέα ,οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα διαμαρτυρίας, προκειμένου να προστατευθούν.

Άλλοι προοδευτικοί προσπαθούν να απαξιώσουν τις απεργίες λέγοντας ότι “αύριο όλα θα είναι τα ίδια”, σαν μια πράξη δυναμικής διαμαρτυρίας από τους εργάτες να μην μπορεί να βελτιώσει τη διαπραγματευτική τους δύναμη. Και παρουσιάζουν την απεργία σαν πράξη “εγωισμού” από τους πιο εύπορους εργάτες, αν και αυτό το πλεονέκτημα βοήθησε να λάβουν χώρα ορισμένες από τις πιο σημαντικές κοινωνικές δραστηριότητες αντίστασης στην ιστορία της Αργεντινής.

Στη Βραζιλία, η αντίδραση του Κόμματος των Εργαζομένων ήταν παρόμοια. Δεν συμμετείχε όταν άρχισαν οι διαμαρτυρίες, το 2013. Εξέφρασε έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους διαδηλωτές και αποδέχθηκε το βάσιμο των πορειών διαμαρτυρίας μόνο όταν έγιναν μαζικό κίνημα. Η κυβέρνηση περιορίστηκε στο να κατηγορεί τη Δεξιά ότι ενθαρρύνει τη δυσαρέσκεια , αντί να δει τη λαϊκή απογοήτευση για μια κυβέρνηση που διορίζει νεοφιλελεύθερους υπουργούς.

Αυτή η εχθρότητα απέναντι στις κινητοποιήσεις ήταν το αποτέλεσμα της υποχώρησης του Κόμματος των Εργαζομένων. Το κόμμα είχε χάσει την ευαισθησία του απέναντι στα λαϊκά αιτήματα λόγω των στενών δεσμών του με επιχειρηματικά συμφέροντα και με τους τραπεζίτες. Η ηγεσία του διευθύνει την οικονομία προς το συμφέρον των καπιταλιστών και δείχνει έκπληκτη όταν η κοινωνική της βάση ζητά ό,τι ζητούσε πάντα.

Οι ίδιες εντάσεις εμφανίστηκαν στο Εκουαδόρ μπροστά στις πολυάριθμες προσφυγές των λαϊκών κινημάτων για την προστασία της γης και του νερού. Εφόσον οι πορείες διαμαρτυρίας τους συνέπεσαν με την απόρριψη εκ μέρους της Δεξιάς των ενεργειών της κυβέρνησης να φορολογήσει τα πολύ υψηλά εισοδήματα, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι χαρακτήρισαν τη σύγκλιση των δύο αυτών πράξεων ως μία και αυτή διαδικασία συντηρητικής παλινόρθωσης. Αντί να ευνοήσουν μια προσέγγιση με τους διαδηλωτές των κοινωνικών κινημάτων προκειμένου να σφυρηλατήσουν κοινό μέτωπο κατά των αντιδραστικών , οι οπαδοί του προοδευτισμού ευθυγραμμίστηκαν τυφλά με τον Κορέα.

Ό,τι συνέβη, όσον αφορά τις κοινωνικές διαμαρτυρίες, σ' αυτές τις τρεις χώρες που κυβερνιούνται από την Κεντροαριστερά απεικονίζει το πώς οι προοδευτικές κυβερνήσεις απομακρύνονται από το λαϊκό κίνημα. Γι' αυτό ακριβώς στρώνουν το δρόμο στην επιστροφή της Δεξιάς.

Διαφορές που υφίστανται ακόμη

Άλλοι συγγραφείς που απορρίπτουν τη μετα-φιλελεύθερη θέση αναγνωρίζουν μια εξάντληση του προοδευτικού κύκλου ως συνέπεια της επικράτησης του εξορυκτικού οικονομικού μοντέλου. Κατά την άποψή τους, τα έργα μεγάλων μεταλλευτικών επιχειρήσεων (στις περιοχές Tipnis, Famaitina, Yasuni, Aratiri)[9] και η προτεραιότητα που δίνεται στη σόγια και στους υδρογονάνθρακες έχουν μπλοκάρει τη μείωση της κοινωνικής ανισότητας. Και υποστηρίζουν ότι όλες οι κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική συγκλίνουν σε μια “συναίνεση πρωτογενών προϊόντων” που εντείνει την εξάρτηση από την παραγωγή και εξαγωγή πρώτων υλών (Svampa, 2014; Zibechi, 2016, Zibechi, 2015a).

Αυτή είναι μια ακριβής περιγραφή των συνεπειών ενός μοντέλου που προωθεί τις εξαγωγές πρώτων υλών. Αλλά είναι λάθος το ότι προϋποθέτει την επικράτηση μιας ενιαίας φυσιογνωμίας στην περιοχή. Παραλείπονται σημαντικές διαφορές που διαχωρίζουν τις δεξιές, κεντροαριστερές και ριζοσπαστικές κυβερνήσεις σε όλες τις άλλες πλευρές εκτός από αυτή του εξορυκτικού μοντέλου.

Η Βενεζουέλα δεν εξάλειψε την εξάρτησή της από το πετρέλαιο, η Βολιβία δεν απελευθερώθηκε από την κεντρική θέση που κατέχει η παραγωγή φυσικού αερίου και η Κούβα συνεχίζει να βασίζεται στην παραγωγή νικελίου ή στον τουρισμό. Όμως, αυτή η εξάρτηση δεν μετατρέπει τον Μαδούρο, τον Μοράλες ή τον Ραούλ Κάστρο σε ηγέτες όμοιους με τον Πένια Νέτο, τον Σάντος ή τον Πινιέρα. Οι εξαγωγές πρώτων υλών κυριαρχούν σε όλη τη λατινοαμερικάνικη οικονομία, αλλά δεν καθορίζουν το περίγραμμα των κυβερνήσεων.

Με την υπογράμμιση των βλαβερών αποτελεσμάτων του εξορυκτικού μοντέλου, οι επικριτές αυτοί αποφεύγουν, βεβαίως, την απλοϊκή μετα-φιλελεύθερη άποψη. Αλλά οι περιορισμοί του προοδευτισμού δεν μπορούν να αναχθούν απλώς στην ενίσχυση του αγρο-μεταλλευτικού προτύπου, ούτε μπορεί να προσδιοριστεί η νεο-αναπτυξιακή προσέγγιση από αυτό το χαρακτηριστικό. Εάν η εξόρυξη πρώτων υλών αποτελούσε το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του μοντέλου, δεν θα είχε σημαντικές διαφορές από τον νεοφιλελευθερισμό.

Οι οπαδοί της νεο-αναπτυξιακής πολιτικής προσπάθησαν να διοχετεύσουν τις προσόδους από τις αγρο-μεταλλευτικές δραστηριότητες στην εσωτερική αγορά και στη βιομηχανική ανασύνθεση. Απέτυχαν, αλλά είχαν κάποιον σκοπό που απουσιάζει από τους αντιπάλους τους ,τους οπαδούς του ελεύθερου εμπορίου.

Είναι σημαντικό να εξηγηθεί αυτή η διαφορά, εάν θέλει κανείς να αναπτύξει εναλλακτικές λύσεις. Οι απαντήσεις δεν αναδύονται μόνο από την αντίθεση με το εξορυκτικό μοντέλο. Ενάντια στον μετα-φιλελεύθερο καπιταλισμό που προωθούν οι θεωρητικοί της συνέχισης του προοδευτικού κύκλου, οι επικριτές τους δεν προβάλλουν τη σοσιαλιστική επιλογή. Αντίθετα, προβαίνουν σε γενικές εκκλήσεις για σχέδια που έχουν ως επίκεντρό τους την αύξηση του αριθμού των αυτο-διευθυνόμενων κοινοτήτων.

Αυτός ο τοπικιστικός ορίζοντας τείνει να παρακάμπτει την ανάγκη για ένα κράτος που διοικείται από τις λαϊκές πλειοψηφίες και το οποίο εναρμονίζει την προστασία του περιβάλλοντος με τη βιομηχανική ανάπτυξη. Η Λατινική Αμερική χρειάζεται να εθνικοποιήσει τις βασικές πηγές της οικονομίας της προκειμένου να χρηματοδοτήσει παραγωγικά σχέδια χρησιμοποιώντας τις προσόδους από την αγροτική και μεταλλευτική παραγωγή.

Η ωφελημένη θα ήταν η εργαζόμενη πλειοψηφία και όχι η καπιταλιστική μειοψηφία. Εδώ βρίσκεται η βασική διαφορά ανάμεσα στο σοσιαλισμό και στην νεο-αναπτυξιακή αντίληψη.

Οι θεωρητικοί της παρακμής του προοδευτισμού επικρίνουν τον αυταρχισμό των νεο-αναπτυξιακών κυβερνήσεων. Επισημαίνουν τους περιορισμούς των δημοσίων ελευθεριών, τις επιθέσεις στο ιθαγενικό κίνημα και την τάση προς τον συγκεντρωτισμό των εξουσιών στο πρόσωπο των προέδρων. Καταγγέλλουν την υποκατάσταση της δυναμικής της ηγεμονίας με την λογική του καταναγκασμού και το φίμωμα των φωνών που είναι ανεξάρτητες και εκτός επίσημης/αποδεκτής συζήτησης (Svampa, 2015; Gudynas, 2015; Zibechi, 2015b).

Όμως, καμιά από αυτές τις τάσεις δεν μετέτρεψε τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις σε αντιδραστικές. Η μοναδική περίπτωση είναι αυτή του προέδρου του Περού, Ολάντα Ουμάλα, που παρουσιάστηκε ως τσαβίστας αλλά ως πρόεδρος λειτούργησε με σιδηρά πυγμή και με νεοαποικιακή υποταγή.

Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε αυτές τις διαφορές, για να κρατήσουμε τις αποστάσεις από τα μηνύματα που διασπείρει η Δεξιά ενάντια στον “αυταρχισμό” και τον “λαϊκισμό”. Ενώ οι συντηρητικοί πολιτικοί προσπαθούν να συγχωνεύσουν την κριτική απέναντι στον προοδευτισμό σε μια απατηλή κοινή συζήτηση, η Αριστερά χρειάζεται να πάρει τις αποστάσεις της. Η σαφής αποκήρυξη των επιχειρημάτων και της στάσης των αντιδραστικών είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγει κανείς αυτή την παγίδα.

Αξίζει να θυμάται κανείς ότι η ριζοσπαστικοποίηση των διαδικασιών που βάλτωσαν λόγω της ατολμίας των οπαδών του προοδευτισμού είναι ένα καθήκον που αντιπαρατίθεται στην νεοφιλελεύθερη οπισθοχώρηση. Πιθανώς να υπάρχουν τομείς σύγκλισης με την Κεντροαριστερά, αλλά ποτέ με τη Δεξιά. Η αντιμετώπιση των αντιδραστικών είναι προαπαιτούμενο μιας πολιτικής μαζών.

Αυτές οι διαφορές ισχύουν σε όλες τις πλευρές και είναι ιδιαίτερα βάσιμες στην άσκηση της δημοκρατίας. Ο προοδευτισμός μπορεί να υιοθετεί αντιλήψεις καταναγκασμού, αλλά τα καταπιεστικά πρότυπα δεν αποτελούν μέρος της κουλτούρας του. Γι' αυτό και το πέρασμα από μορφές διακυβέρνησης που στηρίζονται στην ηγεμονία (με συναίνεση) σε μορφές που στηρίζονται στην κυριαρχία (καταναγκασμός) όσον αφορά την κρατική διοίκηση συνήθως συνοδεύεται από αλλαγές στον τύπο της κυβέρνησης. Οι διαφορές αυτές ανάμεσα στις κεντροαριστερές και στις δεξιές δυνάμεις που εμφανίστηκαν στην αρχή του προοδευτικού κύκλου εξακολουθούν να υπάρχουν.

Συγκεκριμένες αντιπαραθέσεις

Όλες αυτές οι τρέχουσες συζητήσεις παίρνουν τώρα επείγοντα χαρακτήρα στη Βενεζουέλα. Στη χώρα αυτή, η συζήτηση δεν γίνεται πάνω στη γενική διάγνωση περί συνέχισης ή εξάντλησης ενός σταδίου, αλλά πάνω στις συγκεκριμένες προτάσεις για τη ριζοσπαστικοποίηση ή την οπισθοχώρηση της μπολιβαριανής διαδικασίας.

Οι επαναστάτες υποστηρίζουν τη ριζοσπαστικοποίηση. Απορρίπτουν συμφωνίες με την αστική τάξη, προωθούν αποτελεσματικές δράσεις εναντίον των κερδοσκόπων και ευνοούν την εδραίωση της κοινοτικής εξουσίας. Αυτές οι πρωτοβουλίες αντανακλούν την τόλμη που χαρακτήριζε τις επιτυχείς επαναστάσεις του 20ού αιώνα. Καλούν για συνέχιση της επίθεσης πριν η Δεξιά επικρατήσει αποφασιστικά (Conde, 2015; Valderrama, Aponte, 2015; Aznárez, 2015; Carcione, 2015).

Η δεύτερη προσέγγιση υποστηρίζεται από σοσιαλδημοκράτες και αξιωματούχους που έχουν συμφέροντα στη διατήρηση του status quo. Οι θεωρητικοί τους δεν προωθούν ένα σαφές πρόγραμμα. Ούτε διαφωνούν ανοιχτά με τις ριζοσπαστικές θέσεις. Απλά δίνουν έμφαση στους σκοπούς, υποδεικνύοντας ότι η κυβέρνηση θα ξέρει πώς να βρει τον σωστό δρόμο.

Έχουν την τάση να κατηγορούν τον ιμπεριαλισμό για όλες τις δυσκολίες που ζει η Βενεζουέλα, αλλά δεν συμβάλλουν με ιδέες για το πώς θα αντιμετωπιστούν αυτές οι επιθέσεις. Καλούν να αναληφθούν νέες προσπάθειες για να καταπολεμηθεί η “αναποτελεσματικότητα” ή η “έλλειψη ελέγχου”, αλλά δεν αναφέρουν την εθνικοποίηση των τραπεζών, την απαλλοτρίωση όλων όσοι εμπλέκονται στη φυγή κεφαλαίων ή στον λογιστικό έλεγχο του χρέους.

Η απλή υπεράσπιση της μπολιβαριανής διαδικασίας (και της διατήρησής της) δεν θα λύσει προβλήματα στις σημερινές διλημματικές καταστάσεις. Χωρίς ανοιχτή συζήτηση για τις αιτίες που το τσαβίστικο κίνημα έχασε ψήφους μεταξύ των υποστηρικτών του, δεν υπάρχει τρόπος να ξεπεραστεί ο μεγαλύτερος κίνδυνος που θέτει η Δεξιά. Ούτε έχουν κανένα νόημα οι γενικές απόψεις ότι η κυβέρνηση “δεν υιοθέτησε ή δεν μπορούσε να υιοθετήσει” τις κατάλληλες πολιτικές.

Ακόμη πιο ασύνετο είναι το να κατηγορείται ο λαός ότι “ξέχασε” τι του έχει δώσει ο τσαβισμός. Αυτή η λογική υπονοεί ότι οι βελτιώσεις που παραχωρήθηκαν πατερναλιστικά από την κυβέρνηση θα έπρεπε να χειροκροτούνται χωρίς δισταγμό. Αυτά είναι εντελώς αντίθετα με την κοινοτική εξουσία και τον πρωταγωνιστικό ρόλο των εργαζομένων που οικοδομούν το δικό τους μέλλον.

Τα σχέδια περί μετα-φιλελεύθερου καπιταλισμού συγκρούονται με την πραγματικότητα της Βενεζουέλας. Αποδεικνύεται έτσι το ότι το μοντέλο αυτό [του μετα-φιλελεύθερου καπιταλισμού] βρίσκεται στη σφαίρα της φαντασίας και ότι υπάρχει ανάγκη να ανοίξουν δίοδοι κατά του καπιταλισμού, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η συντηρητική παλινόρθωση. Η απόρριψη αυτής της προσέγγισης με ένα βιβλίο συνταγών για το τι είναι αδύνατο να γίνει απλά ισοδυναμεί με το να σταυρώνει κανείς τα χέρια με μια αίσθηση ματαιότητας.

Κάποιοι διανοητές συμφωνούν μ' αυτό το χαρακτηρισμό, αλλά θεωρούν ότι “πέρασε ο καιρός” για το προχώρημα σ' αυτή την κατεύθυνση. Πώς όμως ορίζεται ο κατάλληλος χρόνος; Ποιο είναι το βαρόμετρο που μπορεί να δείξει το τέλος μιας διαδικασίας μετασχηματισμού;

Η απώλεια ενθουσιασμού, το αποτράβηγμα στην ιδιώτευση και οι διακηρύξεις του τύπου “αντίο στο τσαβίστικο κίνημα” είναι σήμερα διαδεδομένα. Όμως, οι άνθρωποι συνήθως αντιδρούν σε καταστάσεις ακραίας αντιξοότητας. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που διαιρέσεις και λάθη της Δεξιάς θα μπορούσαν να επιταχύνουν μια μπολιβαριανή αντεπίθεση.

Σοσιαλιστική ταυτότητα

Η συνέχιση, η αναγέννηση ή η εξάλειψη του προοδευτικού κύκλου στην περιοχή εξαρτάται από τη λαϊκή αντίσταση. Χωρίς αυτή τη διάσταση είναι αδύνατον να μάθουμε αν θα υπάρξει συνέχιση ή τερματισμός αυτής της περιόδου. Είναι τεράστιο λάθος να αποτιμούμε κυβερνητικές αλλαγές χωρίς αναφορά στα επίπεδα του αγώνα, της οργάνωσης ή της συνείδησης των καταπιεσμένων.

Προς το παρόν η Δεξιά έχει την πρωτοβουλία, αλλά ο χαρακτήρας της περιόδου συνολικά θα προσδιοριστεί στις κοινωνικές μάχες που οι ίδιοι οι συντηρητικοί θα επιταχύνουν, και αυτό είναι βέβαιο. Η έκβαση αυτών των συγκρούσεων δεν εξαρτάται μόνο από την ετοιμότητα για αγώνες. Βασικός παράγοντας θα είναι η επιρροή των σοσιαλιστικών, αντι-ιμπεριαλιστικών και επαναστατικών ρευμάτων.

Την τελευταία δεκαετία, οι παραδόσεις αυτών των ρευμάτων επικαιροποιήθηκαν μέσω των κοινωνικών κινημάτων και των ριζοσπαστικών πολιτικών διαδικασιών. Μια νέα γενιά μαχητών, ιδίως, ανανέωσε την κληρονομιά της κουβανέζικης επανάστασης και τον λατινοαμερικάνικο μαρξισμό.

Ο Τσάβες έπαιξε καίριο ρόλο σ' αυτή την ανάκαμψη και ο θάνατός του επηρέασε σοβαρά την αναγέννηση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας. Ο αντίκτυπος ήταν τόσο μεγάλος που ενέπνευσε την αναζήτηση για υποκατάστατα. Ένα παράδειγμα είναι ο κεντρικός ρόλος που αποδίδεται στον πάπα Φραγκίσκο, που τείνει να συγχέει ρόλους διαμεσολάβησης με ρόλους ηγεσίας.

Βεβαίως, κάποιες προσωπικότητες είναι χρήσιμες για τις διαπραγματεύσεις με τους εχθρούς. Ο πρώτος Λατινοαμερικάνος που ανήλθε στον παπικό θρόνο έχει ισχυρές επιδόσεις ως ενδιάμεσος στις σχέσεις με τον ιμπεριαλισμό. Η παρουσία του μπορεί να υπηρετήσει για να αρθεί ο οικονομικός αποκλεισμός της Κούβας, να αντιμετωπιστεί το σαμποτάζ των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων στην Κολομβία ή για να μεσιτεύσει ενάντια στις εγκληματικές συμμορίες που λειτουργούν στην περιοχή. Θα ήταν ανόητο να μην αξιοποιηθεί η χρησιμότητα του πάπα Φραγκίσκου ως γέφυρα για οποιαδήποτε από αυτές τις διαπραγματεύσεις.

Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο πάπας είναι πρωταγωνιστής στις μάχες ενάντια στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Πολλοί θεωρούν ότι ο Φραγκίσκος ηγείται αυτής της αντιπαράθεσης λόγω των μηνυμάτων του ενάντια στην ανισότητα, τη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία και την περιβαλλοντική καταστροφή.

Δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτές οι διακηρύξεις έρχονται σε αντίθεση με τη συνεχιζόμενη γενναιοδωρία του Βατικανού και τη χρηματοδότησή του μέσω σκοτεινών τραπεζικών επιχειρήσεων. Το διαζύγιο μεταξύ θρησκευτικού κηρύγματος και πραγματικότητας ήταν πάντα τυπικό χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής ιστορίας.

Ο πάπας υιοθετεί επίσης πολλά και ποικίλα προτάγματα του κοινωνικού δόγματος της Εκκλησίας που προωθούν μοντέλα καπιταλισμού με μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση. Αυτά τα σχήματα είναι σχεδιασμένα για να ρυθμίζουν τις αγορές, να διεγείρουν τη συμπόνια μεταξύ των πλουσίων και να εγγυώνται την υποταγή των φτωχών. Επεκτείνουν μια ιδεολογία που σφυρηλατήθηκε τον 20ό αιώνα στην πολεμική της κατά του μαρξισμού και των ευρέως αποδεκτών ιδεών του για την ανθρώπινη χειραφέτηση.

Οι απόψεις της Εκκλησίας δεν έχουν αλλάξει. Ο Φραγκίσκος προσπαθεί να τις αναστήσει, προκειμένου να ξεπεράσει την απώλεια μελών που βιώνει ο καθολικισμός προς άλλες, αντίπαλες πίστεις. Οι τελευταίες έχουν εκσυγχρονιστεί, είναι πιο προσβάσιμες από τις λαϊκές τάξεις και λιγότερο ταυτισμένες με τα συμφέροντα των κυρίαρχων ελίτ.

Η εκστρατεία του Βατικανού υπολογίζει στην αποδοχή των νέων μέσων επικοινωνίας, που εξαίρουν την εικόνα του Φραγκίσκου, παραβλέποντας το αμφίβολο παρελθόν του, στην εποχή της δικτατορίας στην Αργεντινή. Ο Μπεργκόλιο [κοσμικό επίθετο του πάπα – Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο –σ.τ.μ.] επιμένει στην παλιά του εχθρότητα απέναντι στη Θεολογία της Απελευθέρωσης, απορρίπτει τη σεξουαλική ποικιλομορφία, αρνείται τα δικαιώματα των γυναικών και αποφεύγει την τιμωρία των παιδόφιλων. Καλύπτει τους επισκόπους του που αμφισβητούνται από τις κοινωνίες (Χιλή), αγιοποιεί ιεραποστόλους που σκλάβωσαν ιθαγενείς πληθυσμούς (Καλιφόρνια) και διευκολύνει τις επιθέσεις ενάντια στην εκκοσμίκευση.

Είναι λάθος να θεωρήσει κανείς ότι η λατινοαμερικάνικη Αριστερά θα οικοδομηθεί σε ένα κοινό περιβάλλον με τον πάπα Φραγκίσκο. Και όχι μόνο γιατί υπάρχει μια διαρκής και τεράστια αντιπαράθεση ιδεών και σκοπών. Ενώ το Βατικανό συνεχίζει να στρατολογεί πιστούς προκειμένου να αποτρέψει τον αγώνα, η Αριστερά οργανώνει τους πρωταγωνιστές της αντίστασης.

Είναι σημαντικό να ενισχυθεί αυτή η μαχητική στάση, προκειμένου να δυναμώσει η πολιτική ταυτότητα των οπαδών του σοσιαλισμού. Η Αριστερά του 21ου αιώνα ορίζεται από την πάλη της κατά του καπιταλισμού. Ο αγώνας για τις κομμουνιστικές ιδέες της ισότητας, της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης είναι ο καλύτερος τρόπος να συμβάλουμε σε μια θετική έκβαση του προοδευτικού κύκλου.

Σημειώσεις:

1. Στις 21 Φεβρουαρίου έγινε δημοψήφισμα στη Βολιβία με ερώτημα αν θα ήθελε ο λαός να τροποποιηθεί το σύνταγμα ώστε να επιτραπεί σε προεδρικούς υποψηφίους να διεκδικήσουν παραπάνω από δύο θητείες, προκειμένου να θέσουν υποψηφιότητα ο Έβο Μοράλες και ο αντιπρόεδρος Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα για τρίτη φορά, στις προεδρικές εκλογές του 2019. Απορρίφθηκε με 51% προς 49%.

2.Η απόρριψη, το 2005, από τις κυβερνήσεις της Νότιας Αμερικής της πρότασης για Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου στη Βόρεια και Νότια Αμερική , με παρότρυνση του Ούγκο Τσάβες, αποτέλεσε σημείο καμπής στις σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και των περισσότερων λατινοαμερικανικών κυβερνήσεων.

3. BNDES, National Social and Economic Development Bank.

4. Trans-Pacific Partnership (TPP) and Transatlantic Trade and Investment Partnership (TTIP).

5. Ο Λέβι είναι τώρα επικεφαλής του οικονομικού τμήματος της Παγκόσμιας Τράπεζας.

6. Ο Παλόκι ήταν υπουργός Οικονομικών του Λούλα, αργότερα προσωπάρχης [συντονιστής της κυβέρνησης] στην πρώτη κυβέρνηση της Ρούσεφ.

7. PSUV – Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα Βενεζουέλας, ιδρύθηκε από τον Ούγκο Τσάβες.

8. Αυτό μπορεί να είναι κάπως υπερβολικό. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση του MAS στη Βολιβία ανακάλεσε πολλές από τις ιδιωτικοποιήσεις μεγάλων κλάδων που είχαν κάνει οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις. Και ο Κορέα αποκήρυξε μεγάλο μέρος του χρέους του Εκουαδόρ μετά από ανεξάρτητο λογιστικό έλεγχο των υποχρεώσεών του .

9. Το Tipnis αναφέρεται στα σχέδια της βολιβιανής κυβέρνησης να κατασκευάσει μια εθνική λεωφόρο μέσα σε ομώνυμο εθνικό πάρκο. Οι λαϊκές διαμαρτυρίες οδήγησαν σε προσωρινή αναστολή του έργου. Η Famaitina αναφέρεται στο σχέδιο μια καναδέζικης εταιρείας να αναπτύξει ένα ανοικτό χρυσωρυχείο στην Αργεντινή, στην ομώνυμη πόλη. Ύστερα από σθεναρές διαμαρτυρίας της κοινότητας το έργο αναστάλθηκε το 2012. Το Yasuni αναφέρεται σε μια πρόταση του Κορέα να ακυρώσει σχέδια εκμετάλλευσης υδρογοναθράκων σε μια περιοχή προστασίας της βιοποικιλότητας του εκουδοριανού Αμαζόνιου, εάν μπορούσε να βρεθεί διεθνής χρηματοδότηση που να αντισταθμίσει την απώλεια δυνητικών κρατικών εσόδων. Όταν δεν βρέθηκε η χρηματοδότηση , ο Κορέα απέσυρε την πρόταση. Το Aratirí αναφέρεται σε έργο ανοιχτού μεταλλείου σιδήρου στο Περού .

Παραπομπές
Aharonian, Aram, 2016. Venezuela, ejemplo cívico..., ¿y ahora qué?, 20-1.
Arana, Silvia, 2015. Respuesta a los profetas del “fin de ciclo” latinoamericano, 1-10.
Arkonada, Katu, 2015a. Fin del ciclo progresista o reflujo del cambio de época en América Latina, 8-9.
Arkonada Katu, 2015b. Fin de ciclo? La disputa por el relato, 18-12.
Aznárez, Carlos, 2015. Venezuela: Aún se está a tiempo de salvar la Revolución, 7-12.
Carcione, Carlos, 2015. Una mirada desde Venezuela: Lo que viene en América latina, 16-12.
Cieza, Guillermo, 2015. ¿Fin de ciclo o fin de cuento?, 2-10.
Colussi, Marcelo, 2015. Un espejo donde mirarse, 20-9.
Conde, Narciso Isa, 2015. Venezuela: causas, efectos y respuestas a un gran revés, 9-11.
Gómez Freire, Gonzalo, 2015. Para los que le echan la culpa a la “guerra económica”, 7-12.
Guerrero, Modesto Emilio, 2015. “La cuestión es que el gobierno bolivariano nunca se propuso...”, 11-12.
Gudynas, Eduardo, 2015. La identidad del progresismo, su agotamiento y los relanzamientos de las izquierdas, 7-10.
Iturriza, Reinaldo, 2015. Venezuela: Después del 6-D no hay chavismo vencido, 8-12.
Itzamná, Ollantay, 2015. Latinoamérica emergente: ¿se acaba la esperanza?, 24-9.
Mazzeo, Miguel, 2015. Hay que sembrarse en las experiencias del pueblo, 5-10.
Puga Álvarez, Valeria, 2015. América Latina en disputa: Contra la tesis del fin de ciclo, 22-11.
Rauber Isabel, 2015. La clave del protagonismo popular Gobiernos populares de América, 4-12.
Sader Emir, 2015a. El final del ciclo (que no hubo), 14-9.
Sader, Emir, 2016b. La izquierda del siglo XXI, 4-1.
Stedile, João Pedro, 2015, “O imperio passou a jogar máis duro”, 24-11.
Szalkowicz, Gerardo, 2015. Venezuela: golpe de timón o peligro de naufragio, 9-12.
Svampa, Maristella, 2014. Cristina, el maldesarrollo y el progresismo sudamericano, 13-11.
Svampa Maristella, 2015. Termina la era de las promesas andinas, 25-8.
Teruggi Marco, 2015. Venezuela: Recalculando (para vencer), 10-12.
Valderrama, Toby; Aponte, Antonio, 2015. Venezuela. El presidente Maduro y la revolución, 8-12.
Zibechi, Raul, 2015a. Raúl Hacer balance del progresismo, 4-8.
Zibechi, Raul, 2015b. Las tormentas que vienen, 27-11.
Zibechi Raul, 2016. Crisis de los gobiernos progresistas, 20-1.

Πηγή: http://www.socialistproject.ca/bullet/1229.php

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου