Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ και η κρίση του αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου

Το παρακάτω κείμενο βασίζεται σε ευρέα αποσπάσματα ενός άρθρου ( “The rise of American authoritarianism"--”Η άνοδος του αμερικανικού αυταρχισμού”, της νομικού Αμάντα Τομπ, 
 που επιχειρεί να εξετάσει τη μετεωρική άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική πολιτική σκηνή ,με βάση τα ευρήματα μιας ομάδας πολιτικών επιστημόνων που ερευνούν τις κοινωνικές αντιλήψεις πάνω στις οποίες εδράζεται η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ, στο νοσηρό περιβάλλον του φόβου που έχουν δημιουργήσει οι ελίτ των ΗΠΑhttp://www.vox.com/2016/3/1/11127424/trump-authoritarianism ). Ο ορίζοντας του άρθρου είναι αυστηρά περιορισμένος στις αυταρχικές ιδέες με τις οποίες είναι διαποτισμένο ένα μεγάλο μέρος της βάσης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, παρ' όλα αυτά παρέχει χρήσιμες σκέψεις για τη σύνδεση ανάμεσα στην πολιτική συμπεριφορά, τον κοινωνικό συντηρητισμό και την ιδεολογική χειραγώγηση . Ιδιαίτερη σημασία έχει το ότι επιβεβαιώνεται, σε μια άλλη ιστορική εποχή απ' αυτή του μεσοπολέμου, η τεράστια ενοχή των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων για την άνοδο υπερσυντηρητικών και ακροδεξιών μορφωμάτων και πόσο υποκριτικός είναι ο εκ των υστέρων αποτροπιασμός τους.

Το “μυστήριο”

Τα αμερικανικά ΜΜΕ , τον τελευταίο χρόνο, προσπαθούν να εξηγήσουν ένα “μυστήριο”: γιατί οι ψηφοφόροι των Ρεπουμπλικανών υποστηρίζουν έναν “ακροδεξιό λαϊκιστή”, χωρίς πολιτική εμπειρία, ο οποίος υιοθετεί ακραίες και συχνά παράξενες απόψεις; Πώς ο Ντόναλντ Τραμπ , φαινομενικά από το πουθενά, ξαφνικά έγινε τόσο δημοφιλής;

Αυτό που καθιστά την άνοδο του Τραμπ ακόμη πιο περίεργη, σύμφωνα με την αρθρογράφο, είναι η λαϊκή υποστήριξη η οποία διασχίζει τις δημογραφικές γραμμές , από την άποψη της μόρφωσης, του εισοδήματος, της ηλικίας ακόμη και της θρησκείας, που συνήθως οριοθετούν την απήχηση των υποψηφίων προέδρων. Και ενώ οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι για το προεδρικό χρίσμα αντλούν μεγάλη υποστήριξη μόνο από ένα τμήμα της κομματικής βάσης, όπως οι νότιοι ευαγγελιστές ή οι μετριοπαθείς των παράκτιων περιοχών, ο Τραμπ σημειώνει επιτυχίες από τον Κόλπο της Φλόριντας μέχρι τις πολίχνες της άνω Νέα Υόρκης (όπως έδειξε η λεγόμενη “Σούπερ Τρίτη” 15/3, που κέρδισε τις προκριματικές για το χρίσμα ακόμη και στη Φλόριντα, την Πολιτεία του εκλεκτού του κομματικού κατεστημένου Μάρκο Ρούμπιο).

Αξιοπερίεργο είναι επίσης, κατά την αρθρογράφο, το ότι οι υποστηρικτές του που εμφανίστηκαν ξαφνικά εκφράζουν σε μεγάλα ποσοστά ακραίες απόψεις οι οποίες εκτείνονται πέραν του συνηθισμένου φάσματος. Όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις στη Νότια Καρολίνα το 75% των ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων υποστηρίζουν την απαγόρευση εισόδου μουσουλμάνων στις ΗΠΑ ή το ένα τρίτο των υποστηρικτών του Τραμπ θέλει να απαγορευτεί η ομοφυλοφιλία , το πιο εντυπωσιακό δε είναι ότι το 20%, ενάμιση αιώνα μετά, πιστεύει ότι ο Λίνκολν δεν θα έπρεπε να είχε ελευθερώσει τους σκλάβους.

Μια ομάδα πολιτικών επιστημόνων που ερευνούν γενικότερα την ψυχολογία των ψηφοφόρων που χαρακτηρίζονται από την επιθυμία του “νόμου και της τάξης” και από φόβο απέναντι στους ξένους, που αναπτύσσουν αυταρχικές τάσεις όταν αισθάνονται ότι απειλούνται και αναζητούν ισχυρούς ηγέτες για να τους προστατεύσουν ασχολήθηκε και με το φαινόμενο Τραμπ, αναζητώντας συσχετισμούς ανάμεσα σ' αυτό και στις προαναφερθείσες διαθέσεις. Τα ευρήματα από μεγάλα δείγματα πιθανών ψηφοφόρων, σύμφωνα με την Αμάντα Τομπ, ήταν εντυπωσιακά: όχι μόνο αποκαλύφθηκε η σχέση ανάμεσα στις αυταρχικές αντιλήψεις των ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων και στην άνοδο του Τραμπ, αλλά φαινόταν να προδικάζουν αυτήν την υποστήριξη πιο αξιόπιστα από σχεδόν κάθε άλλο δείκτη (τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων στο Vox:) .

Σε βιβλίο ,το οποίο κυκλοφόρησε το 2009, δύο πολιτικών επιστημόνων που ανήκουν στην παραπάνω ομάδα (Authoritarianism and Polarization in American Politics, των Marc J. Hetherington και Jonathan D. Weiler), οι συγγραφείς, μέσω σειράς πειραμάτων και ανάλυσης δεδομένων , κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η πόλωση πουχαρακτηρίζει την αμερικανική πολιτική δεν τροφοδοτούνταν μόνο από το χρήμα και τα εκλογομαγειρεία ή από άλλες συχνά αναφερόμενες μεταβλητές, αλλά και από μια αρκετά μεγάλη ομάδα ψηφοφόρων – εκείνων που υπό ορισμένες συνθήκες εκδήλωναν αυταρχικές τάσεις. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, που αυτοπροβάλλεται ως το κόμμα των παραδοσιακών αξιών , του νόμου και της τάξης, φαίνεται πως έχει προσελκύσει ένα μεγάλο τμήμα ψηφοφόρων με αυτές τις διαθέσεις. Το φαινόμενο αυτό εντάθηκε τα πρόσφατα χρόνια λόγω δημογραφικών και οικονομικών αλλαγών, όπως η μετανάστευση, οι οποίες “ενεργοποίησαν” αυταρχικές τάσεις, οδηγώντας πολλούς Αμερικανούς να αναζητούν έναν ισχυρό ηγέτη που θα διατηρούσε το status quo, το οποίο κατά την αντίληψή τους απειλούνταν, και θα επέβαλλε το νόμο και την τάξη σε έναν κόσμο που τον προσλάμβαναν όλο και περισσότερο σαν ξένο. Σύμφωνα, μ' αυτούς τους συγγραφείς, συν τω χρόνω αυτή η ομάδα ψηφοφόρων απέκτησε αρκετή δύναμη ώστε η φωνή της να ακουστεί. Ο έντονος χαρακτήρας των φόβων της και η επιθυμία της να αποσοβήσει τις εκλαμβανόμενες ως απειλές με τη δύναμη, σύμφωνα με τους ερευνητές ήταν προδιαγεγραμμένο ότι θα την οδηγούσε προς έναν υποψήφιο που δεν θα έμοιαζε με τους συνήθεις και που οι απόψεις του θα ξεπερνούσαν τις "αποδεκτές" νόρμες. Έναν υποψήφιο σαν τον Ντόναλντ Τραμπ.

Με βάση αυτή την ερμηνεία, η αρθρογράφος διερευνά ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην αμερικανική πολιτική ζωή. Προσφεύγοντας και πάλι σε ευρήματα των πολιτικών επιστημόνων και των εταιρειών κοινωνικών ερευνών, υποστηρίζει ότι η άνοδος του Τραμπ αποτελεί απλώς σύμπτωμα ενός ευρύτερου φαινομένου –του αμερικανικού αυταρχισμού, όπως το ονομάζει-- που μετασχηματίζει τόσο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα όσο και την δυναμική της εθνικής πολιτικής, με συνέπειες που πιθανώς υπερβαίνουν τις προεδρικές εκλογές του τρέχοντος έτους.

Πώς ορίζεται ο αμερικανικός αυταρχισμός

Σύμφωνα με το άρθρο της Α. Τομπ, επί χρόνια, και πριν μπορεί κάποιος να φανταστεί ότι ένα πρόσωπο σαν τον Τραμπ θα μπορούσε να ηγηθεί στις προκριματικές εκλογές για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, ένα μικρό αλλά αξιόλογο μέρος της ακαδημαϊκής έρευνας επεξεργαζόταν ένα θέμα, που ανήκει εν μέρει στην πολιτική επιστήμη και εν μέρει την κοινωνική ψυχολογία και είχε αιχμαλωτίσει την προσοχή των πολιτικών επιστημόνων από την εποχή του ναζισμού.

Πώς οι άνθρωποι υιοθετούν σε τόσο μεγάλους αριθμούς και τόσο γρήγορα ακραίες πολιτικές απόψεις που μοιάζουν να συμπίπτουν με το φόβο απέναντι στις μειονότητες και την επιθυμία για έναν ισχυρό ηγέτη; Για να απαντηθεί το ερώτημα, οι θεωρητικοί μελέτησαν το φαινόμενο του αυταρχισμού , όχι τους δικτάτορες, αλλά το ψυχολογικό προφίλ των ανθρώπων που, υπό ορισμένες περιστάσεις, προκρίνουν ορισμένα είδη ακραίας αυταρχικής πολιτικής και ισχυρούς ηγέτες που θα την εφαρμόσουν. Το πολιτικό φαινόμενο του “δεξιού λαϊκισμού”, υποστηρίζουν οι ερευνητές, φαίνεται να ανταποκρίνεται με ακρίβεια στα ευρήματα της έρευνας για το πώς προκαλούνται και εκδηλώνονται οι αυταρχικές τάσεις.

Περί τα μέσα της δεκαετίας του 1990, είχε διαμορφωθεί το περίγραμμα μιας γενικής θεωρίας περί αυταρχισμού, όπως ορίζεται παραπάνω, που ολοκληρώθηκε το 2005 με το βιβλίο The Authoritarian Dynamic, τηςΑυστραλής καθηγήτριας Κάρεν Στένερ, η οποία μελετά τον αυταρχισμό, το ρατσισμό και την αδιαλλαξία . Σύμφωνα μ' αυτή τη θεωρία, υπάρχουν λανθάνουσες αυταρχικές τάσεις , οι οποίες μπορούν να “ενεργοποιηθούν” είτε μέσω ενός φαινομένου που εκλαμβάνεται ως απειλή ή λόγω μιας αποσταθεροποιητικής κοινωνικής αλλαγής , ωθώντας τμήματα του πληθυσμού προς αυταρχικές πολιτικές και αυταρχικούς ηγέτες. Οι άνθρωποι που έχουν αυτές τις τάσεις δίνουν προτεραιότητα στην κοινωνική ευταξία και στις ιεραρχίες που δημιουργούν μια αίσθηση ελέγχου μέσα σε έναν χαοτικό κόσμο. Οι αμφισβητήσεις αυτής της "εύτακτης" τάξης πραγμάτων –ποικιλομορφία, εισροή ξένων, κατάρρευση της παλιάς κοινωνικο-οικονομικής τους κατάστασης-- βιώνονται ως προσωπικές απειλές , διότι βάζουν σε κίνδυνο ό,τι εκλαμβάνεται ως προσωπική τους ασφάλεια.

Οι ΗΠΑ των τελευταίων δεκαετιών, κατά και μετά την κρίση διάγουν μια εποχή αλλαγών της κοινωνίας τους. Η χώρα γίνεται πιο ποικίλη εθνοτικά και θρησκευτικά, γεγονός που σημαίνει ότι πολλοί Αμερικανοί αντιμετωπίζουν το φυλετικό θέμα με καινούργιο τρόπο, και αυτό συμπίπτει με οικονομικές τάσεις που συντρίβουν την εργατική τάξη, και ειδικότερα τους λευκούς εργάτες που είχαν τα μεταπολεμικά χρόνια το στάτους της λεγόμενης “αμερικανικής μεσαίας τάξης” η οποία καταρρέει εισοδηματικά στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού.

Οι πολιτικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η θεωρία της “ενεργοποίησης” εξηγεί πολύ περισσότερα από ό,τι η καθαυτό άνοδος του Ντ. Τραμπ, τοποθετώντας τον εντός ευρύτερων τάσεων στην αμερικανική πολιτική: την πόλωση, τη δεξιά μετατόπιση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και την εμφάνιση μέσα σ' αυτό το κόμμα μιας ομάδας διαφωνούντων που αμφισβητεί το κομματικό κατεστημένο και επηρεάζει γενικότερα την αμερικανική πολιτική.

Η αρθρογράφος υποστηρίζει ότι ο συνδυασμός δημογραφικών, οικονομικών και πολιτικών παραγόντων, αφυπνίζοντας τις αυταρχικές τάσεις των ψηφοφόρων που συνασπίζονται περί τον Τραμπ, έχει δημιουργήσει ένα νέο πολιτικό κόμμα μέσα στο Ρεπουμπλικανικό – κάτι που γίνεται ορατό στην πορεία των προεδρικών εκλογών του 2016 και προβλέπεται ότι θα διαρκέσει πολύ μετά από αυτές.

Η ερμηνεία του

Όπως προαναφέρθηκε, η εν λόγω έρευνα αφετηριακά συνδεόταν με το ερώτημα που είχε τεθεί παλιότερα, πώς τόσο μεγάλο μέρος του γερμανικού πληθυσμού υιοθέτησε το ναζισμό. Στη δεκαετία του 1990, οι έρευνες έφυγαν από το πεδίο των καθαρά πολιτικών προτιμήσεων και επικεντρώθηκαν σε μερικά στοιχεία προσωπικών αντιλήψεων και συγκεκριμένα κατά πόσο υπερέχουν στον κοινό νου στοιχεία όπως η ιεραρχία, η τάξη και ο κομφορμισμός έναντι άλλων πιο δημοκρατικών στοιχείων, θέτοντας ως αντικείμενο έρευνας τις σχέσεις γονέων-παιδιών. Με αυτό τον τρόπο υπερκέρασαν προηγούμενες απόψεις που θεωρούσαν ότι κάποιοι άνθρωποι [ή λαοί] είναι εγγενώς κακοί και επικίνδυνοι και άνοιξαν το πεδίο των ερευνών σε στοιχεία διαμόρφωσης της προσωπικότητας. Στη συνέχεια, συνδύασαν τα ευρήματα με τα δημογραφικά δεδομένα, την πολιτική συμπεριφορά και τις πολιτικές προτιμήσεις, όπως καταγράφονται στην Παναμερικανική Μελέτη των Εκλογικών Αποτελεσμάτων που διεξάγεται κάθε έτος εθνικών εκλογών.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν οι ερευνητές άρχισαν να χρησιμοποιούν τα στοιχεία της Παναμερικανικής Μελέτης Εκλογικών Αποτελεσμάτων για να κατανοήσουν πώς επηρέαζαν οι αυταρχικές αντιλήψεις ορισμένων εκλογικών ακροατηρίων την αμερικανική πολιτική, διατύπωσαν τρεις ιδέες που βοηθούν στην ερμηνεία αρκετών φαινομένων, του Τραμπ συμπεριλαμβανομένου .

Η πρώτη αφορούσε την κομματική πόλωση. Στη δεκαετία του 1960, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα αυτοπροσδιορίστηκε ως κόμμα του νόμου, της τάξης και των παραδοσιακών αξιών με τη βλέψη να απευθυνθεί στους ψηφοφόρους που είχαν αυτές τις απόψεις και που οι ερευνητές τους προσδιορίζουν ως έχοντες αυταρχικές αντιλήψεις. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν , αυτά τα τμήματα των ψηφοφόρων προσελκύονταν όλο και περισσότερο προς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, όπου αποκτούσαν συν τω χρόνω επιρροή στα κομματικά πράγματα.

Η δεύτερη ήταν η θεωρία της “ενεργοποίησης” των λανθανουσών αυταρχικών αντιλήψεων σε τμήματα του εκλογικού σώματος υπό ορισμένες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Πυρήνας αυτής της θεωρίας είναι ότι οι άνθρωποι που έχουν αυταρχικές αντιλήψεις π.χ. στην οικογενειακή τους ζωή δεν υποστηρίζουν αναγκαία αυταρχικούς ηγέτες ή πολιτικές μέχρι να “ενεργοποιηθούν” αυτές οι αντιλήψεις. Η “θεωρία της κοινωνικής απειλής” βοηθά να εξηγηθεί η τάση να απορρίπτεται συλλήβδην καθετί που αλλάζει το κοινωνικό περιβάλλον . Η ενεργοποίηση μπορεί να προέλθει από την αίσθηση ότι κάποιες αλλαγές στη συνήθη κατάσταση συνιστούν απειλή για την κοινωνική τάξη πραγμάτων που πιστεύουν κάποιες ομάδες του πληθυσμού ότι τις προστατεύει. Ως αντίδραση, άτομα μετριοπαθή προηγουμένως θα μπορούσαν να υποστηρίξουν πολιτικούς και πολιτικές που σήμερα θα αποκαλούνταν τύπου Τραμπ. Άλλοι ερευνητές διαφωνούν και ισχυρίζονται ότι αυταρχικές αντιλήψεις υπάρχουν πάντα σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες, αλλά εκφράζονται όταν νιώθουν πως απειλούνται.Όμως και οι δύο σχολές σκέψης συμφωνούν ότι οι άνθρωποι δεν υποστηρίζουν ακραίες πολιτικές επειδή επικροτούν τον αυταρχισμό αυτόν καθ' εαυτόν, αλλά ως αντίδραση σε καταστάσεις που πιστεύουν [ή χειραγωγούνται για να θεωρούν] ως απειλητικές.

Η τρίτη σημαντική ιδέα ήταν πως ακόμη και άτομα που δεν έχουν αυταρχικές αντιλήψεις , όταν αισθάνονται φόβο αρχίζουν να συμπεριφέρονται πολιτικά όπως και όσοι εμφορούνται από αυταρχικές ιδέες.

Συνδυασμένες, οι τρεις αυτές ιδέες καταλήγουν, κατά την Α. Τομπ, στο εξής: όταν συμπίπτουν αλλαγές στις κοινωνικές νόρμες και φυσικές απειλές [όπως θεωρείται η τρομοκρατία στις ΗΠΑ], μπορεί να αφυπνίσουν αυταρχικές τάσεις σε έναν δυνητικά τεράστιο αριθμό ανθρώπων, εννοείται στο αμερικανικό περιβάλλον, που θα αναζητήσουν έναν ισχυρό ηγέτη και ακραίες πολιτικές, ως αναγκαίες λύσεις, για να αντιμετωπιστούν οι υποτιθέμενες απειλές.

Με βάση όλα αυτά, η αρθρογράφος καταλήγει ότι το πιο σημαντικό δεν είναι η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά μάλλον ο ζήλος και η έκταση της υποστήριξής του. Όπως αναφέρει, όλα αυτά τεκμηριώθηκαν κατά κάποιον τρόπο με μελέτες κοινής γνώμης που διεξήχθησαν από την έναρξη των προκριματικών εκλογών για το προεδρικό χρίσμα.

Πώς οι Ρεπουμπλικάνοι καλλιέργησαν τις αυταρχικές αντιλήψεις

Παρόλο που το άρθρο, και οι έρευνες στις οποίες στηρίζεται, μένει απλώς στη διαπίστωση της ύπαρξης και των συνθηκών εκδήλωσης των αυταρχικών αντιλήψεων και τάσεων σε μεγάλα τμήματα των ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και δεν εμβαθύνει στις πιο περίπλοκες ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές αιτίες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη και καλλιέργεια αυτών των αντιλήψεων, δίνει ορισμένες ερμηνείες με την ιστορική αναφορά στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και στην αλλαγή του κατά τη δεκαετία του 1960, μια κρίσιμη δεκαετία για τις ΗΠΑ, με το κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων, το αντιπολεμικό κίνημα, τα μεγάλα πολιτικά σκάνδαλα όπως το Γουότεργκεϊτ κ.λπ.

Σύμφωνα με τις έρευνες, συντριπτικό ποσοστό (65%) των ψηφοφόρων που εμφορούνται από αυταρχικές αντιλήψεις προτιμούν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ενώ το 75% των ψηφοφόρων που δεν εμφορούνται από τέτοιες αντιλήψεις προτιμά το Δημοκρατικό Κόμμα. Όμως αυτό δεν ίσχυε πάντα. Δεν πρόκειται για μια υπόθεση εξαρχής διαχωρισμού των εκλογικών σωμάτων, αλλά για μια πόλωση που αυξανόταν συν τω χρόνω.

Οι πολιτικοί επιστήμονες ανιχνεύουν την απαρχή αυτού του φαινομένου στη δεκαετία του 1960, όταν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα άλλαξε την εκλογική στρατηγική του για να κερδίσει τους αποξενωμένους από το κόμμα τους νότιους Δημοκρατικούς, καλλιεργώντας το φόβο της αλλαγής των κοινωνικών κανόνων – π.χ. των φυλετικών ιεραρχιών που μετασχηματίζονταν υπό την επίδραση του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα του μαύρου πληθυσμού. Το εν λόγω κόμμα υιοθέτησε επίσης την πλατφόρμα του “νόμου και της τάξης” με μια ισχυρή απεύθυνση προς τους λευκούς ψηφοφόρους που ανησυχούσαν για τις φυλετικές συγκρούσεις.

Αυτή η στροφή χαρακτήρισε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ως κόμμα των παραδοσιακών αξιών και κοινωνικών δομών – ρόλο που έκτοτε διατήρησε. Σε αντίστιξη, οι Δημοκρατικοί αυτοπροσδιορίστηκαν ως κόμμα των πολιτικών δικαιωμάτων, της ισότητας και της κοινωνικής προόδου – με άλλα λόγια ως κόμμα που προωθεί αλλαγές, [ανεξαρτήτως αν αυτός ο αυτοπροσδιορισμός ισχύει πάνταστην πράξη, για παράδειγμα επί Ομπάμα, ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν υπέρ των μεταναστών, έγιναν οι περισσότερες απελάσεις στην πρόσφατη ιστορία των ΗΠΑ].

Ο ρόλος του φόβου

Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάζει το άρθρο, ανάμεσα στους ψηφοφόρους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος το 42% υποστηρίζει τον Τραμπ, ενώ σ' αυτούς που χαρακτηρίζονται ως άκρως αυταρχικοί κοινωνικά αυτό το ποσοστό φτάνει στο 52%. Η έρευνα τεκμηριώνει ότι στην προτίμηση αυτή δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο ούτε το μορφωτικό επίπεδο ούτε το φύλο. Στους δε ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικανών που κατατάσσονται χαμηλά όσον αφορά τις αυταρχικές αντιλήψεις, το αντίστοιχο ποσοστό υποστήριξης κυμαίνεται στο 38%. Κρίθηκε από τους ερευνητές αρκετά υψηλό, οπότε στράφηκαν προς αναζήτηση εξηγήσεων. Σύμφωνα με τα ευρήματα, εκείνο που τους ωθεί προς τον Τραμπ είναι κυρίως αυτές που προβάλλονται ως εξωτερικές απειλές , πιο συγκεκριμένα η “απειλή του Ισλαμικού Κράτους ή του Ιράν”. Και όσο μεγαλύτερος είναι ο φόβος γι' αυτές τις απειλές, τόσο αυξάνεται η υποστήριξη στον Τραμπ. Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν το ρόλο που παίζει ο φόβος στην τροφοδότηση των τάσεων προς έναν ισχυρό /αυταρχικό ηγέτη ακόμη και μεταξύ ανθρώπων που κρίνονται ότι δεν έχουν αυταρχικές αντιλήψεις -- αντιδρούν πολιτικά σαν να έχουν. Αυτό συναρτάται, όπως υπογραμμίζει η Α. Τοντ, με το γεγονός ότι τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί όσο και τα φιλικά τους ΜΜΕ, όπως το Fox News, επί χρόνια λένε ασταμάτητα στους ακροατές τους ότι ο κόσμος είναι ένα τρομακτικό μέρος και ότι η κυβέρνηση δεν κάνει αρκετά για την ασφάλεια των Αμερικανών. Οι ψηφοφόροι των Ρεπουμπλικανών υφίστανται συστηματικά τον εκφοβισμό και αυτό τους οδηγεί , ανεξαρτήτως γενικότερων αυταρχικών αντιλήψεων , να υποστηρίζουν τον Τραμπ. Όσο δε το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο προσπαθεί να σταματήσει την άνοδο του Τραμπ υιοθετώντας τη ρητορική του, τόσο τον ενισχύει. [Έτσι επιβεβαιώνεται, από μια άλλη σκοπιά, πώς ο “πόλεμος κατά της τρομοκρατίας” είχε μια ισχυρή εσωτερική πτυχή χειραγώγησης του πληθυσμού στις ΗΠΑ και σε όλες τις δυτικές κοινωνίες. Κάτι ανάλογο συντελείται τώρα με την καλλιέργεια του φόβου περί “εισβολής προσφύγων και μεταναστών” στην Ευρώπη.]

Η έρευνα υποδεικνύει και άλλους παράγοντες, εκτός από τις θεωρούμενες εξωτερικές απειλές, που εκδηλώνονται πιο αργά, λιγότερο φανερά και πιθανώς είναι πιο ισχυροί, οι οποίοι παίζουν ρόλο στην ώθηση προς αυταρχικές πολιτικές επιλογές: π.χ. την “απειλή των κοινωνικών αλλαγών”. Είτε αυτές αφορούν τη διάβρωση των παραδοσιακών ρόλων των δύο φύλων, είτε την αυξανόμενη εθνοτικο-θρησκευτική ποικιλομορφία, είτε τις δημογραφικές μεταβολές λόγω μετανάστευσης, είτε πιο βαθιές αλλαγές που διαβρώνουν τις οικονομικές και κοινωνικές ιεραρχίες. Σ' αυτές τις συνθήκες, ανάμεσα στους έχοντες αυταρχικές αντιλήψεις, επικρατεί, σύμφωνα με τις έρευνες στις οποίες στηρίζεται η Α. Τομπ, η αναζήτηση ενός ισχυρού ηγέτη που θα μπορεί ακόμη και με τη βία να διατηρήσει το status quo.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξής επισήμανση του άρθρου: Δεν είναι και τόσο διαφωτιστικό να αποδοθεί πρώτα η άνοδος του Tea Party και τώρα του Τραμπ στην οργή που νιώθει η λευκή αμερικανική εργατική τάξη. Όντως υπάρχει οργή, αλλά υπάρχει κάτι πιο περίπλοκο από την απλή οργή.

Οι εργαζόμενοι έχουν βρεθεί σε συνθήκες τρομακτικής πίεσης από την εποχή της ύφεσης. Οι λευκοί ανάμεσά τους έχουν χάσει την προνομιούχο θέση που θεωρούσαν δεδομένη. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι τις επόμενες δεκαετίες θα αποτελούν μειονότητα , λόγω της μετανάστευσης και άλλων παραγόντων. Ο πρόεδρος είναι μαύρος και μη λευκά πρόσωπα γίνονται όλο και πιο συνηθισμένο φαινόμενο. Ομάδες μη λευκών διατυπώνουν συνεχώς πολιτικές απαιτήσεις και συχνά αυτές οι απαιτήσεις σχετίζονται με τον “νόμο και την τάξη” και τα όργανά τους , την αστυνομία, που επίσης διεγείρουν τις ανησυχίες όσων έχουν αυταρχικές αντιλήψεις.

Μερικοί από αυτούς τους παράγοντες θεωρούνται πιο βάσιμες απειλές από ό,τι άλλοι – η απώλεια των θέσεων εργασίας είναι πραγματικό και σημαντικό ζήτημα, ανεξάρτητα από το πώς αισθάνεται κανείς για την απώλεια των προνομίων των λευκών, αλλά δεν είναι η ουσία, κατά την αρθρογράφο. Η ουσία είναι ότι το όλο και πιο σημαντικό φαινόμενο που αποκαλεί “δεξιό λαϊκισμό, ή λαϊκισμό της λευκής εργατικής τάξης” φαίνεται να ευθυγραμμίζεται με την έρευνα για το πώς προκαλούνται και εκφράζονται οι αυταρχικές τάσεις μέσα σε τμήματα του πληθυσμού.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ανησυχίες των λευκών εργαζομένων είναι αβάσιμες , επειδή εκφράζονται πιθανώς μέσω αυταρχικής πολιτικής, αλλά έχει σημασία να κατανοηθεί καλύτερα γιατί συμβαίνει αυτό – και γιατί ασκεί τόσο βαθιά επίδραση στην αμερικανική πολιτική. Επιφανειακά , οι αυταρχικές τάσεις μοιάζουν με μια μετάπλαση των πιο σκληρών εκδηλώσεων κοινωνικού συντηρητισμού, ρατσισμού κοκ. Οι φιλελεύθεροι, υποστηρίζει η αρθρογράφος, συμπεραίνουν εύκολα ότι η αντίθεση σε πράγματα όπως ο γάμος ομοφύλων, η μετανάστευση και η ποικιλομορφία έχει τις ρίζες της στην εχθρότητα απέναντι σ' αυτές τις ομάδες – ότι είναι εκδηλώσεις ομοφοβίας, ξενοφοβίας και ισλαμοφοβίας. Όμως, με βάση τις έρευνες, τεκμαίρεται ότι αυτό που εμφανίζεται ως εχθρότητα ερμηνεύεται πιο πειστικά από τη θεωρία περί “ενεργοποίησης”. Τα άτομα που εμφορούνται από αυταρχικές αντιλήψεις ως προς την αντιμετώπιση κοινωνικών φαινομένων είναι πιο ευάλωτα σε μηνύματα που καλλιεργούν το φόβο απέναντι σε κάποιον συγκεκριμένο “άλλο” -- είτε έχουν αναπτύξει είτε όχι εχθρότητα απέναντι σ' αυτόν τον “άλλο”. Και οι φόβοι αυτοί μπορούν να αλλάζουν συνεχώς ανάλογα με τις ομάδες που παρουσιάζονται και προσλαμβάνονται ως πιο απειλητικές.

Από τον Σεπτέμβριο του 2001 (επίθεση στους Δίδυμους Πύργους), στις ΗΠΑ ΜΜΕ και πολιτικοί παρουσιάζουν συστηματικά τους μουσουλμάνους ως τους επικίνδυνους “άλλους” για την Αμερική και αυτό έχει αποτέλεσμα στα τμήματα του πληθυσμού που είναι πιο ευεπίφορα σε τέτοια μηνύματα.


Αλλάζει το κοινωνικό και πολιτικό τοπίο της Αμερικής;

Σημαντικό τμήμα των ερευνών αφορούσε το τι ακριβώς θέλουν οι ψηφοφόροι του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που εμφορούνται από αυταρχικές αντιλήψεις.Οι απαντήσεις έδειξαν ότι έχουν το δικό τους διακριτό σύνολο πολιτικών προτιμήσεων. Υποστηρίζουν τη λήψη των εξής πολιτικών μέτρων:
Χρήση της στρατιωτικής ισχύος αντί της διπλωματίας απέναντι σε χώρες που θεωρούν ότι απειλούν τις ΗΠΑ.
Αλλαγή του συντάγματος για να απαγορευτεί η υπηκοότητα σε παιδιά μεταναστών χωρίς νόμιμα έγγραφα.
Επιβολή περισσότερων ελέγχων στους εισερχόμενους από τα αεροδρόμια οι οποίοι μοιάζουν να έχουν μεσανατολίτικη καταγωγή, για να καταπολεμηθεί η τρομοκρατία.
Απαίτηση να φέρουν συνεχώς όλοι οι πολίτες εθνική κάρτα ταυτότητας για να την επιδεικνύουν στην αστυνομία όταν τους ζητείται, ώστε να καταπολεμηθεί η τρομοκρατία.
Να επιτρέπεται στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση η παρακολούθηση όλων των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων προς όσους συνδέονται με την τρομοκρατία.

Το πιο ενδιαφέρον όμως, όπως υπογραμμίζει το άρθρο, είναι ότι αυτό που διαφοροποιεί αυτά τα εκλογικά σώματα από τους υπόλοιπους ψηφοφόρους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος δεν αφορά το ποιες θεωρούν απειλές, αλλά η αποφασιστικότητα με την οποία υποστηρίζουν την κυβερνητική σιδερένια πυγμή.

Το εντυπωσιακό, κατά την αρθρογράφο, είναι πως οι οπαδοί των Ρεπουμπλικανών που εμφορούνται από αυταρχικές αντιλήψεις δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον , ακόμη και αντιτίθενται στις περικοπές φόρων των πλουσίων ούτε υποστηρίζουν τις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες που προωθεί την τρέχουσα περίοδο η αμερικανική κυβέρνηση. Πρόκειται για δύο θέματα που κατέχουν εξέχουσα θέση στην οικονομική ατζέντα του ρεπουμπλικανικού κατεστημένου . [Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι οι ψηφοφόροι των Ρεπουμπλικανών στρέφονται προς τον Τραμπ παρόλο που χρησιμοποιεί οξεία ρητορική κατά της επέμβασης των ΗΠΑ στο Ιράκ και στιγματίζει την πολιτική του χάους και της αποσταθεροποίησης που εφάρμοσαν στη Μέση Ανατολή – κάτι που φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με το σημείο (1).]

Το ότι το φαινόμενο των ψηφοφόρων με αυταρχικές αντιλήψεις μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υπάρχει ανεξάρτητα από τον Ντόναλντ Τραμπ και την έκβαση των προεδρικών εκλογών οδηγεί αναπόφευκτα, κατά την αρθρογράφο, στο ερώτημα πώς θα επιδράσει γενικότερα στο εν λόγω κόμμα και κατά προέκταση στην αμερικανική πολιτική. Η τρέχουσα προεδρική καμπάνια δείχνει την επίμονη παρουσία αυτού του φαινομένου –όπως εκφράζεται στο πρόσωπο του Τραμπ-- παρά την αντίθεση του κομματικού κατεστημένου [ή ακριβώς λόγω αυτής της αντίθεσης, σύμφωνα με άλλες ερμηνείες]. Παρότι η ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος μιμείται τη ρητορική του Τραμπ και οι άλλοι υποψήφιοι για το χρίσμα υιοθετούν θέσεις του έναντι των μουσουλμάνων ή των μεταναστών, κατά την κρίση των ερευνητών δεν μπορεί να ασκήσει κυβερνητική εξουσία με τον ακραίο τρόπο που υπονοούν αυτές οι θέσεις. Αυτό δημιουργεί περιβάλλον κρίσης για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Όπως το TeaPartyδημιούργησε διαιρέσεις και χάος σε επίπεδο Κογκρέσου, τώρα δημιουργείται η ίδια κατάσταση σε προεδρικό επίπεδο. Σύμφωνα με την αρθρογράφο, υπάρχει η πιθανότητα η ακραία συντηρητική βάση να ωθήσει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ακόμη δεξιότερα σε κοινωνικά ζητήματα και να υπονομεύσει την υποστήριξη προς τις παραδοσιακές [νεοφιλελεύθερες] οικονομικές πολιτικές.

Εν τω μεταξύ, οι παράγοντες που ενεργοποιούν το φόβο και τα αυταρχικά αντανακλαστικά πιθανώς θα γίνονται όλο και πιο ισχυροί. Π.χ. οι κοινωνικοί κανόνες που αφορούν τα φύλα, τη σεξουαλικότητα και τη φυλή θα αλλάζουν, κινήματα όπως το “Η ζωή των μαύρων μετράει” θα συνεχίσουν να αποδομούν την κληρονομιά των θεσμικών διακρίσεων, ,η χαοτική κατάσταση στη Μ. Ανατολή και οι συνέπειές της θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν στο ορατό μέλλον και αν συνεχιστούν οι τρέχουσες δημογραφικές τάσεις οι λευκοί Αμερικανοί θα αποτελούν μειοψηφία τις επόμενες δεκαετίες. Σύμφωνα με την αρθρογράφο, μακροχρόνια αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα υιοθετήσει πιο ακραία δεξιά γραμμή στα ζητήματα της μετανάστευσης και της αστυνόμευσης, της καλλιέργειας του φόβου για τους μουσουλμάνους και άλλες μειονότητες, ενώ ίσως αναγκαστεί να ακολουθήσει πιο ήπια πολιτική στα οικονομικά θέματα. Σε εκλογικό επίπεδο μπορεί να σημειώνει επιτυχία στις τοπικές εκλογές και στο Κογκρέσο, αλλά οι διαιρέσεις ίσως είναι τόσο μεγάλες ώστε να μην μπορεί να διεκδικήσει την προεδρία. Επί δεκαετίες το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα διαμόρφωσε σκόπιμα μια βάση με αυταρχικές αντιλήψεις και σημείωσε επιτυχία ως προς αυτό εξασφαλίζοντας την υποστήριξη στην εξωτερική του πολιτική και στην εσωτερική καταστολή – όμως αυτή η επιτυχία σε συνδυασμό με την οικονομική δυσπραγία των λαϊκών στρωμάτων απειλεί την ίδια τη συνοχή του.

[Οι ΗΠΑ, λοιπόν, δεν κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τις γενικότερες τάσεις κατάρρευσης των πολιτικών εκπροσωπήσεων που διατρέχουν όλες τις καπιταλιστικές χώρες λόγω , κυρίως, της οικονομικής κρίσης. Το ισχυρό δικομματικό σύστημα και η πλήρης απουσία εναλλακτικών πολιτικών λύσεων τροφοδοτεί την εμφάνιση αυτών των μεγάλων εσωτερικών ρηγμάτων.]

Μια σημείωση

Ο ορίζοντας του άρθρου δεν του επιτρέπει να δει ότι ισχυρός παράγοντας ώθησης προς τον Τραμπ είναι η απόρριψη του αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου αμφότερων των κομμάτων που έχει εμπλέξει τους Αμερικανούς σε συνεχείς πολέμους, έχει δημιουργήσει δεκάδες εκατομμύρια φτωχούς, άστεγους, άνεργους ευνοώντας το πολύ πλούσιο τμήμα του πληθυσμού τις τελευταίες δεκαετίες, με το οποίο διαπλέκεται στενά – μια “αντιπολιτική” στάση που στις συνθήκες των ΗΠΑ, όπως και σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες άλλωστε, εκφράζεται με ακραία συντηρητικά έως και ακροδεξιά χαρακτηριστικά. Η ρητορική του Τραμπ συμπεριλαμβάνει αυτά τα θέματα και απευθύνεται στα εκατομμύρια των Αμερικανών που αισθάνονται απέχθεια για ένα πολιτικό σύστημα το οποίο τους αγνοεί και αδιαφορεί για τα προβλήματά τους (βλ.http://left-flank.org/2016/01/25/the-trump-paradox-a-rough-guide-for-the-left/ ).Ακόμη και η αντιμεταναστευτική ρητορική του Τραμπ εντάσσεται, σύμφωνα με την παραπάνω άποψη, σ' αυτή την “αντιπολιτική” στάση, στην οξεία κριτική προς την πολιτική τάξη ως ¨ξεπουλημένη”, “ανίκανη” “παραδομένη στις εταιρείες-χρηματοδότες της” και την παρουσίαση του εαυτού του ως “εκτός των πολιτικών παζαριών, των λόμπι και εν τέλει ως μη πολιτικού”.

Τίθεται το εξής ερώτημα: γιατί εργαζόμενα στρώματα, που βιώνουν τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής και των πολέμων, δεν στρέφονται προς τα αριστερά; Στο πλαίσιο αυτού του κειμένου δύσκολα μπορεί να παρουσιαστεί μια επαρκής απάντηση. Όμως μπορούν να αναφερθούν ακροθιγώς ορισμένες παράμετροι. Στις ΗΠΑ ,αριστερά επισήμως θεωρείται το Δημοκρατικό Κόμμα. Ένα κόμμα που έχει ισχυρούς δεσμούς με το χρηματοπιστωτικό σύστημα και το σύμπλεγμα στρατού και υπηρεσιών πληροφοριών . Ο Ομπάμα συνέχισε σε όλους τους τομείς τις πολιτικές του Μπους και η χώρα βίωσε μια τεράστια επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα, ΄όπως δείχνει ο πολλαπλασιασμός των δολοφονιών Αφροαμερικανών από τις δυνάμεις καταστολής τα τελευταία χρόνια. Σε τι , λοιπόν, συνίσταται η διαφορά του Δημοκρατικού Κόμματος; Κυρίως στην πιο ανεκτική στάση σε θέματα όπως η φυλή, τα φύλα, η εθνότητα και οι σεξουαλικές προτιμήσεις, με ταυτόχρονη περιφρόνηση για τους εργαζόμενους οι οποίοι δύσκολα μπορούν να βρουν τη θέση τους σ' αυτό το πλαίσιο, εφόσον, μάλιστα, αγνοούνται ουσιώδη συμφέροντά τους, όπως σταθερή δουλειά, αξιοπρεπής μισθός , σύνταξη, περίθαλψη, εκπαίδευση.

Όλες οι εναλλακτικές λύσεις που παρουσιάστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες , όπως και του Μπέρνι Σάντερς τώρα, κινούνται στο πλαίσιο αυτού του κόμματος, και αδυνατούν να ανατρέψουν τη βάσιμα παγιωμένη αντίληψη ότι “όλοι ίδιοι είναι”, τουλάχιστον σε επίπεδο εθνικής πολιτικής. Η παρουσίαση της Χίλαρι Κλίντον, που μάλλον θα κερδίσει το χρίσμα των Δημοκρατικών για την προεδρία, ως προστάτιδας των καταπιεσμένων είναι μια απάτη. Οι επιδόσεις της ακόμη και σε ζητήματα φύλου και φυλής, το προνομιακό υποτίθεται πεδίο για τους Δημοκρατικούς, περιλαμβάνουν την καταστροφή της κοινωνικής πρόνοιας που έριξε π.χ. πολλές Αφροαμερικανίδες στην εξαθλίωση, ενώ η πολυδιαφημισμένη δημοκρατική μεταρρύθμιση στο σύστημα υγείας ουδέποτε υλοποιήθηκε από το Δημοκρατικό Κόμμα.

Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από άρθρο του Πολ Στριτ,(http://www.counterpunch.org/2016/03/11/the-donald-can-happen-here-trumpensteins-neo-weimar-creators/)στο άκρως προοδευτικό ,για τα αμερικανικά δεδομένα, περιοδικό “Counterpunch”: “Από μια άποψη, ο Τραμπ είναι προϊόν της ίδιας απογοήτευσης από την πολιτική που έδωσε τη δυνατότητα στον Μπέρνι Σάντερς να επιβιώσει (και να κερδίσει σημαντικό έδαφος) στην καμπάνια ενάντια στη Χίλαρι Κλίντον. Αλλά ενώ ο Σάντερς εκφράζει τη στρατηγική της πολιτικής τάξης για να ξεπεράσει την κρίση της αμερικανικής πολιτικής με μια ασυνήθιστα προοδευτική λαϊκιστική πολιτική ρητορική, ο Τραμπ είναι ο 'υποψήφιος του χάους' – ένας παρείσακτος που δεν φοβάται να κατονομάσει την αδυναμία της πολιτικής τάξης και να βάλει φιτίλι στα θεμέλιά της”. Και συμπληρώνει ότι αν ο Τραμπ είναι ο Φρανκενστάιν που δημιούργησαν οι Ρεπουμπλικάνοι, άλλο τόσο είναι ο Φρανκενστάιν των Κλίντον-Ομπάμα , του εναγκαλισμού τους με τη Γουόλ Στριτ, και των μεγάλων εταιρειών των μέσων μαζικής ενημέρωσης. “Όλα αυτά”--αναφέρει συμπερασματικά-- “ υποδεικνύουν ότι είναι πολύ νωρίς για να πει με βεβαιότητα κανείς ότι ένας Δημοκρατικός υποψήφιος μπορεί εύκολα να συντρίψει τον Τραμπ. Επίσης, μια νίκη του Τραμπ δεν θα έπρεπε να θεωρείται στέρεα απόδειξη μιας βαθύτερης δεξιάς μετατόπισης στην αμερικανική κοινωνία ή σε ένα σημαντικό τμήμα της. Ωστόσο, εάν ο Τραμπ πάρει το χρίσμα, αυτό που μοιραία θα επιφέρει είναι μια κλιμάκωση των πανικόβλητων θεατρινισμών μιας πολιτικής τάξης που η κρίση της ίσως έχει να κάνει με το ότι φτάνει σε κάποιο κρίσιμο σημείο πέραν του οποίου υπάρχει ανεξέλεγκτη δυναμική αλλαγών”. Άλλο άρθρο του ίδιου περιοδικού (Andrew Levine, VotingWithYourHead: AgainstHillary) , θυμίζοντας τα κατασκευασμένα δίπολα (ΠΑΣΟΚ-Δεξιά, Τσίπρας-Μητσοτάκης κοκ) που παρουσιάζονται και στην ελληνική πολιτική ζωή, αναφέρει το εξής: “Κάντε τον κόσμο να φοβάται αρκετά για το 'φασισμό' του Τραμπ και να θεωρεί ότι μόνο κάποιος 'κεντρώος' σαν την Κλίντον με το προφίλ του savoir-faire [αυτού που γνωρίζει τι να κάνει] μπορεί να τον κατατροπώσει και θα έχετε ήδη μειώσει τις πιθανότητες εμφάνισης ενός αυτοτελούς και αυθεντικά προοδευτικού κινήματος. Γι' αυτό έχουν σημασία για το κατεστημένο οι κλιντονικοί . ... Η ζημιά που έγινε στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα χάρη στις μηχανορραφίες του Τραμπ – μαζί με την ταπεινωτική ήττα που υπέστη από την οικογένεια Μπους λόγω της καταστροφικής προεδρίας του Τζορτζ Μπους και των έκδηλων ελαττωμάτων του αδελφού του Τζεμπ-- είναι τα καλύτερα πράγματα που έχουν συμβεί στην αμερικανική πολιτική, όσο θυμόμαστε”. ΟLevine αναφέρει επίσης ότι η ρητορική του Τραμπ που απευθύνεται στην εργατική τάξη, μιλώντας κατά των μεγάλων εταιρειών που μεταφέρθηκαν στις χώρες χαμηλού εργασιακού κόστους καταστρέφοντας θέσεις εργασίας, για την απομάκρυνση των ιδιωτικών ασφαλιστικών από την υγεία, κατά της εξαίρεσής τους από την αντιτράστ νομοθεσία, για τη στραγγαλιστική λαβή των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών στην πολιτική ζωή κ.λπ, είναι αυτή που έκανε την ελίτ των Ρεπουμπλικανών να μπλοκάρει την υποψηφιότητά του για το προεδρικό χρίσμα και όχι ο “λευκός εθνικισμός, ο σεξισμός και ο αυταρχισμός του” -- που εξάλλου αποτελούν βασικά στοιχεία της ρεπουμπλικανικής ατζέντας διαχρονικά.

Τα πράγματα , συνεπώς, με το προεδρικό χρίσμα και την εκλογή προέδρου στις ΗΠΑ δεν είναι τόσο απλά –ένας “προοδευτικός υποψήφιος” για το προεδρικό χρίσμα, ένας “φασίστας”, και τελικά η ευτυχής κατάληξη με την υποστήριξη του “μικρότερου κακού”--, αλλά, όπως δείχνει η αμερικανική συζήτηση, ελάχιστο μέρος της οποίας απλώς θίξαμε εδώ, πολύ πιο σύνθετα και αποτελούν το πρόκριμα παρά το τέλος των εξελίξεων.

Επιλογή-παρουσίαση-μετάφραση-σημειώσεις: Αριάδνη Αλαβάνου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου