Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Μαθήματα από την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ: για μια διαφορετική Ευρώπη χρειάζεται και ιδεολογία και πολιτικές ικανότητες

του Κας Μούντε 
Tην ώρα που ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προσπαθούσε να περάσει την σχεδόν καθολικά αντιδημοφιλή Συμφωνία από το Κοινοβούλιο χωρίς να διαλυθεί το δικό του κόμμα, ο όλο και περισσότερο αταίριαστος με το όνομά του Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, είχαν αρχίσει ήδη να γράφουν την ιστορία της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ οι απογοητευμένοι πρώην και νυν υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και οι ανακουφισμένες ελίτ οι φιλικές προς την ΕΕ. Και ενώ ο πρώτοι εμμονικά επιχειρούν να μεταθέσουν και να«εξαγάγουν» την ενοχή, προβάλλοντας το τοξικό επιχείρημα περί «εκβιασμού» και «ταπείνωσης» ή ποικίλες θεωρίες συνωμοσίας τύπου #ThisIsACoup, οι δεύτερες υποστηρίζουν ότι έφταιξε κυρίως η φύση και ο χαρακτήρας του ΣΥΡΙΖΑ, ο «ριζοσπαστικά αριστερός», ο «λαϊκίστικος», ο «ιδεολογικός». Επιμένουν ότι αυτά τον οδήγησαν στην αποτυχία, πράγμα που σημαίνει ότι όλατα παρόμοια ιδεολογικά εγχειρήματα είναι καταδικασμένα να αποτύχουν.
Προφανώς δεν έγινε «πραξικόπημα». Αν και πολλοί Έλληνες όντως αισθάνονται «ταπεινωμένοι», δεν είναι «θύματα» «εκβιασμού». Εκβιασμός σημαίνει «ποινικά κολάσιμη πράξη, μέσω της οποίας απαιτείς χρήματα από κάποιον, ως αντάλλαγμα για τη μη αποκάλυψη παραπτωμάτων του ήπληροφοριών ζημιογόνων γι' αυτόν». Δεν είναι μόνον το γεγονός ότι η Ελλάδα θα λάβει χρήματα από τους υποτιθέμενους εκβιαστές αντί να πιεσθεί για να τους πληρώσει, αλλά επίσης, η Ελλάδα ή οι ηγέτες της δεν απειλήθηκαν μεαποκάλυψη κανενός «παραπτώματός τους ή ζημιογόνου γι' αυτούςπληροφορίας».
Αυτό που συνέβη στις Βρυξέλλες συμβαίνει κάθε μέρα σ' όλο τον κόσμο: ένας ισχυρός εταίρος πρότεινε σ' έναν αδύναμο εταίρο μια δυσμενή συμφωνία και δεν είχε διάθεση να δεχτεί ή να σκεφτεί σοβαρά κάποια από τα επιχειρήματα του αδύνατου εταίρου. Τελικά ο αδύναμος εταίρος επέλεξε να αποδεχθεί τη δυσμενή συμφωνία. Υπήρχε εναλλακτική λύση, η Grexit, και η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να μη την υιοθετήσει. Όλα αυτά έγιναν ανοιχτά, ή τουλάχιστον τόσο ανοιχτά όσο επιτρέπει η αδιαφάνεια στα πολιτικά πράγματα της ΕΕ. Δύσκολα μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε πως δίστασε να εκφράσει τις προτιμήσεις του ή ότι τις απέκρυψε.
Ως προς την άλλη πλευρά των επιχειρηματολογούντων: στις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την ελάφρυνση της λιτότητας υπήρχε πολύ λίγη «ριζοσπαστική αριστερά» - άλλωστε την βασική υποστήριξη την έλαβε από καθιερωμένους οικονομολόγους και από άλλους εμπειρογνώμονες. Ο δε λαϊκισμός του δημιούργησε πράγματι ένα τοξικό πολιτικό περιβάλλον, στο οποίο οι αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ δέχτηκαν επιθέσεις ως «πέμπτη φάλαγγα της Γερμανίας» ή «τρομοκράτες». Ωστόσο οι πιο πολλοί κατεστημένοι πολιτικοί είναιεπαγγελματίες, οι οποίοι ξεπερνούν τις προσωπικές τους αντιπάθειες, αν τα οφέλη που θα προκύψουν είναι αρκετά υψηλά, πράγμα που επαληθεύτηκε όταν τα φιλομνημονιακά κόμματα υπέγραψαν «Κοινή Δήλωση» με τον Τσίπρα και με συνέπεια ψήφισαν υπέρ της Συμφωνίας στο κοινοβούλιο. Τέλος, το δόγμα του Τόνυ Μπλερ, σύμφωνα με το οποίο οι αριστερές πολιτικές μπορούν να γίνουν πράξη μόνον μέσω του «πραγματισμού», πολύ λίγο επαληθεύεται από την εμπειρία. Συγκεκριμένα, ο ίδιος ο Μπλερισμός πραγματοποίησε ελάχιστους πολιτικούς στόχους της αριστεράς.
Παρόλο που η ριζοσπαστική αριστερή και η λαϊκιστική ιδεολογία δεν βοήθησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις διαπραγματεύσεις του με την ΕΕ, αυτά ήταν έμμεση και όχι η άμεση αιτία της τελικής αποτυχίας του. Ως επιβεβαίωση, ένας από τους πιο γνωστούς και πιο φανερούς (πρώην;) υποστηρικτές του Τσίπρα, ο νομπελίστας οικονομολόγος Paul Krugman, έκανε σε πρόσφατη συνέντευξητην πιο εύστοχη παρατήρησή του σχετικά με την ελληνική κρίση: Είπε, ως ευφημισμό μάλλον, πως «μπορεί και να είχα υπερεκτιμήσει την ικανότητα τηςελληνικής κυβέρνησης». Την υπερεκτίμησες Πωλ, το ίδιο έκαναν και οι περισσότεροι άλλοι συνοδοιπόροι από τη διεθνή κοινότητα. Τείνω να πιστέψω ότι πολλοί Έλληνες ψηφοφόροι δεν εμπιστεύτηκαν τόσο στις δυνατότητές του ΣΥΡΙΖΑ να καταφέρει κάποιες αλλαγές, αλλά κυρίως τον ψήφισαν γιατί απλά δεν έβλεπαν άλλη καλύτερη εναλλακτική λύση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε, πριν απ' όλα, επειδή το κόμμα και οι ηγέτες του - για να μη μιλήσουμε για τον εταίρο του στον κυβερνητικό συνασπισμό, τους Ανεξάρτητους Έλληνες - ήταν απροετοίμαστοι για να κυβερνήσουν. Ήταν καλοπροαίρετοι ερασιτέχνες που έπεσαν στα χέρια άκαμπτων αλλά έμπειρων πολιτικών όπως ο Σόιμπλε. Τυφλωμένοι από την ιδεολογία τους, είχαν την πεποίθηση ότι τα επιχειρήματά τους ήταν απολύτως σωστά και το μόνο πουχρειαζόταν ήταν η υποστήριξη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού - εξ ου και το δημοψήφισμα - για να πείσουν και την υπόλοιπη ΕΕ πως αυτοί ήταν οι πιο διορατικοί.
Το καλύτερο παράδειγμα αυτού του ερασιτεχνισμού που αυτοδικαιώνεται, είναι αναμφίβολα ο νέος αγαπημένος της ευρωπαϊκής αριστεράς του χαβιαριού[gauche caviar] Γιάνης Βαρουφάκης, τώρα πια πρώην υπουργός Οικονομικών.Στην πρώτη του (από τις πολλές) αποκαλυπτικές συνεντεύξεις μετά την παραίτησή του, παραπονέθηκε πως ενώ προσπαθούσε να «μιλήσει ως οικονομολόγος» στο Eurogroup, συνάντησε «απόλυτη άρνηση για ανταλλαγή οικονομολογικών επιχειρημάτων». Ωστόσο, ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι ησυνέχεια της δήλωσής του: «Και αυτό είναι τρομακτικό για κάποιον που έχει συνηθίσει σε ακαδημαϊκές συζητήσεις». Όπως ξέρουν οι πιο πολλοί ακαδημαϊκοί που έχουν συγχρωτιστεί κατά καιρούς με φορείς χάραξης πολιτικής, οι πολιτικοί δεν ενδιαφέρονται για μακρόσυρτες θεωρητικές«διαλέξεις». Επιπλέον, πολλά μέλη του Eurogroup δεν είχαν διάθεση να«διδάσκονται» ειδικά από έναν εκπρόσωπο χώρας που τους χρωστούσε χρήματα.
Προφανώς, το βασικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι πρότεινε έναν «τρίτο δρόμο», για διάσωση χωρίς λιτότητα, που μπορούσε να πείσει μια πλειοψηφία απελπισμένων Ελλήνων ψηφοφόρων, παρά το γεγονός ότι το δρόμο αυτόν τον απέρριπταν διαρκώς και ρητά τα άλλα μέλη της Ευρωζώνης. Οι πολιτικοί τουΣΥΡΙΖΑ το ήξεραν αυτό, τουλάχιστον μετά τις εκλογές του 2012, όμως επέλεξαν να αφιερώνουν όλο το χρόνο τους στις επικρίσεις κατά των κατεστημένων κομμάτων και στην προπαγάνδιση των δικών τους μη ρεαλιστικών εναλλακτικών λύσεων. Αντίθετα, δεν προετοίμασαν σταθερές βάσεις για τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις με την Τρόικα.
Πρώτα απ' όλα, δεν εκπόνησαν ούτε καν ένα στοιχειώδες σχέδιο για μιαεναλλακτική λύση σε περίπτωση αναδίπλωσης, λόγου χάρη Grexit. ΟΒαρουφάκης υποστήριξε πρόσφατα ότι το μόνο που είχε συζητηθεί ήταν η λήψη ορισμένων εναλλακτικών μέτρων τη νύχτα του δημοψηφίσματος - τι ειρωνεία, ωστόσο δεν μπόρεσε να πείσει για τη σκοπιμότητά τους τους συναδέλφους του βασικούς υπουργούς. Ακόμη και αν είναι αλήθεια ότι ο Τσίπρας και άλλοι, ήδη από το 2014 προσέγγισαν πολλούς παράγοντες απόχώρες - μη μέλη της ΕΕ και συγκεκριμένα από την Κίνα, το Ιράν και από τη Ρωσία, προκειμένου να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση σε ενδεχόμενο Grexit, αυτό πολύ δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί προετοιμασία για περίπτωση αναδίπλωσης. Αντίθετα, άν όντως είχαν σκεφτεί σοβαρά πως η Ρωσία (κυρίως) θα μπορούσε και θα ήθελε να χρηματοδοτήσει μια Grexit, αυτό είναι οδυνηρή απόδειξη ελλιπούς κατανόησης του διεθνούς πολιτικού πλαισίου: ως γνωστόν, η χώρα αυτή παλεύει με τη δική της οικονομική κρίση και έχει να αντιμετωπίσει την επιβολή κυρώσεων εκ μέρους της ΕΕ και των ΗΠΑ για το ουκρανικό ζήτημα.
Δεύτερον και πιο σημαντικό: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να συγκεντρώσει διεθνή υποστήριξη για την εναλλακτική λύση του. Όπως έγινε φανερό από τις πρόσφατες διαπραγματεύσεις, οι Γάλλοι και οι Ιταλοί σοσιαλδημοκράτες ήταν ανοιχτοί σε μια χαλάρωση των όρων λιτότητας. Αλλά αντί να επιδιώκουν να κερδίσουν πιθανούς συμμάχους από το καθιερωμένο πολιτικό φάσμα, ιδιαίτερα από τις άλλες χώρες που έχει πλήξει σκληρά η κρίση, οι πολιτικοί του ΣΥΡΙΖΑεπέκριναν τις χώρες της Νότιας Ευρώπης για το δικό τους χειρισμό της κρίσης και του χρέους. Η βασική στρατηγική τους φαίνεται πως ήταν η αναμονή να έρθουν στην εξουσία άλλα «ριζοσπαστικά αριστερά» κόμματα στη Νότια Ευρώπη και στη συνέχεια να επαναδιαπραγματευθούν συλλογικά τα Μνημόνια.Το προφανές πρόβλημα ήταν τι προηγείται και τι έπεται χρονικά. Η Ελλάδαήταν αναγκασμένη να διαπραγματευτεί τις συμφωνίες της πολύ γίνουν οι εκλογές στις άλλες χώρες. Πέρα από αυτό, υπάρχουν πολύ λίγες ενδείξεις ότι τα άλλα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα θα γίνουν τα ισχυρότερα κυβερνητικά κόμματα σε νέες κυβερνήσεις των χωρών του Νότου.
Συνεπώς, όταν ο Τσίπρας συναντήθηκε με τους ομολόγους του στις Βρυξέλλες, δεν είχε ούτε πραγματικούς συμμάχους ούτε εναλλακτική επιλογή. Αντίθετα, μόνον τότε, κάτω από ακραία πίεση χρόνου και πίεση από την κοινή γνώμη, προσπάθησε να πείσει τους άλλους Ευρωπαίους ηγέτες για την εναλλακτική λύση του. Όταν κατάλαβαν ότι μπλοφάρει, αυτός δεν μπορούσε να απειλήσει με Grexit και αντ' αυτού ζήτησε «δημοκρατική εντολή» στο ελληνικό δημοψήφισμα. Όμως, παρόλο που η ψήφος των πολιτών υπέρ του «όχι»εξέπληξε τους ηγέτες του Eurogroup, είναι προφανές ότι δεν επηρέασε πραγματικά την πολιτική τους θέση. Εκτός των άλλων, και η δική τους δημοκρατική εντολή προέρχεται από τους δικούς τους ψηφοφόρους και σε πολλές χώρες οι ψηφοφόροι κάθε άλλο παρά συμπάθεια ένοιωθαν για την δυσχερή θέση της Ελλάδας. Να σημειώσουμε ως παράδειγμα, ότι την τωρινήαποδοχή του Τσίπρα από περίπου 60 % των Ελλήνων πολιτών, η αντίστοιχη του Σόιμπλε την υπερβαίνει (70 %), πέρα από το γεγονός ότι οι Γερμανοί είναι περίπου 8 φορές περισσότεροι από τους Έλληνες.
Το πιο σημαντικό δίδαγμα λοιπόν, δεν είναι ότι «μια άλλη Ευρώπη» είναι κατ' ανάγκη ανέφικτη, παρόλο που είναι συζητήσιμο άν είναι εφικτή εντός της ΕΕ.Ωστόσο είτε εντός, είτε εκτός της ΕΕ, άν μια διαφορετική Ευρώπη είναι όντως εφικτή, μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνον από ικανούς και καλά προετοιμασμένους πολιτικούς. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε οι καθιερωμένοι, ούτε καν οι κατ' επάγγελμα πολιτικοί. Στην πραγματικότητα, πολλά από τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ είναι επαγγελματίες πολιτικοί όπως οι λοιποί, ή προέρχονται από το καθιερωμένο πολιτικό φάσμα (π.χ. από το ΠΑΣΟΚ).
Οι πολιτικοί που θέλουν να οικοδομήσουν μια διαφορετική Ευρώπη πρέπει να αποδεχτούν, έστω και απρόθυμα, ότι η πολιτική είναι ένα επάγγελμα με συγκεκριμένους κανόνες και απαιτεί συγκεκριμένες δεξιότητες. Για να επιτύχεις κάτι στην πολιτική, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής των κανόνων, θα πρέπει, σύμφωνα με την περίφημη φράση του συντηρητικού Γερμανού πολιτικού Otto von Bismarck, να κατέχεις «την τέχνη του εφικτού» και όχι απλώς να σαλπίζεις «την αλήθεια».


Ο Cas Mudde είναι Ολλανδός καθηγητής πολιτικών επιστημών στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Georgia (H.Π.Α). Είναι ο συγγραφέας του «Populist Radical Right Parties in Europe» (Cambridge University Press, 2007), το οποίο στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Επίκεντρο» με τίτλο «Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη». Εχει επιμεληθεί την έκδοση «Populism in Europe and the Americas: Threat or Corrective for Democracy»? (Cambridge University Press, 2012), το οποίο επίσης κυκλοφορεί στα ελληνικά με τίτλο «Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική - Απειλή ή διόρθωση για τη δημοκρατία;» (Επίκεντρο, 2013). 
O Cas Mudde βρέθηκε τον Μάρτιο του 2015 στην Ελλάδα για σειρά διαλέξεων σχετικών με τον λαϊκισμό και την ακροδεξιά στην Ευρώπη.


Cas Mudde: Γιατί ο Τσίπρας θα κερδίσει τις εκλογές και γιατί αυτό δεν έχει πλέον και τόση σημασία(The Huffington Post, 24.8.2015)



Cas Mudde, αρθρογραφία στο ελληνικό Huffington Post

Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση: Κας Μούντε: Η «Ελληνική Βαϊμάρη» και το μέλλον της Ευρώπης


Cas Mudde: Λαϊκισμός και φιλελεύθερη δημοκρατία - Η Ελλάδα ως εξαίρεση ή εικόνα από το μέλλον της Ευρώπης; Ο Ολλανδός μελετητής της Ακροδεξιάς και του λαϊκισμού Κας Μούντε συζητά με τον Αντώνη Γαλανόπουλο (στο online περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ 24, Απρίλιος 2015

Update 25.8.2015, στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:

Γιώργος Παπαμώκος: Οι εραστές της θητείας του κ. Σημίτη και οι ανέραστοι της Αριστεράς - οι θεότυφλοι και ο μονόφθαλμος

Το ευρωπαϊκό πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ, πως το καταστρέφει ο ανορθολογισμός, η αναζήτηση διεξόδου

«Επικοινωνιακή διαχείριση» - το αρχικό ξεκίνημα και 3 μήνες μετά: Στο ίδιο έργο θεατές;

Βιβλία του Cas Mudde στα Ελληνικά:



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου