Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Η σύγκρουση για το μέλλον της Παιδείας στην Ευρώπη και οι εγχώριες ηθικολογικές έριδες

του Σωκράτη Πετμεζά* Η πορεία εφαρμογής του νέου αυταρχικού πανεπιστημιακού νομικού πλαισίου παράλληλα με τη δραματική μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης επισωρεύει στα ΑΕΙ και ΤΕΙ ακαδημαϊκά προβλήματα και διοικητικές δυσλειτουργίες τη φύση και την έκταση των οποίων ακόμα δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε με ακρίβεια. Ο περιορισμός του συνολικού φοιτητικού πληθυσμού και ιδίως η υποβάθμιση της ποιότητας και της χρονικής έκτασης της παιδείας που θα προσφέρεται σε κάθε φοιτητή είναι ένας από τους σχεδόν ομολογημένους κύριους στόχους της ψευδώνυμης «μεταρρύθμισης».

Ένα μέρος των δαπανών της ανώτατης δημόσιας παιδείας (ιδίως σε μεταπτυχιακό επίπεδο) θα αναληφθεί από τον οικογενειακό προϋπολογισμό, ενώ θα ανοίξει πιθανότατα, στην πρωτεύουσα και τη Θεσσαλονίκη, η αγορά για ιδιωτικά ιδρύματα παροχής πτυχίων και παρεμφερών τίτλων σπουδών. Στην πράξη η επόμενη γενιά θα είναι, για πρώτη φορά, λιγότερο μορφωμένη εξειδικευμένη από την προηγούμενη και βεβαίως η, έστω και ζαβή ώς τα σήμερα, ισότητα στην πρόσβαση στην ανώτατη παιδεία θα περιοριστεί ακόμα περισσότερο, σε βάρος των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων.

Ο περιορισμός της διοικητικής «αυτονομίας» των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων προς όφελος των ανωτέρων ιεραρχικά βαθμίδων, της συγκεντρωτικής (αλλά και αναποτελεσματικής) διοικητικής γραφειοκρατίας του υπουργείου και των αναμενομένων (και μηδέποτε αφικνουμένων) γαλαντόμων χορηγών θα είναι το χειροπιαστό αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά την «αναμόρφωση» της διοίκησης και της εσωτερικής ιεραρχίας της ακαδημαϊκής κοινότητας.

Τα Συμβούλια Διοίκησης, η διευρυμένη ισχύς των νέων «μονοπρόσωπων οργάνων διοίκησης» (όπως οι πρυτάνεις, κοσμήτορες κ.ά.) και η δυνατότητα ευρείας διαφοροποίησης των οργανισμών των πανεπιστημίων συνάδουν τόσο με την ιεράρχηση των ΑΕΙ/ΤΕΙ σε ιδρύματα αριστείας και ιδρύματα μαζικής φοίτησης, σε κεντρικά και περιφερειακά, σε «ακριβά και φτηνά», όσο και με την εκπεφρασμένη πλέον πρόθεση απεμπλοκής του Δημοσίου από τις χρηματοδοτικές και ελεγκτικές ευθύνες του.

Η μεταρρυθμιστική ρητορεία των (ποικίλης ιδεολογικής προέλευσης) συντακτών των αλληλοσυγκρουόμενων νομικών ρυθμίσεων που ως αλλεπάλληλα στρώματα επικάθονται στο νομικό πλαίσιο καθώς και η παρεμβατική έξη των υπουργικών συμβούλων, που αλλάζουν πρόσημο και ύφος ανάλογα με τον υπουργό που συμβουλεύουν, δεν πρέπει να αποκρύπτουν το βασικό πρόβλημα: το Δημόσιο παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις και καυχησιολογίες που διακινούνται στα ΜΜΕ, άρχισε να αποσύρεται σταδιακά από την Ανώτατη Παιδεία, όπως έχει ήδη εν μέρει απεμπλακεί από τις υποχρεώσεις του στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.

Απέναντι σε αυτές τις δραματικές εξελίξεις η Αριστερά οφείλει να μην επικεντρωθεί στο διοικητικό πρόβλημα της μορφής της διοίκησης των ΑΕΙ/ΤΕΙ. Είμαστε ασφαλώς αντιμέτωποι με το δίλημμα μεταξύ, από τη μία πλευρά, της μετωπικής σύγκρουσης και της άρνησης κάθε συμμετοχής/νομιμοποίησης στα όργανα αυτά και, από την άλλη, της ευλύγιστης εκμετάλλευσης κάθε συγκυριακά κατά τόπους ευνοϊκού συσχετισμού δυνάμεων που θα επιτρέψει να αντιταχθούμε στην κυβερνητική πολιτική.

Το δίλημμα βεβαίως είναι παλιό όσο και ο κόσμος και συνεπώς δεν επιδέχεται εκ των προτέρων λύση ερήμην της συγκυρίας και των γενικών όρων του προβλήματος. Για όσους όμως πιστεύουν ότι η λειτουργία και οι επιπτώσεις των νεοϊδρυμένων θεσμών δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν (ούτε ποτέ προβλέφθηκαν) με ακρίβεια, ούτε καν είναι εύκολο να αποτιμηθούν στον βραχύ χρόνο, η παρέμβαση στους θεσμούς αυτούς δεν είναι καταδικασμένη εξ αρχής. Ούτε είναι βεβαίως αρκετή για να αποτρέψει τις βαθύτατα αρνητικές επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων και της εδώ και δεκαετίες κυρίαρχης ευρωπαϊκής κοινοτικής πολιτικής σε θέματα Ανώτατης Παιδείας.

Μπορεί όμως να επιτρέψει έναν επιτυχημένο αγώνα οπισθοφυλακής. Το αποτέλεσμα δεν είναι εξασφαλισμένο και η τελική αποτίμηση θα γίνει αφού καταπέσει ο κοπετός. Κανένας αγώνας δεν είναι μάταιος, αλλά και κανένας σχεδιασμός (δικός μας ή των πολιτικών αντιπάλων μας) δεν υλοποιείται όπως προβλεπόταν.

Όπως είπα, ούτε η λύση του διλήμματος είναι εύκολη ούτε η αποτίμηση της πολιτικής παρέμβασης μπορεί να γίνει άμεσα. Άμεση όμως και προπαντός ανελαστική πρέπει να είναι η αντίδραση όλων μας στη δαιμονοποίηση των πράξεων και των απόψεων όσων δρουν δημόσια και ανοικτά.

Τις τελευταίες μέρες, στο γύρισμα του νέου χρόνου, δημοσιεύθηκαν αλληλοτροφοδοτούμενα κείμενα στο διαδίκτυο («Βαθύ Κόκκινο»: goo.gl/Y1g6C, inews.gr: goo.gl/Rn40t και «Κόκκινος Τύπος» goo.gl/zppYr) και τον Τύπο (Ριζοσπάστης: goo.gl/ibqM9) που επιχειρούν να στιγματίσουν ηθικά, με υπονοούμενα ή αναπόδεικτους ισχυρισμούς, τη στάση όσων επέλεξαν να αντιταχθούν στην κυβερνητική πολιτική παρεμβαίνοντας τώρα στην εκλογή των νέων Συμβουλίων Διοίκησης (Σ.Δ.) και αύριο στην εκλογή των μονοπρόσωπων οργάνων (πρυτάνεις, κοσμήτορες, πρόεδροι) που θα συγκροτήσουν και τη νέα Σύγκλητο, καθώς βεβαίως και στη διαδικασία σύνταξης των Οργανισμών και των Εσωτερικών Κανονισμών των Πανεπιστημίων κ.λπ.

Τα κείμενα αυτά δεν προέρχονται από έναν κοινό ιδεολογικό χώρο. Σε όλα όμως οι καταγγελλόμενοι στιγματίζονται καθώς οι πράξεις τους θεωρείται ότι δεν μπορεί εξ ορισμού να έχουν κίνητρα άλλα από σκοτεινές φιλοδοξίες και ακόρεστη ιδιοτέλεια -προφανώς σε αντίθεση προς την ανιδιοτέλεια και την αγωνιστική καθαρότητα των (ανωνύμων) συντακτών των εν λόγω κειμένων. Οι φιλοδοξίες αυτές βεβαίως δεν προσδιορίζονται, διότι τότε θα γελοιοποιούνταν οι συντάκτες.

Ο Γιώργος Σταθάκης, ήδη βουλευτής από τον περασμένο Μάιο, οφείλει μήπως τη βουλευτική του εκλογή και ίσως τη μελλοντική (απειλητική για τους συντάκτες;) υπουργοποίησή του στη συμμετοχή του ως υποψήφιου μεταξύ των εσωτερικών μελών του ΣΔ του Παν. Κρήτης; Ο Νίκος Θεοτοκάς, ηγετικό και μαχητικό στέλεχος της Συσπείρωσης Πανεπιστημιακών, ο οποίος εξελέγη ως μέλος του Σ.Δ. του Παντείου μαζί με άλλους πέντε συναδέλφους από τον ίδιο πολιτικό χώρο, τι κέρδισε από αυτή τη συμμετοχή;

Ο Κώστας Λαπαβίτσας, καθηγητής στο Παν. του Λονδίνου, δεν κέρδισε σίγουρα φήμη ή δημόσια αναγνώριση από την υποψηφιότητά του ως μέλους του Σ.Δ. του Πανεπιστημίου Κρήτης· τότε ποια ακόρεστη φιλοδοξία τον οδήγησε να θέσει υποψηφιότητα; Στην τελευταία αυτή περίπτωση ως επιβαρυντικό στοιχείο πιστώνεται η αντίστοιχη υποψηφιότητα για το ίδιο Σ.Δ. του Στάθη Καλύβα, λες και η συμμετοχή σε μια εκλογική διαδικασία ανθρώπων με αντίθετες πολιτικές ή κοινωνικές αντιλήψεις αποτελεί επιλήψιμη πράξη.

Βεβαίως ανομολόγητος στόχος του συντάκτη ήταν η ηθική ταύτιση των δύο αυτών υποψηφίων: θεωρεί ίσως ότι η ηθική ή η πολιτική υπόσταση ενός υποψηφίου βουλευτή ή συνδικαλιστικού στελέχους της Αριστεράς χρωματίζεται (ή μήπως μολύνεται;) από τα φρονήματα ή τις προθέσεις υποψηφίων αντίθετων πολιτικών ομάδων.

Όπως συνήθως συμβαίνει, οι καταγγελίες (ειδικά οι ανώνυμες) αναδεικνύουν κυρίως την προσωπικότητα και τις άδηλες προθέσεις του καταγγέλλοντος. Αυτό μικρή σημασία έχει. Είναι όμως ουσιώδες να προφυλάξουμε την ριζοσπαστική Αριστερά και τους εαυτούς μας από τον πειρασμό των ηθικολόγων σταυροφοριών εναντίον ιδεατών εσωτερικών εχθρών, όχι τόσο γιατί οι ad hominem ζηλόφθονες επιθέσεις σπέρνουν ζιζάνια για μελλοντικές και αναζωπυρώνουν αχρείαστες παλιές έριδες, αλλά κυρίως επειδή το μείζον διακύβευμα δεν είναι η ιδεοληπτική καθαρότητα αλλά η συγκρότηση ενός ισχυρού μετώπου για την υπεράσπιση της δημόσιας και μαζικής δωρεάν παιδείας ως παράγοντα που εξασφαλίζει και υποστηρίζει την παραγωγική αναβάθμιση της ελληνικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας και ως βάθρου για τη διασφάλιση του απαράγραπτου δικαιώματος όλων των ανθρώπων στην παιδεία και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους ανεξάρτητα από το φύλο, την θρησκεία, την καταγωγή και την κοινωνική τους θέση.

http://www.avgi.gr/
* Ο Σωκράτης Πετμεζάς διδάσκει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου