Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Η Γερμανία αποφεύγει το νομισματικό για να συνεχίσει τον κοινωνικό πόλεμο


Λεωνίδας Βατικιώτης
Το θέμα που ανέδειξε πρόσφατα το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, παρά τη δραματικότητά του, δεν θα άξιζε περαιτέρω σχολιασμού, αν δεν αποτελούσε την κορυφή του παγόβουνου, αντανακλώντας μια πολύ ευρύτερη τάση, που αφορά στη ραγδαία υποβάθμιση της εργασίας στο πλαίσιο της βύθισης της Ευρώπης σ’ ένα νεοφιλελεύθερο βάλτο.Πρόκειται για την επιστολή που έλαβε 19χρονη άνεργη Γερμανίδα στο Άουγκσμπουργκ από το τοπικό, και μάλιστα δημόσιο, γραφείο ευρέσεως εργασίας και έκανε τη μητέρα της να ουρλιάζει επί ώρες. Το θέμα της αλληλογραφίας αφορούσε σε πρόταση εργασίας στη 19χρονη ως σερβιτόρας σ’ ένα χώρο 2.500 τετραγωνικών μέτρων ονόματι «Κολοσσαίο».
Μόνο που δεν επρόκειτο για ένα οποιοδήποτε μπαρ ή καφέ, αλλά για… οίκο ανοχής, και είναι αυτονόητο ότι τα όρια μεταξύ σερβιρίσματος ποτών και ικανοποίησης άλλων… παραγγελιών, πολύ περισσότερο σε τέτοιους χώρους, ποτέ δεν είναι αυστηρά, ακόμη και για μια χώρα όπως η Γερμανία, που φημίζεται για την αυστηρότητα της. Η απόφαση για τη 19χρονη όμως δεν ήταν τόσο απλή, δεδομένου ότι πιθανή άρνηση της ισοδυναμούσε με διακοπή κάθε επιδοματικής παροχής τώρα και στο μέλλον, μια και σήμαινε απροθυμία εργασίας. Είναι κι αυτό ένα από τα μέτρα που επιβλήθηκαν στη Γερμανία το 2004 στο πλαίσιο ευρύτατης αντεργατικής μεταρρύθμισης.



Το συγκεκριμένο περιστατικό δεν ήταν το πρώτο που παρατηρήθηκε, υπογραμμιζόταν στο γερμανικό περιοδικό, επιβεβαιώνοντας τις δραματικές κοινωνικές συνέπειες που έχουν προκαλέσει η λιτότητα και η ανεργία ακόμη και στη Γερμανία, η οποία παρ όλα αυτά καυχιέται, σύμφωνα με τους Financiol Times της Παρασκευής 15 Φεβρουαρίου, για «τη χαμηλή ανεργία-ρεκόρ και, με βάση τα ιστορικά της δεδομένα, για μια σχετικά ελαστική αγορά εργασίας». Με τα όρια να αγγίζουν την εκπόρνευση, πιο ελαστική πράγματι δεν γίνεται…

Πτώση του ΑΕΠ

Η γερμανική ηγεσία, ωστόσο, δεν κλείνει τα μάτια μόνο σε περιστατικά όπως το προαναφερθέν, που αποτελεί τη σκοτεινή όψη του σύγχρονου γερμανικού θαύματος, αλλά ακόμη και σε πιο ηχηρά σήματα κινδύνου, όπως αυτό που αφορούσε στη συρρίκνωση του ΑΕΠ των χωρών της Ευρωζώνης στο δ’ τρίμηνο του 2012 κατά 0,6% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας προκάλεσε ιδιαίτερη ανησυχία για πολλούς λόγους:

Πρώτον, γιατί ήταν η μεγαλύτερη συρρίκνωση που καταγράφεται από την εποχή της κατάρρευσης της Lehman Brothers, πριν από τέσσερα χρόνια, ενώ μάλιστα η παραγωγή στην Ευρωζώνη εξακολουθεί να παραμένει 3% χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2008, όταν ξέσπασε η κρίση. Η έξοδος, δηλαδή, που αναμενόταν για το τέλος του 2013 θα καθυστερήσει σημαντικά.

Δεύτερον, επειδή στο κάδρο της κρίσης πλέον εισέρχονται και οι χώρες του λεγόμενου Κέντρου, όπως για παράδειγμα η Γερμανία και η Γαλλία, που υπέστησαν μειώσεις του ΑΕΠ της τάξης του 0,6% και 0,3%. Πρόκειται για εξέλιξη που επισημοποιεί τη γενίκευση της κρίσης στην Ευρωζώνη.
Τρίτον, επειδή η πτώση του ΑΕΠ προμηνύει λιγότερα φορολογικά έσοδα, αποκλίσεις στους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν θέσει κυβερνήσεις όπως του Φρανσουά Ολάντ στη Γαλλία, κι αυτές, ένεκα της νεοφιλελεύθερης τύφλωσης, περαιτέρω μέτρα λιτότητας.

Η Γερμανία, ωστόσο, δεν έδειξε τον παραμικρό σκεπτικισμό απέναντι στο μείγμα οικονομικής πολιτικής που ακολουθεί στο εσωτερικό της και επιβάλλει σε όλη την Ευρώπη. Η αφορμή για να επιβεβαιώσει τη δογματική της προσκόλληση στην πολιτική της λιτότητας δόθηκε από αρκετά μακριά, συγκεκριμένα από την Ιαπωνία, η οποία συνειδητά και σχεδιασμένα πλέον υποτιμά το εθνικό της νόμισμα -μόνο έναντι του ευρώ το γεν από το Νοέμβριο έχει υποτιμηθεί κατά 20% και έναντι του δολαρίου κατά 15%-, ελπίζοντας να αυξήσει τις εξαγωγές της στο πλαίσιο μιας σοβαρής προσπάθειας που διεξάγει για να εξέλθει οριστικά από την παγίδα του αποπληθωρισμού στην οποία παραπαίει, με τις τιμές της να μειώνονται σταθερά επί δεκατρία συνεχόμενα τρίμηνα.

Η προσπάθεια που διεξάγει και η οποία έχει ήδη βαφτιστεί από το διεθνή Τύπο ως «Αμπενόμικς» -από το όνομα του Ιάπωνα πρωθυπουργού- σκοπεύει να επιφέρει επίσης πολιτική σταθερότητα, καθώς στην κινούμενη άμμο της ιαπωνικής οικονομίας την τελευταία πενταετία έχουν χαθεί έξι πρωθυπουργοί. Τον προηγούμενο μήνα και πριν δοθούν στη δημοσιότητα τα στοιχεία για την πορεία του ΑΕΠ το δ’ τρίμηνο του 2012, όπου σημειώθηκε νέα μείωση κατά 0,4% -όπως συνέβη, δηλαδή, και στην Ευρώπη-, σύσσωμο το πολιτικό σύστημα της Ιαπωνίας φαίνεται να είπε ένα «έως εδώ», και η κυβέρνηση μαζί με την κεντρική τράπεζα δεσμεύτηκαν να εργαστούν από κοινού, καταβάλλοντος κάθε αναγκαία προσπάθεια μέχρι ο πληθωρισμός να φτάσει στο 2% κι έτσι να μπει ένα τέλος στη φθίνουσα πορεία που ξεκίνησε με την κρίση του 2008-2009 και βάθυνε στη συνέχεια με το σεισμό και το καταστροφικό τσουνάμι που ακολούθησε.

Θλιβερή εξαίρεση η Ευρωζώνη

«Αν ολοένα και περισσότερες χώρες επιχειρούν να υποτιμήσουν τα νομίσματα τους, αυτό θα οδηγήσει σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, που ως αποτέλεσμα έχουν μόνο χαμένους», ήταν η απάντηση του επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, Γενς Βάιντμαν , που με τον τρόπο αυτό έκοψε απότομα οποιαδήποτε συζήτηση για να ακολουθήσει και η Ευρωζώνη την οδό της νομισματικής υποτίμησης που έχει επιλέξει όχι μόνο η Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, αλλά επίσης οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Δηλαδή, σχεδόν όλες οι μεγάλες οικονομίες, με εξαίρεση την Ευρωζώνη.

Το ζητούμενο προφανώς είναι με τον τρόπο αυτό να δώσουν ώθηση στις εξαγωγές και στην εγχώρια παραγωγή τους, φέρνοντας πιο κοντά την ανάκαμψη. Το Λονδίνο, πολύ χαρακτηριστικά, διατηρεί τη συναλλαγματική ισοτιμία της βρετανικής λίρας 24% χαμηλότερα από το επίπεδο που βρισκόταν στα μέσα του 2007.

Ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, που χαρακτήρισε «νομισματικά πόλεμο» την υπό εξέλιξη αναπροσαρμογή των ισοτιμιών, έτσι ώστε να προσδώσει τι δέουσα αυστηρότητα, είπε κι άλλα. Όπως ότι οποιαδήποτε συζήτηση για πιθανή υπερτίμηση του ευρώ συνιστά αποφυγή των πραγματικών προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι οικονομίες της Ευρωζώνης, και ειδικότερα αυτής της Γαλλίας, στην οποία στρέφονταν τα βέλη. Οι προκλήσεις, κατά το Γερμανό κεντρικό τραπεζίτη, δεν είναι άλλες από την εφαρμογή εκείνων των μέτρων που θα κάνουν τις οικονομίες περισσότερο ανταγωνιστικές. Με άλλα λόγια, μείωση μισθών και ημερομισθίων και κοινωνικών δαπανών κατά τη γνωστή συνταγή.






Η επιμονή της Γερμανίας να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα το ευρώ, όταν οι συναλλαγματικές ισοτιμίες όλων σχεδόν των άλλων χωρών, και περισσότερο της Ιαπωνίας, μειώνονται -έχοντας μετατρέψει την αγορά ευρώ και την πώληση γεν στην αγορά συναλλάγματος στην πιο κερδοφόρα και σίγουρη επένδυση-, έχει, ωστόσο, και μια επιπλέον διάσταση. Η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ κρίνεται «σωστή» για τη Γερμανία, λόγω του ότι κινείται σε χαμηλότερα επίπεδα απ’ αυτά που θα κινούταν ένα εθνικό της νόμισμα. Το ευρώ δηλαδή, σε σχέση με ένα πιθανό μάρκο, προσφέρει σημαντικά οφέλη στη γερμανική παραγωγική μηχανή, και αυτά είναι αρκετά όπως φαίνεται για το Βερολίνο, σε σημείο που να βάζει μια «κόκκινη γραμμή», απαγορεύοντας κάθε συζήτηση για υποτίμηση του.

Πρόκειται, ωστόσο, για μια ισοτιμία που είναι καταστροφική για τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, για παράδειγμα τις χώρες της περιφέρειας, απομακρύνοντας την προοπτική εξόδου από την κρίση, μια και κινείται σε υψηλότερα επίπεδα απ’ αυτά που έχουν ανάγκη και είναι φυσιολογικά για τη δική τους οικονομική δομή. Και στα νομισματικά, δηλαδή, η Γερμανία επιβάλλει τη δική της θέληση, σε βάρος όχι μόνο του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού της, αλλά και των αναγκών των άλλων χωρών της Ευρωζώνης

Δημοσιεύτηκε στα “Επίκαιρα”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου